Ένας ντετέκτιβ του Σαν Φρανσίσκο, ο Σκότι Φέργκιουσον, φεύγει από το σώμα λόγω της υψοφοβίας του. Ένας παλιός του φίλος και εφοπλιστής τον προσλαμβάνει για να παρακολουθεί τη νευρωτική, με τάσεις αυτοκτονίας, γυναίκα του, Μάντλεν. Ο Σκότι την ερωτεύεται, αλλά αδυνατεί να τη σώσει όταν αυτή επιχειρεί ένα πήδημα θανάτου από ψηλά. Καιρό μετά, κι ενώ προσπαθεί να ξεφύγει από τις εμμονές του, θα ξανασυναντήσει τη νεκρή του αγάπη στο πρόσωπο της μελαχρινής Τζούντι.

Σκηνοθεσία:

Alfred Hitchcock

Κύριοι Ρόλοι:

James Stewart … John ‘Scottie’ Ferguson

Kim Novak … Madeleine Elster/Judy Barton

Barbara Bel Geddes … Marjorie ‘Midge’ Wood

Tom Helmore … Gavin Elster

Henry Jones … ο ιατροδικαστής

Ellen Corby … η ξενοδόχος

Konstantin Shayne … Pop Leibel

Lee Patrick … η λάθος Madeleine

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Alec Coppel, Samuel A. Taylor

Παραγωγή: Alfred Hitchcock

Μουσική: Bernard Herrmann

Φωτογραφία: Robert Burks

Μοντάζ: George Tomasini

Σκηνικά: Henry Bumstead, Hal Pereira

Κοστούμια: Edith Head

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Vertigo
  • Ελληνικός Τίτλος: Δεσμώτης του Ιλίγγου
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Alfred Hitchcock’s Vertigo
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ο Δεσμώτης του Ιλίγγου [επανέκδοσης]

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: D’Entre Les Morts των Pierre Boileau, Thomas Narcejac.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ σκηνικών και ήχου.
  • Δεύτερο βραβείο καλύτερης ταινίας και βραβείο αντρικής ερμηνείας (James Stewart) στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Παραλειπόμενα

  • Ο Hitchcock είχε πρώτα προσπαθήσει ανεπιτυχώς να πάρει τα δικαιώματα του Celle qui n’Etait Plus, του προηγούμενου βιβλίου των Pierre Boileau και Thomas Narcejac, που εντέλει έγινε ταινία ως το κλασικό Διαβολογυναίκες από τον Henri-Georges Clouzot.
  • Ο Francois Truffaut είχε αναφέρει ότι το D’Entre Les Morts είχε γραφτεί ειδικά για τον Hitchcock, αλλά ο Thomas Narcejac αρνήθηκε τέτοια εκδοχή. Παρόλα αυτά, το ενδιαφέρον του σκηνοθέτη πάνω στο έργο των συγγραφέων είχε ωθήσει την Paramount Pictures να πάρει στα χέρια της μια σύνοψη του βιβλίου άμεσα με την κυκλοφορία του στη Γαλλία το 1954, και πριν αυτό μεταφραστεί στα αγγλικά.
  • Ο Hitchcock προσέλαβε αρχικά τον θεατρικό συγγραφέα Maxwell Anderson για το σενάριο, αλλά το κείμενο με τίτλο Darkling, I Listen που του παρέδωσε, απορρίφθηκε. Μια δεύτερη εκδοχή από τον Alec Coppel άφησε και πάλι τον δημιουργό ανικανοποίητο. Εντέλει, το τελικό κείμενο άνηκε στον Samuel A. Taylor με χρήση σημειώσεων του Hitchcock. Ο Coppel όμως διαμαρτηρήθηκε στη συνδικαλιστική του ένωση, και το όνομα του μπήκε στα κρέντιτ.
  • Η Vera Miles, που βρίσκονταν σε προσωπική επαφή με τον Hitchcock, προτίθεντο να είναι αρχικά η Μάντλεν. Πόζαρε και για μια πρώτη εκδοχή του πίνακα της ταινίας. Τα γυρίσματα όμως καθυστερούσαν και η ηθοποιός έμεινε έγκυος, με τον Hitchcock να αρνείται να παρατείνει την καθυστέρηση για να την περιμένει. Τότε επιλέχτηκε η Kim Novak που ήταν σε συμβόλαιο με την Columbia Pictures, η οποία συμφώνησε να την ανταλλάξει με τον James Stewart (για την ταινία Ήρθες Αργά Αγάπη μου). Κι ενώ η Miles έφερε στον κόσμο το μωρό της και ήταν εκ νέου διαθέσιμη, ο σκηνοθέτης επέμεινε στη Novak.
  • Πρώτη ταινία που έκανε χρήση του επονομαζόμενου dolly-zoom, ένα εσωτερικό εφέ στην κάμερα που παρουσιάζει τον ίλιγγο. Συχνά η τεχνική αυτή αναφέρεται ως “the Vertigo effect” λόγω της ταινίας.
  • Τα γυρίσματα αγγίζουν σχεδόν κάθε χαρακτηριστική γωνιά του Σαν Φρανσίσκο, κάτι που απέκτησε cult υπόσταση και επηρέασε τον Chris Marker στο διάσημο ντοκιμαντέρ του, Sans Soleil. Παρόλα αυτά, μετά από 16 μέρες γυρισμάτων, η παραγωγή μεταφέρθηκε για δύο μήνες στα στούντιο της Paramount, αφού ο σκηνοθέτης το θεωρούσε αυτό πιο ελεγχόμενο για τον ίδιον.
  • Ο Alfred Hitchcock κάνει το παραδοσιακό του κάμεο ως άνθρωπος στον δρόμο που κουβαλάει θήκη τρομπέτας.
  • Υπάρχει ένα εναλλακτικό φινάλε όπου η Μιτζ ακούει στο ράδιο για την αναζήτηση του Γκάβιν Έλστερ ανά την Ευρώπη, ώσπου μπαίνει ο Σκότι, πίνουν ένα ποτό και κοιτούν σιωπηλοί το παράθυρο. Στην πραγματικότητα, αυτή η σκηνή είχε γυριστεί μονάχα για λόγους λογοκρισίας, αφού η αντίστοιχη επιτροπή ήθελε να δοθεί έμφαση στην τιμωρία του Έλστερ. Όταν ο Hitchcock πήρε την ελευθερία κινήσεων που ήθελε, πέταξε τη σκηνή και τόνισε και τα ερωτικά στοιχεία. Το 1993 η σκηνή αυτή βρέθηκε στο Λος Άντζελες και προστέθηκε στις Home Cinema εκδοχές.
  • Το 1996 έγινε σημαντική αποκατάσταση του φιλμ από τους Robert A. Harris, James C. Katz και επανεκδόθηκε στις αίθουσες. Σε αυτή την εκδοχή ο ήχος είναι DTS και το φορμάτ 70mm, πολύ κοντά στο ορίτζιναλ VistaVision. Τον Οκτώβριο του 2014, ακολούθησε 4K αποκατάσταση, με πρεμιέρα στο Σαν Φρανσίσκο.
  • Ανάμεικτες οι κριτικές στην εποχή του, κάτι που εξηγεί και τη μηδαμινή απόδοση στα βραβεία και το box-office. Παρόλα αυτά δεν έχει απλά αναθεωρηθεί αυτό με τα χρόνια, αλλά θεωρείται μία από τις πιο σημαντικές του μαιτρ, και μαζί μία από τις καλύτερες της έβδομης τέχνης.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Η μουσική του Bernard Herrmann ηχογραφήθηκε στην Ευρώπη, επειδή την ίδια περίοδο στις ΗΠΑ είχε ξεσπάσει μεγάλη απεργία των μουσικών.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 9/6/2009

Υπάρχουν στιγμές που το σελιλόιντ συνυπάρχει με την αθανασία, κι όταν καλούμαστε να μιλήσουμε για τον καλύτερο Hitchcock έχουμε πρωτίστως ξεπλύνει το σινεφιλικό μας στόμα. Δεν ξέρω πώς να ασχοληθώ κι εγώ με αυτή την ταινία, και να μην πω πράγματα που έχουν αναφερθεί πολλάκις και σίγουρα έχουν ήδη παρελάσει από τα μάτια σας. Να μιλήσω για το οπτικό μέρος ή το συμβολικό; Να αναφερθώ στο ψυχολογικό βάθος ή στην κλασικότητα κάποιων σκηνών; Θα προτιμούσα να ξεκινήσω με την καλύτερη τουριστική και εις βάθος περιήγηση στο Σαν Φρανσίσκο…

Η καλιφορνέζικη πόλη ήταν συχνά το σκηνικό χολιγουντιανών επιτυχιών, και δεν επιλέχτηκε καθόλου τυχαία από τον μαιτρ. Ο Hitchcock περνάει από τα σημαντικότερα αξιοθέατα του, λες και θέλει να αναπληρώσει την έλλειψη δεύτερων ρόλων με τις πτυχές αυτής της πόλης. Πέρα από τη «βαθιά» κλασική σκηνή στη γέφυρα Γκόλντεν Γκέιτ, υπάρχουν αυτοί οι καμπυλωτοί ασφαλτόδρομοι, με τα σκαμπανεβάσματα που ανταποκρίνονται στην ασταθή ψυχολογία του ήρωα. Οι ιεαροποστολές που ανεβάζουν το αίσθημα του μεταφυσικού. Οι αιώνιες δρύες που χαρίζουν διαχρονικότητα, κι ένας κομμένος κορμός που σηματοδοτεί τον άνευ αξίας θάνατο του ενός μέσα στον χρόνο. Το μουσείο τέχνης που εντείνει την καλλιτεχνική φόρμα του σκηνοθέτη πάνω στην αναζήτηση της αιωνιότητας της εικόνας και την πλαστή αναπαραγωγή της. Η εκκλησία με το καμπαναριό, ιδανικό σκηνικό για τον ίλιγγο.

Πάντα ήταν συμβολικός ο Hitchcock, αλλά μετά τον Σιωπηλό Μάρτυρα και μέχρι το Μάρνι πρώτο του μέλημα ήταν να δένει τα σενάρια και την τεχνική του με αυτούς τους συμβολισμούς. Καθόλου τυχαία, μιλάμε για την απόλυτη του περίοδο έμπνευσης. Ο Δεσμώτης είναι πρώτα από όλα η ταινία μυστηρίου που κάνει τις υπόλοιπες του είδους να ντρέπονται. Σου δίνει μια ελάχιστη ευκαιρία να λύσεις τον γρίφο του, αλλά το σημαντικό είναι πως στη δίνει και δεν στη στερεί. Κι ο γρίφος είναι ένα περίτεχνο παιχνίδι συνωμοσίας ανάμεσα στον δημιουργό και τον συγγραφέα και ενάντια στον κεντρικό ήρωα και τον θεατή. Ο θεατής δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τη γνώση και τα βήματα του κεντρικού ήρωα, και να πάσχει από τις δικές του ψυχολογικές μεταπτώσεις, τον δικό του ίλιγγο. Ο James Stewart στα χνάρια του χαρακτήρα του Σιωπηλού Μάρτυρα κι αυτού του άμεσα επερχόμενου Στη Σκιά των Τεσσάρων Γιγάντων του Cary Grant. Η πιο αγαπημένη από τις χιτσκοκικές ηρωίδες, η Kim Novak, είναι ο δαίμονας μεταμορφωμένος σε γυναίκα. Ισχυρός ώστε να αγγίζει τα βάθη της ψυχής, ανίσχυρος όταν τον αποκαλύπτεις. Η μόνιμη σχέση αγάπης-μίσους του μαιτρ με το γυναικείο -ξανθό…- φύλο βρίσκει το ιδανικό του αντίκρισμα.

Η τεχνική είναι πάντα σύνθετη, όσον αφορά την οπτική της ταινίας. Ο Hitchcock δεν χαρίζει στην τύχη κανένα του πλάνο, και θέλει πάντα την ιδανική γωνία για τον φακό του, την ιδανική φωτογραφία για κάθε αντανάκλαση φωτός. Μια ταινία που αν ήταν ασπρόμαυρη θα έχανε τη μισή της γοητεία, κι αυτό είναι κάτι που ισχύει σπάνια. Προσέξτε την ονειρική σκηνή ως έναν προάγγελο του ποιοτικού κινουμένου σχεδίου του σήμερα, με σαφή επιρροή από τον φίλο Salvador Dali. Προσέξτε το εφέ του ιλίγγου και το πόσο κοντά είναι στη ρεαλιστική οπτική της παραμορφωτικής ασθένειας.

Τίποτα άλλο μην προσέξετε, παρά μόνο το να μη χάσετε ακόμα μία ευκαιρία συνάντησης με την αθανασία της έβδομης τέχνης. Και η πεμπτουσία αυτής είναι να σε ξεγελάει και να σε υπνωτίζει, κάτι που ο Δεσμώτης γνωρίζει άψογα να πράττει…

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 23/7/2022

Το φιλμ ξεκινά με ένα ιλιγγιώδες ζενερίκ του Saoul Bass: βλέπουμε μια γυναίκα, το μάτι της και μια σπειροειδή τροχιά που ξεκινά από την κόρη του ματιού της προκαλώντας μας ίλιγγο. Με αυτόν τον καθαρά κινηματογραφικό τρόπο, ο Hitchcock μάς εισάγει στη θεμελιώδη ψυχαναλυτική σκηνή του φιλμ: ο αστυνομικός ντετέκτιβ Σκότι (James Stewart), λόγω της υψοφοβίας του, προκαλεί άθελα του τον θάνατο ενός συναδέλφου του. Έτσι ο Σκότι είναι ήδη φορτωμένος με την καθιερωμένη χιτσκοκική «ενοχή», γλιστρώντας σταδιακά μέσα σε έναν κόσμο χωρίς σαφή στηρίγματα, κάπου ανάμεσα στο πραγματικό και στο όνειρο, στη ζωή και στον θάνατο.

Ο ευάλωτος Σκότι παρασύρεται από τον παλιό φίλο του, Γκάβιν (Tom Helmore), που γνωρίζει την αναπηρία του, για να παρακολουθήσει μια πανέμορφη γυναίκα, τη Μάντλεν (Kim Novak), που τείνει προς την αυτοκτονία. Ο Σκότι αρχικά αρνείται αλλά όταν τη βλέπει ερωτεύεται αμέσως την εικόνα της και αναλαμβάνει την υπόθεση.

Οι εικόνες των παρακολουθήσεων διαθέτουν ρευστότητα, μουσικό ρυθμό που εναρμονίζεται με τα υποβλητικά χρώματα του τοπίου του Σαν Φρανσίσκο και έναν πρωτόγνωρο -για  Hitchcock- λυρισμό. Ο βαθιά καταθλιπτικός Σκότι σταδιακά βυθίζεται σε ένα ονειρικό σύμπαν, ερωτεύεται το ανεκπλήρωτο. Σχόλιο για το ίδιο το σινεμά; Και ο θεατής εισέρχεται στον κατασκευασμένο κόσμο της ταινίας, ταυτίζεται με τους ήρωες της, ερωτεύεται τα πρόσωπα που σχηματοποιεί το φευγαλέο φως πάνω στην οθόνη.

Η Ματζ (Barbara Bel Geddes), στενή φίλη και πρώην μνηστή του Σκότι, τον βοηθά να διαχειριστεί τον φόβο του, αν και χωρίς αποτέλεσμα. Ο Σκότι, τυφλωμένος από το εκτυφλωτικό όνειρο της Μάντλεν, δεν αντιλαμβάνεται τον λυτρωτικό έρωτα που του προσφέρει αυτή η αφοσιωμένη και γήινη γυναίκα. Μετά την «αυτοκτονία» της Μάντλεν, ο Σκότι αναζητά και τελικά τυχαία συναντά την πανομοιότυπη αλλά μελαχρινή και καθημερινή Τζούντι. Επίμονα της ζητά να μεταμορφωθεί σε Μάντλεν. Αυτή διστακτικά δέχεται. Μια υπάλληλος μπουτίκ παρατηρεί σωστά: “Ο κύριος φαίνεται να ξέρει τι θέλει”.

Όταν γίνεται η ολική μεταμόρφωση της Τζούντι σε Μάντλεν, το δωμάτιο πλημμυρίζει από ένα παραισθησιογόνο πράσινο φως. Η κάμερα του Hitchcock περιστρέφεται γύρω από το αγκαλιασμένο ζευγάρι, το περιβάλλον διαλύεται και ανασυντίθεται στο παρελθόν. Ο Σκότι είναι παντοτινά δέσμιος των αναμνήσεων του για μια φανταστική αγάπη, για μια νεκρή ή ανύπαρκτη γυναίκα. Ο φετιχισμός των Σκότι-Hitchcock (μήπως και του θεατή;) καθηλώνει. Ο Hitchcock μάς αποδεικνύει ότι οι άνδρες διαλέγουν την απόμακρη παρά την προσιτή γυναίκα, το άυλο παρά το απτό.

Σε μια δραματουργικά συγκλονιστική σκηνή, ο εξαπατημένος Σκότι εγκαλεί την Τζούντι-Μάντλεν: «Σε εκπαίδευε; Σου έκανε πρόβες; Σου έλεγε τι να κάνεις και τι να πεις;» Αυτή η κραυγή από μια πληγωμένη καρδιά ταυτίζει απόλυτα τον θεατή με τον Σκότι. Μεγαλοφυής η αντίφαση: ένας άντρας ερωτεύτηκε μια γυναίκα που δεν υπήρξε ποτέ και τώρα μιλά με σκληρά λόγια εναντίον της πραγματικής γυναίκας που τον αγάπησε. Και ο Σκότι-Hitchcock-θεατής, προτιμώντας τη φαντασιακή από την πραγματική γυναίκα που στέκεται μπροστά του, χάνει τελικά και τις δύο.

Το «Vertigo» είναι ένα ψυχολογικό θρίλερ, δηλαδή ανήκει στο κατεξοχήν χιτσκοκικό είδος ταινιών. Ο θεματικός πυρήνας του φιλμ είναι η αυτοκαταστροφή που είναι συνυφασμένη με την εμμονή. Ο τίτλος συνδέεται με τον φόβο του Σκότι για τα ύψη, μια μεταφορά για τον φόβο του να ενηλικιωθεί και να αφεθεί στον έρωτα.

Αναμφισβήτητα πρόκειται για την πιο πειραματική ταινία του Hitchcock, στην οποία ο σκηνοθέτης ικανοποιεί με τόλμη και έμπνευση τις φαντασιώσεις και εμμονές του, παραβιάζοντας τους σεναριακούς κανόνες για να συνθέσει ένα μακάβριο ποίημα στην καρδιά της βιομηχανίας του Χόλιγουντ. Ειδικότερα στο δεύτερο μέρος της ταινίας, δουλεύει πάνω στο μοτίβο του διπλασιασμού και της δημιουργίας ενός χαρακτήρα, εισάγοντας τον μύθο του Πυγμαλίωνα -αλληγορική παράμετρος για τον ίδιο τον κινηματογράφο και τη διεστραμμένη σχέση που μπορεί να συνδέσει τον σκηνοθέτη με τους ηθοποιούς του. Ο ίδιος ο Hitchcock, στη συνέντευξη του στον François Truffaut, είπε για το «Vertigo»: «Υπάρχει η επιθυμία που οδηγεί αυτό τον άντρα να δημιουργήσει μια αδύνατη σεξουαλική εικόνα. Για να το θέσω απλά, αυτός ο άντρας θέλει να κοιμηθεί με μια νεκρή γυναίκα, πρόκειται για νεκροφιλία».

Στις καταβολές της ταινίας υπάρχουν αρκετές δυαδικές συνθέσεις: ξανθιά-μελαχρινή γυναίκα, καλός αστυνομικός-επιπόλαιος ντετέκτιβ, αλήθεια-φαντασίωση, αθωότητα-ενοχή, αγάπη-νοσηρός φετιχισμός, το «είναι» και το «φαίνεσθαι». Η χριστιανική ηθικολογία του καθολικού Hitchcock είναι μια σημαντική παράμετρος της ταινίας: ο Σκότι ήταν αστυνομικός, υπηρέτης των δυνάμεων του Καλού, αλλά παρασύρεται από την ερωτική του επιθυμία για την πανέμορφη ξανθιά και γίνεται όργανο των δυνάμεων του Κακού.

Ο Hitchcock επέλεξε τον James Stewart ως πρωταγωνιστή επειδή διαθέτει κάτι ευαίσθητο και εύθραυστο που είναι πιο κοντά στον καθημερινό άνθρωπο, διευκολύνοντας την ταύτιση με τον θεατή. Η Kim Novak, που υποδύεται τη Μάντλεν, είναι η χαρακτηριστική χιτσκοκική «ξανθιά»: ψυχρή, που  αποπνέει κάτι απόκοσμο και πεισιθάνατο, ενώ κρύβει έναν έντονο υπόγειο ερωτισμό. Ο μισογύνης Hitchcock την ταπεινώνει, την εκθέτει σε κίνδυνο, τη «σκοτώνει».

Το εξαίσιο score του Bernard Herrmann, βασισμένο σε μια στοιχειωτική ακολουθία γεμάτη μυστήριο, ερωτισμό και μελαγχολία, εκφράζει την ιλιγγιώδη κατάδυση του Σκότι στη φαντασίωση και στην ενοχή. Τα μουντά χρώματα της ατμοσφαιρικής φωτογραφίας του Robert Burks μάς μεταδίδουν τον πένθιμο ρομαντισμό της ταινίας.

Ο Hitchcock θεωρούσε το «Vertigo» το προσωπικό του «magnum opus», ένα φιλμ που εκτός από τα αυτοβιογραφικά του ίχνη, είναι μια κινηματογραφική εμπειρία ασύγκριτης δραματικής εμπλοκής και υπνωτικής κινηματογραφίας. Οι χαρακτήρες του είναι ουσιώδεις, και όμως υπάρχουν σε έναν τρομακτικό εφιάλτη μιας αντιφατικής, βαθιά τραγικής δυαδικότητας. Είναι ένα φιλμ τέλεια αρθρωμένο, με μια περίπλοκη ιστορία που λειτουργεί σε πρώτο επίπεδο σαν ένα συναρπαστικό θρίλερ, αλλά σε δεύτερη ανάγνωση βυθίζεται στον χώρο της ψυχανάλυσης. Περισσότερο από κάθε άλλη ταινία, το ποιητικό της υλικό, οι ονειρεμένες εικόνες και η επαναλαμβανόμενη δομή της είναι μια πρόσκληση για παραθέσεις, παραλλαγές, ακόμη και αντιγραφή. Πραγματικές μήτρες ενός ολόκληρου μανιεριστικού και μεταμοντέρνου ρεύματος, οι σπείρες του φιλμ έχουν σκορπίσει το δηλητηριώδες τους άρωμα στη φαντασία των θεατών και των μελλοντικών σκηνοθετών.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

43 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *