West Side Story
- West Side Story
- 2021
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Μιούζικαλ, Νεανική, Χορευτική
- 09 Δεκεμβρίου 2021
Δεκαετία των 1950, Νέα Υόρκη. Οι “λευκοί” Τζετ και οι λατίνοι Σαρκ είναι δυο αντίπαλες συμμορίες. Η πρώτη αποτελείται από Νεοϋορκέζους ενώ η δεύτερη από πορτορικανούς μετανάστες. Ο Τόνι, ιδρυτής των Τζετ, ερωτεύεται τη Μαρία, αδελφή του αρχηγού των Σαρκ. Κι ενώ η μάχη για το ποιος θα πάρει τους δρόμους μαίνεται, οι δύο εραστές θα βρεθούν στη μέση της τραγωδίας.
Σκηνοθεσία:
Steven Spielberg
Κύριοι Ρόλοι:
Ansel Elgort … Tony
Rachel Zegler … Maria Vasquez
Ariana DeBose … Anita
David Alvarez … Bernardo Vasquez
Mike Faist … Riff
Josh Andres Rivera … Chino
Ana Isabelle … Rosalia
Corey Stoll … αστυνόμος Schrank
Brian d’Arcy James … αστυνομικός Krupke
Rita Moreno … Valentina
Curtiss Cook … Abe
Jamie Harris … Rory
Ben Cook … Mouthpiece
Maddie Ziegler … Velma
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tony Kushner
Παραγωγή: Kristie Macosko Krieger, Kevin McCollum, Steven Spielberg
Μουσική: Leonard Bernstein
Φωτογραφία: Janusz Kaminski
Μοντάζ: Sarah Broshar, Michael Kahn
Σκηνικά: Adam Stockhausen
Κοστούμια: Paul Tazewell
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: West Side Story
- Ελληνικός Τίτλος: West Side Story
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Γουέστ Σάιντ Στόρι (1961)
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: West Side Story των Jerome Robbins, Arthur Laurents.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ariana DeBose). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σκηνοθεσία, φωτογραφία, σκηνικά, κοστούμια και ήχο.
- Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Rachel Zegler) σε κωμωδία/μιούζικαλ, και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ariana DeBose). Υποψήφιο για καλύτερη ταινία (κωμωδία/μιούζικαλ) και σκηνοθεσία.
- Βραβείο Bafta δεύτερου γυναικείου ρόλου (Ariana DeBose) και κάστινγκ. Υποψήφιο για δεύτερο αντρικό ρόλο (Mike Faist), σκηνικά και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Μετά την κλασική ταινία του 1961, αυτή είναι η δεύτερη κινηματογραφική διασκευή του εξίσου κλασικού θεατρικού μιούζικαλ του Μπρόντγουεϊ από το 1957, που με τη σειρά του ήταν μια μοντέρνα παραλλαγή του Ρωμαίος και Ιουλιέτα.
- Η παραγωγή είχε πάρει το πράσινο φως από την 20th Century Fox από το 2014. Το 2017 όμως ήταν που γράφτηκε το σενάριο (με τον Tony Kushner να μένει πιστός στο αρχικό κείμενο του 1957), με τον Spielberg να αναλαμβάνει καθήκοντα τον επόμενο χρόνο, παρότι είχε επιδείξει ενδιαφέρον από την πρώτη στιγμή. Χρειάστηκε όμως η προσωρινή αναβολή του πέμπτου Indiana Jones ώστε ο Spielberg να μπορέσει να δουλέψει πρώτα πάνω σε αυτό.
- Αυτό είναι το πρώτο μιούζικαλ στη μακρά καριέρα του Steven Spielberg. Παρόλα αυτά, το κωμικό 1941 (του 1979) αρχικά ήταν σχεδιασμένο ως μιούζικαλ.
- Το 1996, η Walt Disney Pictures είχε κάνει μια πρώτη προσπάθεια για τη μεταφορά του Γουέστ Σάιντ Στόρι σε σύγχρονο αυτή τη φορά φόντο. Ο Bernardo Bertolucci είχε αναλάβει τη σκηνοθεσία, αλλά το σχέδιο δεν προχώρησε ποτέ.
- Η νέα Μαρία ερμηνεύεται από μια πρωτοεμφανιζόμενη, τη Rachel Zegler. Όταν απάντησε στο ανοιχτό κάλεσμα για το κάστινγκ, ήταν μόλις 16 ετών, και γνωστή μόνο μέσω του καναλιού της στο YouTube. Εντέλει επιλέχτηκε ανάμεσα σε 30.000 αιτήσεις. Πολύ πριν ακόμα το φιλμ κάνει πρεμιέρα, ήδη είχε βρει κι έναν δεύτερο ρόλο, αυτή τη φορά στο Shazam! Fury of the Gods.
- Φήμες ήθελαν τις Emma Stone, Kristen Bell και Jennifer Lawrence υποψήφιες για το καστ.
- Οι χορογραφίες ανήκουν στον Justin Peck, που το 2018 βραβεύτηκε με Tony για τη δουλειά του στο θεατρικό Rodgers and Hammerstein’s Carousel.
- Πέρα από τη συμμετοχή της Rita Moreno (που συνυπάρχει και στην παραγωγή), ο Harvey Evans και ο Bert Michaels, μέλη των Jets από την ταινία του 1961, συμμετέχουν εδώ ως κομπάρσοι.
- Γυρίσματα έγιναν σε διάφορες περιοχές της Νέας Υόρκης, όπως το Χάρλεμ, το Μανχάταν και το Μπρούκλιν. Ακολούθησαν 10 ημέρες σε ανοιχτό στούντιο στο Νιου Τζέρσεϋ, αλλά και κάποια πρόσθετα στο Νιούαρκ. Τα γυρίσματα ολοκληρώθηκαν μέσα σε 79 ημέρες, ένας μικρός αριθμός για τέτοια παραγωγή.
- Το teaser-trailer είχε την τιμή να κάνει πρεμιέρα κατά το telecast της απονομής των 93ων βραβείων Όσκαρ, με τη Rita Moreno αργότερα να προλογίζει το βραβείο καλύτερης ταινίας.
- Η 20th Century είχε προγραμματίσει να βγει η ταινία τον Δεκέμβριο του 2020, αλλά η πανδημία όχι μόνο την πήγε έναν χρόνο μετά, αλλά με αυτό συνέπεσε με την 60ή επέτειο από την κυκλοφορία της ορίτζιναλ ταινίας.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Ο David Newman διασκεύασε την αυθεντική μουσική του Leonard Bernstein, με τον Gustavo Dudamel να διευθύνει τη φιλαρμονική της Νέας Υόρκης. Η διάσημη Jeanine Tesori διετέλεσε χρέη φωνητικού κόουτς.
- Δεν γράφτηκε κανένα νέο κομμάτι ειδικά για αυτή τη διασκευή, ενώ το ίδιο το καστ είναι που ερμηνεύει όλα τα τραγούδια.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 8/12/2021
Η πρόσφατη κινηματογραφική βιομηχανία μάς έχει δώσει αμέτρητα δικαιώματα για να είμαστε καχύποπτοι με τα ριμέικ, ειδικά όταν πρόκειται για αριστουργήματα της έβδομης τέχνης. Μόνο που όταν μιλάμε για περιπτώσεις κορυφαίων σκηνοθετών όπως ο Steven Spielberg, η καχυποψία μετατρέπεται σε ενθουσιώδη ανυπομονησία, και στην προκειμένη περίπτωση δεν διαψευστήκαμε καθώς το νέο “West Side Story” είναι ένα σύγχρονο επίτευγμα που καταφέρνει να σε πείσει ότι το βλέπεις για πρώτη φορά!
Η ταινία προς τιμήν της δεν προβαίνει σε σεναριακές παρασπονδίες σε σχέση με το πρωτότυπο θεατρικό κείμενο, στην πραγματικότητα είναι πιο πιστό από την ταινία του 1961 όσον αφορά τη σειρά των γεγονότων, με την εξαίρεση της Rita Moreno στον ρόλο ενός αρχικά αντρικού χαρακτήρα που κατορθώνει όμως να ενθουσιάσει με την καταιγιστική παρουσία της και με το τραγούδι-έκπληξη που ερμηνεύει. Ο σεναριογράφος Tony Kushner δεν νιώθει την ανάγκη να παραβιάσει το υλικό που διασκευάζει, και επιτυγχάνει να το σφιχτοδέσει κινηματογραφικά πασπαλίζοντάς το με αδιόρατα σημάδια του συγγραφικού του ύφους. Οι όποιες διακριτικές προσθήκες γίνονται ιδιαίτερα προσφιλείς κάνοντας πιο πιστευτό σε ρεαλιστικούς όρους το καταραμένο ρομάντζο των πρωταγωνιστών, ενώ η προϊστορία που αναθέτει στα μέλη των συμμοριών εξυψώνουν την μετέπειτα συντριβή τους στη συναισθηματική εμπλοκή του θεατή. Πολλά σεναριακά στοιχεία βοηθούν την ταινία να ξεχωρίσει ως μια δημιουργία μεγαλύτερης προοπτικής από μια ρομαντική ιστορία, μιλώντας για την εμπειρία της μετανάστευσης μέσα από τη ματιά ανθρώπων εντός κι εκτός των συνόρων, όπως το διεθνές καστ και οι ισπανικοί διάλογοι που μένουν αμετάφραστοι στους υπότιτλους χαρίζοντας έξτρα αυθεντικότητα.
Αυτό που γίνεται σαφές εδώ είναι πως η ταινία δεν αποτελεί αυτό που αντιλαμβανόμαστε με τον όρο ριμέικ, αντ’ αυτού δίνει την αίσθηση μιας επαναπροσέγγισης ενός κλασικού έργου υπό τη ματιά ενός διαφορετικού δημιουργού, όπως θα γινόταν αντίστοιχα σε μια θεατρική αναβίωση. Το εκπληκτικό είναι πως ενώ φαινομενικά ο Spielberg πατά στα ίδια χνάρια με τον Robert Wise, όπως για παράδειγμα η δεκαετία του 1950, η δράση που εκτυλίσσεται στους δρόμους της Νέας Υόρκης και όχι σε στούντιο, τα μουσικά νούμερα που μοιάζουν με ένα άλλοτε κωμικό και άλλοτε τραγικό παιχνίδι ανάμεσα στους χαρακτήρες, το αποτέλεσμα που παραδίδει απέχει παρασάγγας, με πιο τρανταχτό παράδειγμα τις χορογραφίες, τόσο κοντά στη λογική αυτών του Jerome Robbins και όμως τόσο μακριά στον σχεδιασμό τους. Κάθε ομοιότητα που παρατηρούμε, κρύβει μέσα της άλλη τόση διαφορά.
Σπουδαία δουλειά επίσης έχει γίνει στη διανομή με ανερχόμενα νεανικά πρόσωπα. Η Rachel Zegler δίνει μια ερμηνεία που κόβει την ανάσα, ενώ την παράσταση κλέβουν σίγουρα η Ariana DeBose, ο Mike Faist και ο David Alvarez που χαρίζει πρωτόγνωρο βάθος και ανθρωπιά στον ρόλο του, αφήνοντας ειρωνικά τον Ansel Elgort, το μόνο μεγάλο όνομα του καστ, να φαίνεται λίγος με τα περιορισμένα εκφραστικά μέσα που επιδεικνύει.
Παρά τις ιστορικές καταβολές του, καμία σύγκριση δεν ευδοκιμεί εδώ καθώς αυτό το “West Side Story” είναι ένα πανέμορφο φιλμ, αρκετά φρέσκο και διαφορετικό ώστε να στέκεται από μόνο του, που μιλά για μια τραγική μεν ελπιδοφόρα δε ιστορία για τη φτώχεια, την προκατάληψη και τη δύναμη της αγάπης, που σε προσκαλεί να την τραγουδήσεις και να τη χορέψεις, και να αισθάνεσαι καλά γι’ αυτό.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 14/1/2022
Οι Jets και οι Sharks είναι δύο αντίπαλες συμμορίες που μάχονται για την κυριαρχία των δρόμων του Upper West Side του Μανχάταν. Οι μεν απαρτίζονται από λευκούς, οι δε από Πορτορικανούς, αμφότεροι όμως από εφήβους. Μέσα σε αυτό το πολεμικό πλαίσιο, ο Τόνι, μετανοημένο πρώην μέλος των Jets που τελεί σε αναστολή για ένα βίαιο έγκλημα γνωρίζει τη Μαρία, αδερφή του ηγέτη των Sharks. Οι δύο νεαροί ερωτεύονται μέσα σε αντίξοες συνθήκες, αλλά ο έρωτάς τους αδυνατεί να ξεφύγει από τα δεσμά της αντιπαλότητας των συμμοριών.
Η θέση της πρώτης διασκευής του πολυαγαπημένου μιούζικαλ του Broadway είναι εγνωσμένη στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά. Το «West Side Story» των Ρόμπερτ Γουάιζ και Τζερόμ Ρόμπινς απέσπασε στην εποχή του δέκα Όσκαρ και αποτέλεσε μία κορυφή για το genre, στην κλασικού τύπου εκδοχή του τουλάχιστον. Πολλά από τα τραγούδια του Λέοναρντ Μπερνστάιν, σε στίχους Στίβεν Σοντχάιμ, καταλαμβάνουν κορυφαίες θέσεις στον κατάλογο με τα πιο αναγνωρίσιμα musical songs που ακούστηκαν ποτέ. Οι αναφορές στο σκοτεινό αστικό σύμπαν της ταινίας βρίσκονται παντού, ακόμα και στα παροιμιώδη βίντεο κλιπ του Μάικλ Τζάκσον στη δεκαετία του 1980. Βέβαια, σταδιακά πληθαίνουν και οι αναθεωρητικές φωνές που μιλούν για προβληματική αναπαραγωγή πολιτικών και φυλετικών στερεοτύπων, μολονότι ακόμα και όσοι εκφράζουν τέτοιου είδους ενστάσεις κατά βάση δεν αρνούνται το μεγαλείο που χαρακτηρίζει τα μουσικά και χορευτικά νούμερα της ταινίας.
Ο Σπίλμπεργκ, εξήντα χρόνια μετά την ταινία των Γουάιζ/Ρόμπινς, καλείται να διαχειριστεί μία κληρονομιά που απειλεί ποικιλοτρόπως το πόνημά του με εκτροχιασμό. Αντί μίας εκ βάθρων διαφορετικής ανακατασκευής ή μίας σύγχρονης μεταγραφής του φιλμικού κειμένου, ο πολύπειρος δημιουργός πατά σθεναρά στις ράγες του αρχικού υλικού το οποίο διασκευάζει. Το σενάριο του Τόνι Κούσνερ δεν επιχειρεί να «διορθώσει» ή να θέσει τις τυχόν προβληματικές όψεις της λαογραφικής απεικόνισης των Πορτορικανών μεταναστών σε ένα σύγχρονο πλαίσιο. Αντίθετα, ακολουθεί μία κλασικού τύπου αφήγηση, η οποία κεντράρει στη σεξπηρική ιστορία και αναπτύσσει, όπως και στην προηγούμενη διασκευή, το πλαίσιο εντός του οποίου είναι καταδικασμένη να εκτυλιχθεί.
Φυσικά, οι επιλογές αυτές οδηγούν νομοτελειακά στην κατασκευή ενός παλιομοδίτικου μιούζικαλ που δύσκολα ευδοκιμεί στις αίθουσες του 2021. Θα ήταν άδικο να χρεώσουμε οποιαδήποτε διάθεση βεβιασμένου εκμοντερνισμού στον Σπίλμπεργκ ∙ άλλωστε, ο φυλετικός/εθνολογικός εξορθολογισμός του καστ αποβαίνει σαφώς και αβίαστα υπέρ της ταινίας, σε σχέση με την κραυγαλέα αντινομία που παρατηρούνταν στον ρόλο της Πορτορικανής Μαρία, τον οποίο ενσάρκωνε στην προηγούμενη εκδοχή η ρωσικής καταγωγής Νάταλι Γουντ. Τούτο βέβαια δε σημαίνει ότι η σκιά του Τζορτζ Τσακίρης και της Ρίτα Μορένο δεν πέφτει βαρύτατη πάνω στους αντίστοιχους ρόλους, ακόμα και αν η τελευταία παρίσταται εδώ συγκινητικά αλλά και με ερμηνευτική αρτιότητα σε έναν καίριο ρόλο. Κατά τα λοιπά, όλα τα μοντέρνα στοιχεία προκύπτουν ακραιφνώς από το πρωτότυπο υλικό ∙ ο Σπίλμπεργκ απλώς βρίσκει -όπως πάντα- τον τρόπο να τα αναδείξει με χάρη.
Ο δημιουργικός σεβασμός απέναντι στο πρωτότυπο υλικό και την κεφαλαιώδους σημασίας πρώτη του διασκευή, βέβαια, θα μπορούσε να εξαλείψει τον λόγο ύπαρξης της δεύτερης αυτής κινηματογραφικής ανάγνωσης. Ο Σπίλμπεργκ προσπερνά άνετα και αυτόν τον σκόπελο δίνοντας τον προσωπικό του στίγμα με διττό τρόπο. Αρχικά, ενώ διατηρεί σχεδόν ακέραιη την πρόζα, δημιουργεί ολότελα νέα νούμερα. Με τα τραγούδια και τους στίχους ανέγγιχτα, οι συνθήκες εντός των οποίων τα θέτει, από κοινού με τον χορογράφο Τζάστιν Πεκ, μαρτυρούν αυτοπεποίθηση και αναβλύζουν ενέργεια. Παρότι η σύγκριση με τις αντίστοιχες επιλογές των Γουάιζ και Ρόμπινς είναι αναπόφευκτη και αποβαίνει συνολικά μάλλον υπέρ αυτών, στην προκείμενη ταινία αφθονεί η φαντασία, ενώ τα σπουδαία τραγούδια παραμένουν το σημαντικότερο ατού του όλου εγχειρήματος.
Κυριότερα, ωστόσο, ο Σπίλμπεργκ παίρνει τη δράση -μουσική και μη- και την τοποθετεί στους Νεϋορκέζικους δρόμους, αξιοποιώντας έτσι στο έπακρο τις δυναμικές της ιστορίας. Ήδη από την εισαγωγική σεκάνς, στο νέο «West Side Story» οι ταξικές προεκτάσεις και οι ομοιότητες των δύο αντιμαχόμενων ομάδων είναι περισσότερο έκδηλες, ενώ η γειτονιά που αποτελεί το τρόπαιο αυτού του αγώνα ζωής και θανάτου είναι μία συλλογή από χαλάσματα. Κινηματογραφημένοι ανάμεσα στα ερείπια, οι δρόμοι της περιοχής είναι έτοιμοι να παραδοθούν στην επέλαση του gentrification, να αναπλαστούν και εξευγενισμένοι να προορίζονται πλέον προς κατοίκηση από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Σε αυτή την οπτική, αυτή η διαμάχη μέχρις εσχάτων των συμμοριών θυμίζει ένα ρέκβιεμ για μια περιοχή που πρόκειται σύντομα να εκδιώξει τόσο τους μεν όσο και τους δε.
Έπειτα είναι και η γνωστή βιρτουοζιτέ του δημιουργού η οποία τόσο αρμονικά εντάσσεται στην ορμητικά παιγνιώδη διάθεση αυτού του νέο-κλασικού μιούζικαλ. Ο τρόπος που χρησιμοποιεί τα κοστούμια και τα σκηνικά για να υπογραμμίσει τις ψευδεπίγραφες αντιθέσεις των αντιμαχόμενων (η σεκάνς του χορού είναι σπουδαία), οι αντικατοπτρισμοί των ηρώων ακόμα και μέσα στις λακκούβες των δρόμων, η γειτονιά που μοιάζει να διαστέλλεται για να χωρέσει την όρεξη της Ανίτα για ζωή στο λατρεμένο «America». Η σφραγίδα του Στίβεν Σπίλμπεργκ είναι φαρδιά πλατιά στην ταινία, ενώ το γεγονός ότι το πρώτο του μιούζικαλ είναι τόσο καλοκουρδισμένο δε θα πρέπει να μας εκπλήσσει. Ο ίδιος, άλλωστε, ήθελε πάντοτε να γυρίσει μία ταινία που να μοιάζει με τα κλασικά μιούζικαλ που κυριαρχούσαν στις αίθουσες όταν αυτός μεγάλωνε. Ευτυχώς, το δικό του «West Side Story» είναι ακριβώς αυτό: ένα υπέροχο παλιομοδίτικο έργο.
Συνολικά, το φιλμ του Σπίλμπεργκ είναι λιγότερο τραχύ από ό,τι προτείνει το ίδιο το αρχικό υλικό, με τον τόνο του ελαφρώς πιο χαρωπό και τα μέλη των συμμοριών να διατηρούν την εφηβική τους όψη. Είναι όμως αρμονικό και απολύτως αρραγές στο ρυθμό του, μία τέλεια κατασκευή. Αναγνωρίζοντας τη δύναμη της δουλειάς του Μπερνστάιν στη μουσική και του Σόντχαϊμ στο λιμπρέτο, η οποία δεσπόζει επί του συνόλου, ο Αμερικανός δημιουργός διακρίνει τη λεπτή διαχωριστική γραμμή που στέκει ανάμεσα στο «επίκαιρο» και στο «επικαιροποιημένο» και αγκαλιάζει ολόψυχα το πρώτο, χωρίς να αποφεύγει το απαραίτητο διακριτικό ρετουσάρισμα. Παρότι η ταινία δείχνει να δυσκολεύεται εμφανώς να βρει το κοινό της, συνιστά μία σεβαστή προσθήκη στη θρυλικών διαστάσεων φιλμογραφία του ανθρώπου που σημάδεψε όπως κανείς το δημοφιλές αμερικανικό σινεμά.
Βαθμολογία:
Είδα ότι δεν πήγαν πολλοί να το δουν στην Ελλάδα. Αυτοί έχασαν!
Εκπληκτική! Σκέτη μαγεία!