Το Στέμμα των Ινδιών
- Viceroy's House
- Partition: 1947
- 2017
- Ινδία, Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Παντζάμπι, Ινδικά
- Δραματική, Εποχής, Ιστορική
- 03 Αυγούστου 2017
Ο Οίκος των Βίκεροϊ στο Δελχί ήταν η μεγαλεπήβολη έπαυλη από όπου οι Βρετανοί εξουσίαζαν τους Ινδούς. Για έξι μήνες το 1947, ο λόρδος Μάουντμπατεν παρέδωσε τον οίκο στον τελευταίο Βίκεροϊ, μια και η Ινδία επέστρεφε στους κατοίκους της. Ο Μάουντμπατεν ζούσε στα πάνω διαμερίσματα με τη σύζυγο και την κόρη του. Στα κάτω ζούσαν 5.000 Ινδουιστές, Μουσουλμάνοι και Σιχ υπηρέτες. Καθώς η πολιτική ελίτ ξεκινούσε τη μεγάλη λογομαχία πάνω στην ανεξαρτησία της Ινδίας και τον διαμελισμό της σε κομμάτια, η διαμάχη εξαπλώθηκε και εντός Οίκου. Σε αυτή τη συγκεκριμένη ιστορική στιγμή, στην οποία χρειάζονταν κατανόηση, μια καταστροφική απόφαση πάρθηκε και η οποία ακόμα και σήμερα συνεχίζει να συνταράσσει τον κόσμο.
Σκηνοθεσία:
Gurinder Chadha
Κύριοι Ρόλοι:
Hugh Bonneville … λόρδος Louis Mountbatten
Gillian Anderson … λαίδη Edwina Mountbatten
Manish Dayal … Jeet Kumar
Huma Qureshi … Aalia Noor
David Hayman … Ewart
Michael Gambon … λόρδος Lionel ‘Pug’ Ismay
Simon Callow … Cyril Radcliffe
Lily Travers … Pamela Mountbatten
Om Puri … Ali Rahim Noor
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Paul Mayeda Berges, Gurinder Chadha, Moira Buffini
Παραγωγή: Paul Mayeda Berges, Gurinder Chadha, Deepak Nayar
Μουσική: A.R. Rahman
Φωτογραφία: Ben Smithard
Μοντάζ: Valerio Bonelli, Victoria Boydell
Σκηνικά: Laurence Dorman
Κοστούμια: Keith Madden
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Viceroy’s House
Ελληνικός Τίτλος: Το Στέμμα των Ινδιών
Εναλλακτικός Τίτλος: Partition: 1947 [Ινδία]
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Freedom at Midnight των Larry Collins, Dominique Lapierre.
- Βιβλίο: The Shadow of the Great Game: The Untold Story of Partition του Narendra Singh Sarila.
Παραλειπόμενα
- Η σκηνοθέτις απάντησε σε επικρίσεις που επισήμαναν τον ανορθόδοξο τρόπο που διαβάζει η ταινία την ιστορία, λέγοντας ότι βασίστηκε στο βιβλίο του Narendra Singh Sarila, το οποίο με τη σειρά του βασίστηκε σε μυστικά αρχεία που βρέθηκαν στην εθνική βιβλιοθήκη της Βρετανίας.
- Πρώτη ταινία που προβάλλεται στη Μεγάλη Βρετανία σε δύο διαφορετικές εκδοχές γλωσσών, η μία στα Αγγλικά και η άλλη στα Ινδικά.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 2/8/2017
Η Gurinder Chadha, που είχε παραδώσει με το “Bend It Like Beckham” το 2002 ένα χαριτωμένο κοριτσίστικο παραμυθάκι με χαρούμενο σάουντρακ που έμελλε να γίνει μεγάλη εμπορική επιτυχία επειδή δεν άφηνε μια εν δυνάμει σοβαρή θεματολογία, τα εμπόδια που μπορεί να βάζει στην προσωπική ζωή ενός ατόμου μια συντηρητική και παραδοσιοκρατική οικογένεια, να χαλάσει το feelgood κλίμα της, εδώ αφήνει σε μεγάλο βαθμό το φολκλόρ που χαρακτήριζε την πιο διάσημη σκηνοθετική της απόπειρα και αναλαμβάνει να φέρει εις πέρας ένα φιλμ με έναν πυρήνα που αφορά άμεσα το λαό της, αλλά και την ίδια προσωπικά όπως αποκαλύπτεται στο φινάλε.
Το πρώτο πράγμα που γίνεται αντιληπτό είναι η άκρως προσεγμένη παραγωγή που αποτελεί εγγύηση άλλωστε σχεδόν πάντα στην Αγγλετέρα. Φωτογραφία και κοστούμια συμβάλλουν αποφασιστικά στο εικαστικό κομμάτι, με μια πλανοθεσία που αποδεικνύεται εξίσου αποτελεσματική όταν περιλαμβάνει είτε τα βασιλικά ανάκτορα είτε έναν προσφυγικό καταυλισμό. Η σεναριακή προσέγγιση των βασικών «παικτών» που έλαβαν μέρος στις αποφάσεις σχετικά με την ανεξαρτητοποίηση της Ινδίας και της δημιουργίας ή μη πακιστανικού κράτους στην αρχή είναι ελαφρώς ύποπτη, αποτυπωμένη με χρώματα ιδεαλισμού, να περιγράφεται ως μια προσπάθεια που έγινε με τις καλύτερες δυνατές προθέσεις, αλλά ευτυχώς για την ποιότητα του τελικού αποτελέσματος και την ιστοριογραφική συνέπεια τα ύπουλα συμφέροντα πίσω από τις κινήσεις της ελίτ που πίεσε με τις ευλογίες του Churchill (αλήθεια, πόσο πίσω βρίσκεται ακόμη η πολιτική νοοτροπία του σύγχρονου κινηματογράφου για να θεωρηθεί τολμηρό ή ακόμη και ριζοσπαστικό να ασκηθεί κριτική στο πρόσωπο αυτό που φαίνεται να απολαμβάνει μια ιδιότυπη ασυλία στην παγκόσμια συνείδηση;) για τη λύση που βρέθηκε για το ακανθώδες αυτό θέμα φανερώνονται στην τρίτη πράξη του έργου. Η αποικιοκρατία καταδικάζεται στυγνά, ακόμη κι αν αυτή η καταγγελία παραμένει στο επίπεδο της απλής λεκτικής αναφοράς και όχι της απεικόνισης των αισχών της βρετανικής αυτοκρατορίας την εποχή της κατοχής του ινδικού εδάφους. Δίνεται επαρκής χρόνος στην οθόνη για την αποτύπωση του ανθρώπινου δράματος των εκατομμύρια ανθρώπων που επηρεάστηκαν από τα παιχνίδια επιρροής των λίγων σε θέσεις εξουσίας και οι διάλογοι, ακόμη κι αν μερικές φορές χαρακτηρίζονται από μια κάπως ατσούμπαλη υπερέκθεση πληροφοριών για διευκρίνιση κάποιων καταστάσεων, αποτελούν μια απολαυστική ανάλυση της απόπειρας για διατήρηση ισορροπιών στην πολιτική αρένα, μια συναρπαστική απεικόνιση του τι σημαίνει κάποιος να κυβερνάει. Ερμηνευτικά δεν υπάρχει κάποιος που ξεχωρίζει ιδιαίτερα, αν και είναι πάντα ευχάριστες οι παρουσίες των βετεράνων Michael Gambon και Simon Callow, έστω και για το μικρό χρονικό διάστημα για το οποίο περνάνε μπροστά από το φακό. Υπάρχουν κάποια μειονεκτήματα που μπλοκάρουν την απογείωση του φιλμ από κάτι αξιόλογο σε κάτι εξαιρετικό. Το κύριο αποτελεί την πρόθεση του σεναρίου να ωραιοποιήσει το ρόλο του αντιβασιλέα που παρουσιάζεται ως θύμα σκευωριών ενώ δεν είναι απολύτως γνωστό το αν δεν είχε και ο ίδιος συνενοχή για την κατάσταση στην οποία καταλήγει το ελεύθερο πλέον ινδικό κράτος στο τέλος της θητείας του. Η ρομαντική υποπλοκή που υπάρχει με την επιθυμία να γίνει μια περιγραφή του πως η συλλογική αυτή τραγωδία εξατομικεύεται, αν και αποκτά ολοένα και μεγαλύτερη σημασία και δραματουργική δύναμη όσο προχωράει έστω και με την κατάληξη την οποία έχει δε φαντάζει ως απαραίτητη στο σεναριακό σκέλετο (αυτό ίσως να άλλαζε αν οι ερμηνείες των εμπλεκομένων ήταν καλύτερες).
Παρόλα αυτά, το “Viceroy’s House” είναι μια ταινία με ένα σημαντικό μήνυμα που πρέπει να ακουστεί, μια ευπρόσδεκτη ματιά αυτοκριτικής σε ένα σημαντικό κεφάλαιο της παγκόσμιας ιστορίας (γιατί παγκόσμια είναι η εμβέλεια της θέλησης ενός λαού για ανεξαρτησία) του εικοστού αιώνα.
Βαθμολογία: