Τι θα Πει ο Κόσμος
- Hva Vil Folk Si
- What Will People Say
- 2017
- Νορβηγία
- Νορβηγικά, Ούρντου
- Δραματική, Νεανική
- 27 Σεπτεμβρίου 2018
H δεκαεξάχρονη Νίσα ζει διπλή ζωή. Στο σπίτι, με την οικογένειά της, είναι η τέλεια πακιστανή κόρη. Έξω, παρέα με τους φίλους της, είναι μια συνηθισμένη νορβηγίδα έφηβος. Όταν ο πατέρας της την ανακαλύπτει στο κρεβάτι με τον φίλο της, οι δύο κόσμοι της Νίσα συγκρούονται βίαια. Οι γονείς της αποφασίζουν να την τιμωρήσουν για παραδειγματισμό: την απαγάγουν και την πάνε στο Πακιστάν για να μείνει εκεί με συγγενείς της οικογένειας. Σε μια χώρα που της είναι τελείως ξένη, η Νίσα αναγκάζεται να προσαρμοστεί στην κουλτούρα των γονιών της.
Σκηνοθεσία:
Iram Haq
Κύριοι Ρόλοι:
Maria Mozhdah … Nisha
Adil Hussain … Mirza
Ekavali Khanna … Najma
Rohit Saraf … Amir
Ali Arfan … Asif
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Iram Haq
Παραγωγή: Maria Ekerhovd
Μουσική: Lorenz Dangel, Martin Pedersen
Φωτογραφία: Nadim Carlsen
Μοντάζ: Janus Billeskov Jansen, Anne Osterud
Σκηνικά: Vintee Bansal, Ann-Kristin Talleraas
Κοστούμια: Rohit Chaturvedi, Ida Toft
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Hva Vil Folk Si
- Ελληνικός Τίτλος: Τι θα Πει ο Κόσμος
- Διεθνής Τίτλος: What Will People Say
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Adil Hussain) και σεναρίου στα Amanda, τα εθνικά βραβεία της Νορβηγίας. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Maria Mozhdah) και μοντάζ.
- Επίσημη πρόταση της Νορβηγίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Η ιδέα για την ταινία ήρθε στην Iram Haq από προσωπικά της βιώματα. Κι αυτή είχε κάποτε απαχθεί και μεταφερθεί στο Πακιστάν.
- Παρότι το σκηνικό υποτίθεται ότι είναι το Πακιστάν, στην πραγματικότητα βρισκόμαστε στην Ινδία. Αυτό έγινε για δύο λόγους: επειδή η σκηνοθέτιδα ένιωθε μεγαλύτερη ασφάλεια στην Ινδία, και επειδή η κινηματογραφική βιομηχανία είναι πιο οργανωμένη εκεί.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 27/9/2018
Όταν ένα φιλμ κατορθώνει να πλημμυρίζει το θεατή με συναισθήματα, κάπου έχει κάνει καλή δουλειά, καθώς έχει φροντίσει μέσω διάφορων καίριων λεπτομερειών να τον εμπλέξει στο δράμα. Μπορεί αυτές να περιλαμβάνουν μια ειλικρινή καταγραφή, μια σεναριακή προσέγγιση σε συνδυασμό με μια κινηματογράφηση που μπορούν να τοποθετούν αυτόν που παρακολουθεί στη θέση της ηρωίδας ή του ήρωα ή μια καλοφτιαγμένη κλιμάκωση των γεγονότων που να οδηγεί συναισθηματικά και το κοινό. Όλα αυτά είναι γνωρίσματα της δεύτερης μεγάλου μήκους δημιουργίας της Iram Haq, μιας γυναικείας ιστορίας ενηλικίωσης με μεγάλη αυτοπεποίθηση στο σκηνοθετικό της ύφος και πιο επίπονης και σκληρής από το μέσο όρο του είδους λόγω του κοινωνικού πλαισίου στο οποίο αναφέρεται. Προκαλεί όμως ταυτόχρονα μια κάποια λύπη το γεγονός πως ένα φιλμ που διεισδύει σε βάθος στα κακώς κείμενα των νοοτροπιών που επικρατούν σε κοινωνίες και κοινότητες όπως η πακιστανική γυρίζεται στην ασφάλεια μιας άλλης χώρας αντί αυτής της οποίας αποτελεί μελέτη, κάτι που αποτελεί διαχρονική παρατήρηση για πλειάδα δημιουργιών που λόγω καθεστωτικών αντιλήψεων θα πολεμούνταν από τα ίδια τα κράτη τους αν γινόταν απόπειρα να κινηματογραφηθούν εκεί. Όσο πιο πολύ ένα έθνος αρνείται να κοιτάξει τον εαυτό του στον καθρέφτη, κυρίως μέσω της τέχνης του, τόσο περισσότερο υποθάλπει εντάσεις που σιγοβράζουν και σε βάθος χρόνου μόνο μέσω της βίας δυστυχώς μπορούν να εκτονωθούν αν δε βρεθεί η υγιέστερη οδός…
Η ματιά της Haq είναι ισοπεδωτικά πεσιμιστική για την παλαιότερη γενιά του Πακιστάν, την οποία σαφέστατα θεωρεί «καμένο χαρτί» (αν και αφήνεται μια χαραμάδα αμφισβήτησης αυτής της διαπίστωσης στο φινάλε) κι εναποθέτει τις ελπίδες της αναμενόμενα στους νεότερους, που παρόλο που έχουν λάβει από τους πρεσβύτερούς τους μια ανατροφή ανάλογη της νοοτροπίας τους, έχουν ακόμη μια ευλυγισία στην κουλτούρα τους λόγω του μικρού της ηλικίας τους και του γεγονότος ότι δεν έχουν φθαρεί στον ίδιο βαθμό από τον τρόπο σκέψης των εκεί μεγαλύτερων. Ενώ πρόκειται για ένα εξειδικευμένο πολιτισμικά θέμα, στον πυρήνα της πρόκειται για μια ταινία περί του χάσματος γενεών γενικότερα: το εκάστοτε κοινό μπορεί άνετα να κάνει τους δικούς του παραλληλισμούς για καταστάσεις οικείες σε αυτό που εμπίπτουν σε αυτήν την κατηγορία προβλημάτων. Έτσι αποφεύγεται μια παγίδα που υπάρχει συχνά σε αυτού του τύπου τα ηθογραφικά δράματα, να περιγράφεται μια συνθήκη που να φαντάζει τόσο ξένη σε ανθρώπους που δε μετέχουν σε αυτή ώστε όταν παρακολουθούν να αισθάνονται απλά παρατηρητές, να μην υπάρχει ταύτιση. Εδώ οι προϋποθέσεις για κάτι τέτοιο υπάρχουν και με το παραπάνω, ακόμη κι αν το σενάριο δε θέλει να βουτήξει πολύ βαθιά στον ψυχισμό της ηρωίδας επειδή επιθυμεί να επικεντρωθεί περισσότερο στην εμπειρία της παρά στον εσωτερικό της κόσμο.
Τίποτα δε στρογγυλεύεται: η σκηνοθέτις και σεναριογράφος μοιάζει να έχει βάλει στοίχημα για το πόσο μεγάλη οργή μπορεί να προκαλέσει με αυτά που αφηγείται, και το κερδίζει με χαρακτηριστική άνεση. Είναι τόσο μεγάλη η συσσώρευση οριακών στιγμών που ο θεατής αδημονεί για τη λύτρωση ώστε να ανακουφιστεί, όμως η Haq προσέχει για να την εντάξει αρμονικά στην εξέλιξη της ιστορίας και να μην υπάρχει απλά για να ελαφρύνει το βεβαρυμμένο κλίμα. Ορθή απόφαση είναι και το νεανικό ύφος που διαχέει το όλο εγχείρημα, καθώς είναι ξεκάθαρη η πρόθεση να μιλήσει το φιλμ σε μικρότερες, πιθανότατα μη συνειδητοποιημένες κοινωνικά και πολιτικά ηλικίες, έχοντας ως στόχο ακόμη και μια κινητοποίηση από την πλευρά τους που είναι ευκολότερη από ότι σε ένα ενήλικο κοινό. Κάποιες σκόρπιες αστοχίες, όπως για παράδειγμα το ότι δεν υπάρχει ένας δυτικός άνθρωπος για δείγμα που να έχει μια αρνητική πλευρά, δε φαίνεται να βρίσκονται εδώ τόσο με πονηρό ιδεολογικά σκοπό όσο από το ότι κάποιες πλευρές του σεναρίου δεν επεξεργάστηκαν στο βαθμό που θα έπρεπε, σε γενικές γραμμές όμως, πρόκειται για μια αληθινή γροθιά στο στομάχι, από αυτές που πρέπει να συναντώνται όλο και συχνότερα στο σύγχρονο σινεμά.
Βαθμολογία: