
Όσα Κάνουμε στις Σκιές
- What We Do in the Shadows
- 2014
- Νέα Ζηλανδία
- Αγγλικά, Γερμανικά, Ισπανικά
- Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Παρωδία, Τέρατα, Τρόμου, Φαντασίας
Ένα συνεργείο αποφασίζει να καταγράψει την καθημερινότητα μιας ιδιαίτερης ομάδας συγκατοίκων. Ιδιαίτεροι αφού πρόκειται για πανάρχαια βαμπίρ, τα οποία αντιμετωπίζουν με τον δικό τους ιδιαίτερο τρόπο τα προβλήματα κάθε σύγχρονου ανθρώπου. Πώς πληρώνεις το νοίκι όταν δεν έχεις λεφτά; Πώς ετοιμάζεσαι να περάσεις την πόρτα ενός κλαμπ χωρίς να έχεις φτιαχτεί, εφόσον δεν έχεις αντανάκλαση στον καθρέφτη; Ποιος θα αναλάβει να καθαρίσει το γεμάτο αίματα δωμάτιο μετά το δείπνο; Και τι συμβαίνει όταν εκ των πραγμάτων διαφορετικές προσωπικότητες που συγκατοικούν, έρχονται σε σύγκρουση; Με τη διαφορά του ότι διαθέτουν υπερφυσικές δυνάμεις και μπορούν να μεταμορφωθούν σε νυχτερίδες;
Σκηνοθεσία:
Jemaine Clement
Taika Waititi
Κύριοι Ρόλοι:
Taika Waititi … Viago Von Dorna Schmarten Scheden Heimburg
Jemaine Clement … Vladislav
Jonny Brugh … Deacon Brucke
Ben Fransham … Petyr
Cori Gonzalez-Macuer … Nick
Jackie van Beek … Jackie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jemaine Clement, Taika Waititi
Παραγωγή: Emanuel Michael, Taika Waititi, Chelsea Winstanley
Μουσική: Plan 9
Φωτογραφία: Richard Bluck, D.J. Stipsen
Μοντάζ: Tom Eagles, Yana Gorskaya, Jonathan Woodford-Robinson
Σκηνικά: Ra Vincent
Κοστούμια: Amanda Neale
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Φεστιβάλ.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: What We Do in the Shadows
Ελληνικός Τίτλος: Όσα Κάνουμε στις Σκιές
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): What We Do in the Shadows: Interviews with Some Vampires των Taika Waititi, Jemaine Clement.
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο δεύτερου γυναικείου ρόλου (Jackie van Beek), αυτοχρηματοδοτούμενης ταινίας, σκηνικών και ήχου στα εθνικά βραβεία της Νέας Ζηλανδίας. Υποψήφιο για ακόμα 4 κατηγορίες.
- Βραβείο κοινού για το τμήμα Midnight Madness του φεστιβάλ του Τορόντο.
Παραλειπόμενα
- Προέρχεται από μια μικρού μήκους ταινία του 2005, των ίδιων συντελεστών.
- Ο Waititi αποκάλυψε ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει το πόσο υλικό είχε τραβήξει, καταλλήγοντας να κάνει τρία διαφορετικά τελικά μοντάζ. Το ένα επικεντρωμένο στην κωμωδία, το άλλο στο στόρι και το τρίτο ως μια μίξη και των δύο.
- Το 2019, είχαμε την ομώνυμη σειρά από τον Jemaine Clement, αμερικανικής όμως παραγωγής.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 22/1/2015
Δεν έχετε αναρωτηθεί ποτέ πώς περνούν το χρόνο τους τα αιωνόβια βαμπίρ εν έτει 2015; Πώς δεν γίνεται το σπίτι τους λίμπα από τους πίδακες αίματος των θυμάτων τους, πώς καταφέρνουν να μπουν στα διάφορα νυχτερινά κέντρα αφού χρειάζονται κάποιον να τους «προσκαλέσει» μέσα ή τι προβλήματα προκαλεί η συγκατοίκηση στο ίδιο σπίτι επί αιώνες; Αν ναι, τότε μόλις βρήκατε το πιο κατάλληλο… ντοκιμαντέρ!
Η ιδέα είναι ευφυέστατη και εκπληκτικά «φρέσκια»: Mockumentary για την καθημερινότητα μιας παρέας βρικολάκων. Αυτό από μόνο του αρκεί για να κάνει το φιλμ ίσως την πιο αξιοπρόσεκτη ταινία βρικολάκων εδώ και πολύ καιρό και οι όσοι γοητεύονται από τους αιμοδιψείς συγγενείς του κόμη Δράκουλα δεν πρέπει να την αφήσουν να περάσει απαρατήρητη. Έστω και μέσα από καθαρά κωμική ματιά, το πνεύμα της βαμπιρικής μυθολογίας βρίσκεται εδώ όσο ζωντανό το συναντάμε σπάνια και αξιοποιείται με βαθύτατο σεβασμό. Πέραν τούτου, το φιλμ διαθέτει την ευρηματικότητα που το βοηθά να αποφύγει τα κλισέ των horror-comedies και τα συνήθη τους παραπατήματα σοβαροφάνειας, όπως και τις συμβάσεις των found-footage ταινιών, αξιοποιώντας διαρκώς προς όφελός του το κόνσεπτ του παρόντος κινηματογραφικού συνεργείου. Αποκορύφωμα της αυτοσαρκαστικής ψευτο-αληθοφάνειας η σύντομη, πανέξυπνη σκηνή μετά τους τίτλους τέλους.
Εκείνο όμως που πάνω απ’ όλα σε κάνει να περάσεις τόσο καλά βλέποντας το πρωτότυπο αυτό φιλμ από τη Νέα Ζηλανδία δεν είναι παρά το ακούραστο κέφι του. Είναι αδύνατον να μην παρασυρθείς από το πόσο δείχνουν να διασκεδάζουν οι τρεις βασικοί πρωταγωνιστές (οι δύο εξ αυτών συνυπογράφουν επίσης σενάριο και σκηνοθεσία) και το πόσο εμπνευσμένα αποτυπώνουν την απολαυστική εκκεντρικότητα των ρόλων τους. Μπορεί ο Cori Gonzalez-Macuer (που προστίθεται αργότερα στην παρέα) να είναι λίγο πιο συγκρατημένος απ` ό,τι θα έπρεπε, όμως υπάρχει και το άκρως απολαυστικό αντίβαρο του (σχεδόν… τρομακτικού!) Ben Fransham ως άλλου Νοσφεράτου, τον οποίον δεν χορταίνεις να χαζεύεις. Βεβαίως, το κόνσεπτ του ψευδοντοκιμαντέρ δυσκολεύει σαφώς τον στόχο μιας κινηματογραφικά ολοκληρωμένης δημιουργίας, γι` αυτό ακόμα και τα μόλις 80 λεπτά της ταινίας είναι ικανά να κουράσουν (με το φινάλε να φαντάζει ιδιαίτερα κακοφτιαγμένο), ωστόσο δεν επηρεάζουν τη γενική αίσθηση αυθεντικού fun.
Βαθμολογία: