Δύο πρώην σύντροφοι, η Γουίλα και ο Μπιλ, ξαναβρίσκονται 25 χρόνια μετά τον χωρισμό τους, όταν αναγκάζονται να διανυκτερεύσουν στο αεροδρόμιο λόγω κακοκαιρίας. Και οι δύο θέλουν να γυρίσουν σπίτια τους, αλλά στη διάρκεια της νύχτας καταλήγουν να αναπολούν το παρελθόν τους και όλα αυτά που θα μπορούσαν να είχαν εξελιχθεί διαφορετικά. Όταν όμως οι αναμνήσεις τους μοιάζουν να διαφοροποιούνται, πού πάνε από εκεί;

Σκηνοθεσία:

Meg Ryan

Κύριοι Ρόλοι:

Meg Ryan … Willa

David Duchovny … Bill

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Steven Dietz, Kirk Lynn, Meg Ryan

Στόρι: Steven Dietz

Παραγωγή: Jonathan Duffy, Laura D. Smith Ireland, Kristin Mann, Kelly Williams

Μουσική: David Boman

Φωτογραφία: Bartosz Nalazek

Μοντάζ: Jason Gourson

Σκηνικά: Jordan Crockett

Κοστούμια: Kiley Ogle

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: What Happens Later
  • Ελληνικός Τίτλος: Τι Συνέβη Μετά…

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: Shooting Star του Steven Dietz.

Παραλειπόμενα

  • Δεύτερη μόλις σκηνοθετική δουλειά για τη Meg Ryan, 8 χρόνια μετά την προηγούμενη (το αποτυχημένο Ithaca). Περισσότερο ακόμα όμως πρόκειται για την ερμηνευτική της επιστροφή από την εμφάνιση της σε εκείνη την ταινία, και επιστροφή μετά από 14 χρόνια στο αγαπημένο της είδος, την κομεντί.

Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος

Έκδοση Κειμένου: 23/1/2024

8 χρόνια μετά την αποτυχία του “Ithaka”, η Meg Ryan επιστρέφει στη σκηνοθεσία αλλά και στην υποκριτική με μια ταινία που μόνο στα χαρτιά μπορεί να θεωρηθεί ρομαντική κομεντί, φανερώνοντας ότι το είδος στο οποίο είχε αναδειχθεί η ιέρειά του όφειλε τις θρυλικές στιγμές του στους σκηνοθέτες του που μπορούσαν και να καθοδηγήσουν τους ηθοποιούς τους αλλά και να δημιουργήσουν το απαραίτητο χωροταξικό και ατμοσφαιρικό πλαίσιο, τη στιγμή που η Ryan αποτυγχάνει μεγαλοπρεπώς στα πάντα.

Τα αξεπέραστα προβλήματα της ταινίας εντοπίζονται από τα πρώτα δέκα λεπτά. Με τον χαριτωμένα τυπικό τίτλο μιας κομεντί αλλά και το καστ του David Duchovny, ενός οικείου προσώπου με πλούσιο τηλεοπτικό παρελθόν, οι θετικές πρώιμες εντυπώσεις ανατρέπονται, με τη σκηνοθεσία της εισαγωγικής σκηνής να είναι από τις πιο άχαρες που έχουν προβληθεί σε οθόνη οποιουδήποτε μεγέθους. Οι δύο πρώην εραστές συναντιούνται μετά από 25 χρόνια στην αίθουσα αναμονής ενός αεροδρομίου, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζεται αυτή η τυχαία συνάντηση ακολουθεί μια σύντομη μεν αλλά βεβιασμένη χορογραφία μιας άγαρμπης κάμερας καταδικασμένης να σχηματίζει καδραρίσματα άνευ σημασίας και στόχου στο ψυχρό και μεταλλικό περιβάλλον του αεροδρομίου, όσο κι αν γίνεται μια προσπάθεια να ντυθεί με χρώματα στα καθίσματα, ξύλινα έπιπλα και μοκέτες. Μίλια μακριά δηλαδή από τη χαρακτηριστική ζεστασιά των κλασικών ρομαντικών κομεντί.

Τα πράγματα δεν καλυτερεύουν όταν οι δύο -και μοναδικοί χαρακτήρες- της ταινίας ανοίγουν το στόμα τους. Η αμηχανία που νιώθουν μεταξύ τους αποτελεί κεντρικό κομμάτι του σεναρίου, αλλά η απόδοσή του στις ερμηνείες των δύο ηθοποιών αναδεικνύει συνεχώς την αίσθηση του άβολου που εντείνεται από το χαμόγελο που είναι μόνιμα κολλημένο στα πρόσωπά τους ακόμα και στις δραματικές τους στιγμές. Αποσπά αφενός από το να ακολουθήσεις τη ροή των διαλόγων που όχι μόνο βασίζονται υπερβολικά στην γκρίνια για τη σημερινή εποχή, αλλά φαντάζουν όλο και πιο ασύνδετοι όσο η πλοκή προχωράει, αφετέρου είναι ατελέσφορο να μιλήσουμε για εξέλιξη χαρακτήρων από τη στιγμή που η εντύπωση αυτή διαλύεται δημιουργώντας την εντύπωση ότι παρακολουθούμε bloopers από πρόβες. Φυσικά δεν το συγχέω με την περίπτωση μιας φυσικότητας στις ερμηνείες, αλλά ούτε και με την προσέγγιση του θεατρικού έργου στο οποίο η ταινία βασίζεται και που πιθανώς να ήταν μέσα στις προθέσεις του συγγραφέα. Κυρίως το αποδίδω στη Meg Ryan, που ερμηνεύοντας η ίδια σε όλες τις σκηνές, άφησε κενή τη θέση του επόπτη που όφειλε να είχε ως σκηνοθέτις, αδυνατώντας να καλιμπράρει την απόδοση των όσων καταγράφει η κάμερα στην οθόνη. Ατυχέστατο παρουσιάζεται και το εύρημα της φωνής που δίνει οδηγίες μέσω των μεγαφώνων του αεροδρομίου και καταλαμβάνει μια σουρεαλιστική θέση στην ιστορία όταν αρχίζει να απευθύνεται ευθέως στους δύο ήρωες.

Το “Τι Συνέβη Μετά” μόνο κατ’ επίφαση μπορεί να τοποθετηθεί στο είδος της ρομαντικής κομεντί, ακόμα και πλάι σε καλλιτεχνικά αποτυχημένες προσθήκες που τουλάχιστον έπιαναν κάποιους πόντους στο κομμάτι της ατμόσφαιρας. Η ταινία αυτή, με την απόλυτη αστοχία στην κινηματογράφηση και τις ερμηνείες, είναι καταδικασμένη να απογοητεύσει ακόμα και τους πιο σκληροτράχηλους λάτρεις της κομεντί. Ή μάλλον, κυρίως αυτούς.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *