Μια Τετάρτη 9 του Μαΐου, ο Τζαγιάλ Αστιγιανί, ένας δάσκαλος, προσφέρεται να δώσει ένα πολύ σημαντικό ποσό σε κάποιον που να το έχει αληθινά ανάγκη, αλλά και να αξίζει να το πάρει. Η αγγελία του σε εφημερίδα της Τεχεράνης ενθαρρύνει πολλούς να έρθουν στο γραφείο του και να προσπαθήσουν να τον πείσουν ότι είναι άξιοι για το ποσό. Όμως, τόσο αυτός όσο και η αστυνομία έχουν πλέον να αντιμετωπίσουν ένα ολοένα και μεγαλύτερο πλήθος “υποψηφίων”. Και πώς αλήθεια θα μπορέσει ο δάσκαλος να βγάλει μια τέτοια απόφαση;
Σκηνοθεσία:
Vahid Jalilvand
Κύριοι Ρόλοι:
Amir Aghaee … Jalal Ashtiyani
Niki Karimi … Leila
Vahid Jalilvand … Ali
Borzou Arjmand … Esmaeel
Sahar Ahmadpour … Setareh
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Vahid Jalilvand, Hossein Mahkam, Ali Zarnegar
Παραγωγή: Ali Jalilvand, Mohammad Hossein Latifi
Μουσική: Karen Homayunfar
Φωτογραφία: Morteza Poursamadi
Μοντάζ: Vahid Jalilvand, Sepehr Vakili
Σκηνικά: Babak Karimi-Tari
Κοστούμια: Babak Karimi-Tari
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Chaharshanbeh, 19 Ordibehesht
- Ελληνικός Τίτλος: Μια Τετάρτη του Μαΐου
- Διεθνής Τίτλος: Wednesday, May 9
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Niki Karimi και Sahar Ahmadpour) στο φεστιβάλ της Μπρατισλάβας.
- Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Ρέικιαβικ.
- Βραβείο FIPRESCI για το τμήμα Ορίζοντες του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Ντεμπούτο στον κινηματογράφο για τον Vahid Jalilvand.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 21/9/2021
Δύο μόλις χρόνια πριν από την έξοχη «Περίπτωση Συνείδησης», ο Vahid Jalilvand κάνει ένα δυνατό ξεκίνημα που αποδεικνύει περίτρανα πως διαθέτει τις βάσεις για να φτάσει σε μεγάλα καλλιτεχνικά ύψη. Από την εκκίνηση της δράσης, με την κάμερα να παρατηρεί με προσοχή τα πρόσωπα ενός πλήθους που περιμένει ταλαιπωρημένο και γεμάτο αγωνία, γίνονται απόλυτα κατανοητές οι δημιουργικές προθέσεις του κινηματογραφιστή.
Ακολουθώντας τη σχολή Farhadi, που διαθέτει έναν ουμανισμό πάνω από οποιοδήποτε άλλο χαρακτηριστικό και που βάζει σε πρώτο πλάνο το ατομικό δράμα κι εμμέσως χτίζοντας έτσι κι ένα κοινωνικοπολιτικό σχόλιο, παραδίδει ένα στιβαρό φιλμ, που χειρίζεται με δεξιοτεχνία τις εντάσεις του, οι οποίες «σιγοβράζουν» όσο εξελίσσεται η πλοκή κι «εκρήγνυνται» σε στρατηγικά σημεία, ενώ αξιοποιεί κατάλληλα και τον χρόνο που έχει διαθέσιμο για να αναπτύξει σωστά τους χαρακτήρες του. Η προβληματική περιστρέφεται μεν γύρω από τη ματαιότητα του concept της ελεημοσύνης, ειδικά στην περίπτωση που αφορά τους ανθρώπους μια πολιτείας που πνίγεται από την αδικία συνολικά, αλλά δεν μένει μονάχα εκεί, θίγοντας μια ποικιλία ζητημάτων όσο προχωράει η ιστορία. Βέβαια, όπως συμβαίνει και στην επόμενη δημιουργία του, εντοπίζονται σημεία που κάνουν «κοιλιά» και αποδυναμώνουν λίγο το τελικό αποτέλεσμα. Ίσως, επίσης, να μπορούσε κανείς να προσάψει στον σκηνοθέτη έναν κάπως απότομο επίλογο, που δεν αφήνει κάποια ώρα στον θεατή για να αναλογιστεί όλες τις συνέπειες της τελικής απόφασης του πρωταγωνιστή. Αυτά τα μειονεκτήματα δεν αποτρέπουν όμως το «Μια Τετάρτη του Μαΐου» από το να συμπεριληφθεί σε μια μεγάλη λίστα αξιόλογων ταινιών των τελευταίων ετών που προσφέρουν μια διεξοδική ματιά του σύγχρονου Ιράν στον θεατή που θα τις επιλέξει. Ειδικά ο τρόπος με τον οποίο το σενάριο αφουγκράζεται προσεκτικά τον ψυχισμό της γυναίκας και, κυρίως, τις πολλές δυσκολίες που αντιμετωπίζει εντός των ασφυκτικών πλαισίων της συγκεκριμένης χώρας και το πώς η καταπίεση αυτή, που υφίσταται από ένα μοντέλο όχι μόνο πατριαρχικό αλλά και αντιδραστικά οπισθοδρομικό, εσωτερικεύεται επώδυνα, μαρτυρά έναν συνειδητοποιημένο δημιουργό που θέτει συγκεκριμένα ερωτήματα και αποφεύγει την αοριστολογία, κοιτάζοντας κατάματα την πραγματικότητα της κοινωνίας στην οποία συμμετέχει ο ίδιος.
Όπως και οι περισσότεροι κινηματογραφιστές της γενιάς του από το Ιράν, ο Jalilvand υιοθετεί ένα προσγειωμένο, απαλλαγμένο από περιττές αισθητικές πινελιές σκηνοθετικό ύφος, που επικεντρώνει την προσοχή του στον ηθοποιό και κοιτάζει δευτερευόντως την οπτική σύνθεση του κάδρου. Συμπάσχει με τους ήρωές του, παρακολουθεί τις προσωπικές τους διαδρομές χωρίς να δίνει την αίσθηση ότι «αρμέγει» φτηνά το συναίσθημα, αποφεύγοντας με χάρη τους μελοδραματισμούς. Σκιαγραφεί απαισιόδοξα και με λεπτομέρεια ένα δίκτυο διαπροσωπικών σχέσεων αποτελούμενο από ψυχικά τραυματισμένα άτομα, που έχουν βιώσει όλα λιγότερο ή περισσότερο τη σκληρότητα του κράτους στο οποίο ανήκουν. Εμμέσως τονίζεται ότι ακόμη και τα πρόσωπα που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως θύτες βίας, σωματικής ή ψυχολογικής (ο κακοποιητικός ξάδερφος της νεαρής Setareh και η καταπιεστική θεία της, μεταξύ άλλων), ουσιαστικά είναι και αυτά θύματα ενός συστήματος που τα καλλιεργεί έτσι ώστε να συνεχίζουν να αναπαράγουν στο διηνεκές τις παραστάσεις που το ίδιο επιθυμεί για τη συντήρησή του. Είναι τόσο αποπνικτική η πραγματικότητα που αναπαρίσταται, που ακόμη και οι εν δυνάμει λυτρωτικές παράμετροι του φινάλε αφήνουν την επίγευση μιας πυρείου νίκης, η οποία είναι καταδικασμένη να ξεχαστεί μέσα σε έναν ωκεανό ηθικά κολάσιμων πράξεων που θα εξακολουθήσουν να συμβαίνουν ακόμη και μετά από αυτή τη φαινομενική «ηλιαχτίδα» της χειρονομίας αυτής, από τον ανώτερο κρατικό λειτουργό μέχρι τον πιο περιθωριακό κακοποιό.
Σημαντική είναι και η προσφορά της πλειοψηφίας των ηθοποιών, με ερμηνείες που είναι εξαιρετικά οξυδερκείς στο να αποτυπώσουν ρεαλιστικά συγκεκριμένες συναισθηματικές καταστάσεις, και οι οποίες είναι πολύ πιθανό να αδικηθούν από ένα «δυτικότροπα» σκεπτόμενο κοινό που ψάχνει συνήθως το οσκαρικό και το αβανταδόρικο στοιχείο στο πώς θα υποδυθεί κάποιος έναν ρόλο. Από τη μεστή, ευγενική παρουσία του Amir Aghaee, που σχεδόν πάντοτε όμως υποδηλώνει έναν ψυχικό πόνο κάτω από την επιφάνεια, μέχρι τη θλίψη της Niki Karimi που διαγράφεται ξεκάθαρα μέσα από τις εκφράσεις του προσώπου της, και την αυθεντικότητα της απόγνωσης της Sahar Ahmadpour, που αποδίδει με αξιοσημείωτη ευστοχία την εσωτερική αλλαγή ενός νέου ατόμου όταν συνειδητοποιεί την αλήθεια του κόσμου που το περιβάλλει, όλοι συνεισφέρουν με την ενσάρκωση των χαρακτήρων που έχουν αποτυπωθεί στο χαρτί.
Κι ενώ θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως τα όσα λέγονται εδώ έχουν καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό στο παρελθόν από την κινηματογραφία της χώρας παραγωγής του φιλμ, αυτή η επιπρόσθετη μαρτυρία έχει την αδιαμφισβήτητη αξία της, και πολιτικά και σινεφιλικά.
Βαθμολογία: