Η Νανά είναι πωλήτρια σε κατάστημα δίσκων. Αντιμετωπίζοντας οικονομικά προβλήματα, εγκαταλείπει τόσο τον σύντροφό της όσο και τη δουλειά της, κι αρχίζει να εκπορνεύεται. Αναζητώντας την ευτυχία μακριά από τον σύζυγο και το παιδί της, βρίσκει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας στα πεζοδρόμια του Παρισιού.

Σκηνοθεσία:

Jean-Luc Godard

Κύριοι Ρόλοι:

Anna Karina … Nana Kleinfrankenheim

Sady Rebbot … Raoul

Andre S. Labarthe … Paul

Guylaine Schlumberger … Yvette

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean-Luc Godard

Παραγωγή: Pierre Braunberger

Μουσική: Michel Legrand

Φωτογραφία: Raoul Coutard

Μοντάζ: Jean-Luc Godard, Agnes Guillemot

Κοστούμια: Christiane Fageol

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Vivre Sa Vie: Film en Douze Tableaux
  • Ελληνικός Τίτλος: Ζούσε τη Ζωή της
  • Διεθνής Τίτλος: My Life to Live
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Vivre Sa Vie

Σεναριακή Πηγή

  • Βιβλίο: Ou en est la Prostitution του Marcel Sacotte.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας. Μέγα βραβείο επιτροπής.

Παραλειπόμενα

  • Γυρίστηκε μέσα σε 4 βδομάδες, με κόστος μόλις 40 χιλιάδες δολάρια.
  • Το αρχικό σενάριο δεν ξεπερνούσε τη μία σελίδα. Ήταν απλά μια λίστα με την ακολουθία των σκηνών. Οι ίδιοι οι ηθοποιοί ήταν που επέλεγαν το κείμενο, κάθε φορά που ξεκινούσε να γυρίζεται μια σκηνή.
  • Ο Godard προσεγγίζει με τον σινεφιλισμό της Νουβέλ Βαγκ το ντοκιμαντέρ, που τότε είχε γίνει της μόδας. Η σαφής διαφορά με τις άλλες ταινίες του γαλλικού νέου κύματος ήταν ότι ο διευθυντής φωτογραφίας Raoul Coutard χρησιμοποιεί μια βαριά κάμερα Mitchell, αντί των ελαφριών που είχαν καθιερωθεί για την ευελιξία τους.
  • Πέρα από την αναφερόμενη επιρροή από το βιβλίο του ανακριτή ειρηνοδίκη Marcel Sacotte πάνω στη σύγχρονη πορνεία, αρκετοί μιλούν για επιρροή από τη ανάλυση του Bertolt Brecht περί “επικού θεάτρου”, η οποία και είχε εκδοθεί στο περιοδικό Cahiers du Cinema λίγο πριν ξεκινήσει η παραγωγή. Στο περιοδικό αυτό έγραφε συχνά άρθρα κι ο Godard. Επίσης, ορατές είναι οι επιρροές από έργα των Montaigne, Baudelaire, Zola και Edgar Allan Poe, αλλά και ταινίες των Robert Bresson, Jean Renoir και Carl Dreyer.
  • Τα μαλλιά της Νανά παραπέμπουν σε αυτά της Louise Brooks από το κλασικό φιλμ Κουτί της Πανδώρας, όπου κι εκεί η ηρωίδα στρέφεται στη πορνεία.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Σε μια σκηνή, ένας άντρας, του οποίου το όνομα δεν υπάρχει στους τίτλους, επιλέγει το τραγούδι Ma Mome στο τζουκ-μποξ. Αυτός δεν είναι άλλος από τον Jean Ferrat, που έκανε επιτυχία ερμηνεύοντας το συγκεκριμένο κομμάτι.

Κριτικός: Σοφία Γουργουλιάνη

Έκδοση Κειμένου: 2/6/2021

Σε μια εποχή έξαρσης νέων κινηματογραφικών φορμών (και ίσως ειδών), η γαλλική Νουβέλ Βαγκ κατάφερε να αναζωπυρώσει την πίστη του κοινού των ‘60s στην παρθενογένεση, επανεφευρίσκοντας σχεδόν ολόκληρη την 7η τέχνη.

Πιστός, εδώ, στην έλλειψη σαφούς αφηγηματικού ιστού, στον χαμηλό προϋπολογισμό και στις υπαρξιακές αναζητήσεις, ο Γκοντάρ υπέγραψε την ιστορία μιας γυναίκας που οδηγείται στην πορνεία ως μοναδικό μέσο αξιοπρεπούς διαβίωσης στο Παρίσι εκείνης της εποχής. Η τότε σύζυγος του Γκοντάρ, Άννα Καρίνα, μετατρέπεται σε απόλυτο σύμβολο της αδυναμίας επικοινωνίας του ανθρώπου με τον άνθρωπο και με την πόλη. Δημιουργώντας μια ηρωίδα αποστασιοποιημένη από την τραγικότητα της φτώχειας κι αποξενωμένη από τις ίδιες της τις επιθυμίες, ο σκηνοθέτης επιχειρεί, μέσα από 12 διαφορετικές στιγμές της γυναίκας, να δημιουργήσει το αρχέτυπο της απουσίας διαπροσωπικής ενσυναίσθησης, ανθρώπινης ευαισθησίας κι αστικής επικοινωνίας. Η Καρίνα μοιάζει να κινείται από τοποθεσία σε τοποθεσία κι από ιστορία σε ιστορία σαν αστικό πλην άψυχο φάντασμα. Κι η κάμερα του Γκοντάρ την ακολουθεί κατά πόδας κινηματογραφώντας κινήσεις κι αισθήσεις, και μετατρέποντας μας σε ηδονοβλεπτικούς συνενόχους μιας εκούσιας καθόδου. Το Παρίσι, ακολουθώντας τη βέβαιη ασχήμια της καθόδου, μοιάζει ιδανικό σκηνικό μιας ζωής που σταμάτησε ακούσια ν’ αναζητά τον εαυτό της, κι ηθελημένα να εγκαταλείπει όνειρα και προσδοκίες. Κι αν λοιπόν το περίφημο «We will always have Paris» ακούγεται, ακόμα, σαν υπόσχεση ουτοπίας, ο Γκοντάρ εδώ χαρίζει μια γερή σφαλιάρα στην πόλη του φωτός, κατηγορώντας ευθέως τα πάσης φύσης φώτα και τις πόλεις του δυτικού (μας) κόσμου.

Κι αν η επανάσταση της Νουβέλ Βαγκ είναι σαφής και η προσφορά της αδιαμφισβήτητη, εδώ έχουμε να κάνουμε με μια ταινία που μοιάζει να θυσιάζει την ψυχή της στον βωμό ενός κάποιου ελιτισμού. Η επιλογή του Γκοντάρ να ποντάρει στο συναίσθημα της απόλυτης αποστασιοποίησης μπροστά στην επερχόμενη καταστροφή τον γλιτώνει από αναίτιες μελοδραματικές κορώνες, καταλήγοντας όμως συχνά στην απόλυτη αδυναμία ταύτισης του κοινού με τα τεκταινόμενα, και σε ένα θέαμα βαθιά -και αποκλειστικά- εγκεφαλικό.

Συμπερασματικά, πρόκειται για μια ταινία σήμα κατατεθέν ενός ρεύματος που άλλαξε την ιστορία του κινηματογράφου, αλλά δεν διατηρεί μέχρι σήμερα την απολυτότητα αυτής της ορμής.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

20 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *