Ο Ντέιβιντ Γκρέι, η ενασχόλησή του οποίου με τη λατρεία του διαβόλου και τους νεκροζώντανους τον έχουν κάνει έναν αλαφροΐσκιωτο που δεν μπορεί να ξεχωρίσει τα όρια μεταξύ πραγματικού και φανταστικού, φτάνει σε ένα απομονωμένο πανδοχείο. Σύντομα του γίνεται φανερό ένα πράγμα: μια ανθρώπινη ψυχή αγωνίζεται απεγνωσμένα να σωθεί. Γνωρίζει τις αδελφές Λεόν και Ζιζέλ, που είναι βαριά άρρωστη. Όταν έρχεται ο γιατρός αποφαίνεται ότι χρήζει επειγόντως αίματος, που της δωρίζει ο Ντέιβιντ. Καθώς αυτός ανανήπτει από τη μετάγγιση, ονειρεύεται ότι πεθαίνει και τον κηδεύουν. Ένας υπηρέτης τον ξυπνά και πάνε μαζί και εκσκάψουνε έναν τάφο, όπου ανακαλύπτουν το κορμί μιας γριάς που δεν έχει λιώσει. Καθώς το καρφώνουν με ένα πάσσαλο, η Ζιζέλ συνέρχεται και δηλώνει «η ψυχή μου είναι ελεύθερη», ενώ ο γιατρός παγιδεύεται σε έναν μύλο σιτηρών και πνίγεται από αυτά.

Σκηνοθεσία:

Carl Theodor Dreyer

Κύριοι Ρόλοι:

Julian West … Allan Grey

Rena Mandel … Gisele

Sybille Schmitz … Leone

Maurice Schutz … ο άρχοντας του κάστρου

Jan Hieronimko … ο γιατρός του χωριού

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Christen Jul, Carl Theodor Dreyer

Παραγωγή: Carl Theodor Dreyer, Julian West

Μουσική: Wolfgang Zeller

Φωτογραφία: Rudolph Mate

Μοντάζ: Tonka Taldy

Σκηνικά: Hermann Warm

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Vampyr
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Παράξενη Ιστορία του Δαυίδ Γκρέι
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Vampyr – Der Traum des Allan Grey
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Strange Adventure of David Gray
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Adventures of David Gray
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Castle of Doom
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Not Against the Flesh
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Vampire
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Βαμπίρ
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Vampyr

Άμεσοι Σύνδεσμοι 

  • Οι Ερωμένες του Βρικόλακα (1970)

Σεναριακή Πηγή

  • Νουβέλα: Carmilla του Sheridan Le Fanu.

Παραλειπόμενα

  • Κεντρική πηγή είναι η τελευταία από τις πέντε ιστορίες που συναποτελούν την ανθολογία γοτθικού τρόμου In a Glass Darkly (1872). Όπως και η τέταρτη (The Room in the Dragon Volant, από το οποίο επίσης πάρθηκαν κάποια στοιχεία), έτσι και η πέμπτη, η Carmilla, είναι τέτοιου όγκου που λογίζεται ως νουβέλα και όχι ως διήγημα. Η Carmilla στάθηκε μια πλέον σημαντική επιρροή για τη συγγραφή του Dracula (1897) του Bram Stoker, ενώ μετά το έργο του Carl Theodor Dreyer, υπήρξε η βάση του Οι Ερωμένες του Βρικόλακα (The Vampire Lovers), μια ταινία του Roy Ward Baker για τη Hammer Film. Για πρώτη φορά με το όνομα της, η νουβέλα διασκευάστηκε ως web series 121 επεισοδίων το 2014-2016 στον Καναδά. Ως απλή επιρροή όμως “κρύβεται” μέσα σε πολλά έργα διαφόρων τεχνών και μέσων.
  • Μετά το Ζαν Ντ’ Αρκ (1928), ο Dreyer ήρθε σε ρήξη με το στούντιο που τον χρηματοδοτούσε, και ξεκίνησε να σχεδιάζει ολομόναχος το επόμενο του. Η μεγαλύτερη του δυσκολία ήταν ότι είχε εξαρχής αποφασίσει να κάνει την πρώτη του ομιλούσα ταινία, αλλά η Ευρώπη δεν ήταν ακόμα πανέτοιμη για αυτό. Έτσι χρειάστηκε να ταξιδέψει στην Αγγλία που ήταν η πρωτοπόρος χώρα, ώστε να σπουδάσει την επεξεργασία του ήχου, και ήρθε έτσι κοντά στον δανό Christen Jul που ζούσε τότε στο Λονδίνο. Με αυτόν σχεδίασαν να δημιουργήσουν μια ιστορία του μεταφυσικού μυστηρίου, και διάβασαν πάνω από τριάντα ανάλογα μυθιστορήματα. Μια και στο Λονδίνο είχε γίνει μεγάλη επιτυχία στο θέατρο το Dracula το 1927, είχαν ήδη καταλήξει ότι οι βρικόλακες ήταν της μόδας. Ξεκίνησαν έτσι να γράφουν έχοντας ως βάση το In a Glass Darkly.
  • Η επιλογή τίτλου αποδείχτηκε δύσκολη για τον δανό δημιουργό. Ξεκίνησε ως Destiny κι έπειτα έγινε Shadows of Hell. Κι ενώ το Vampyr εντέλει προέκυψε με φυσικό τρόπο, το περιοδικό Close Up το παρουσίασε ως The Strange Adventure of David Gray, ένας τίτλος που έκτοτε το συνόδευε.
  • Ο Dreyer επέλεξε τη Γαλλία για να το γυρίσει, μια κι εκείνη την εποχή ήταν ένας τόπος που ευνοούσε τους ανεξάρτητους καλλιτέχνες όλων των τεχνών. Μέσω της σουρεαλίστριας Valentine Hugo γνώρισε τον κοσμικό βαρόνο Nicolas de Gunzburg, που συμφώνησε να χρηματοδοτήσει την ταινία υπό τον όρο ότι θα έπαιρνε τον κεντρικό ρόλο. Ερχόμενος όμως ο βαρόνος σε ρήξη με την οικογένεια του, που δεν συμφωνούσε να γίνει ηθοποιός, αναγκάστηκε να εμφανιστεί με το ψευδώνυμο Julian West (επιλεγμένο ώστε να διαβάζεται και στις τρεις γλώσσες που θα γυρίζονταν η ταινία).
  • Οι μόνοι επαγγελματίες ηθοποιοί στο καστ ήταν ο Maurice Schutz και η Sybille Schmitz, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση αυτή του Jan Hieronimko, που τον βρήκαν μέσα στο μετρό του Παρισίου αργά τη νύχτα. Οι περισσότεροι βρέθηκαν μέσα από μαγαζιά και καφετέριες.
  • Τίποτα δεν γυρίστηκε σε στούντιο, που για τον Dreyer αυτό του έδινε τη διττή ευκαιρία, τόσο να εφαρμόσει μια ονειρική υπόσταση στην εικόνα του, όσο και να γλυτώσουν τα χρήματα ενοικίασης κάποιου στούντιο.
  • Ενώ όλα είχαν ξεκινήσει για να γίνει μια ομιλούσα ταινία, ο Dreyer εκκίνησε την παραγωγή για να γίνει βωβή. Εντέλει αποφάσισε να γίνει κάτι ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Κρατήθηκε έτσι ο διάλογος σε μια μίνιμουμ παρουσία, ενώ υπάρχουν οι κλασικές κάρτες του βωβού σινεμά. Οι σκηνές όμως των διαλόγων γυρίστηκαν τρεις φορές (είτε ακούγονταν είτε παρεμβάλλονταν κάρτες), με τους ηθοποιούς να μιλάνε αντίστοιχα γερμανικά, γαλλικά και αγγλικά. Οι δύο πρώτες εκδοχές ολοκληρώθηκαν κανονικά, αλλά η αγγλική εκδοχή έμεινε ημιτελής.
  • Ο Dreyer είχε ένα τεκτονικό ύφος κατά νου για την οπτική του φιλμ, μέχρι που ο Rudolph Mate τού έδειξε μια λήψη που βγήκε θολή. Ο σκηνοθέτης άμεσα αποφάσισε ότι ήθελε κάτι τέτοιο, τοποθετώντας ένα μεγάλο κομμάτι γάζας 9 μέτρα μπροστά από την κάμερα, πετυχαίνοντας το γνωστό ονειρικό αποτέλεσμα.
  • Μετά τη Γαλλία, ήρθε η ώρα του Βερολίνου να φιλοξενήσει την τελική επεξεργασία. Εκεί έγινε το ντουμπλάρισμα, όπου μόνο οι Schmitz και Gunzburg αναπαρήγαν τις δικές τους φωνές, ενώ για τους υπόλοιπους ήταν άλλοι που τους ντούμπλαραν. Οι δε ήχοι των ζώων έγιναν από επαγγελματίες μίμους. Μια και η λογοκρισία όμως στη Γερμανία ήταν σκληρότερη της γαλλικής, υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στη γερμανική και τη γαλλική εκδοχή. Ο κεντρικός διανομέας βρέθηκε εκεί εντός Βερολίνου, βαπτίζοντας την ταινία γερμανική (εκεί έγινε και η πρεμιέρα).
  • Η βερολινέζικη πρεμιέρα ήταν μια τραγωδία. Οι θεατές γιουχάρισαν το φιλμ, με τον Dreyer να αναγκάζεται να κόψει σκηνές για την ακόλουθη διανομή. Σε μια προβολή στη Βιέννη, το κοινό απαίτησε πίσω τα χρήματα του. Όταν αυτά δεν τους δόθηκαν, ακολούθησε βίαιη αντίδραση, με την αστυνομία να επεμβαίνει εξίσου βίαια. Στη δε πρεμιέρα στην πατρίδα του, που έγινε στην Κοπεγχάγη, ο Dreyer επέλεξε να μην είναι καν παρών. Στη χώρα μας δεν είχε καν προβληθεί. Δεν πέρασε λίγος καιρός, και ο δανός δημιουργός έπαθε νευρική κρίση και βρέθηκε να νοσηλεύεται σε ψυχιατρική κλινική της Γαλλίας. Επί του συνόλου η τραγωδία είχε ολοκληρωθεί με τα ελάχιστα κέρδη που είχαν φέρει τα ταμεία, ενώ οι κριτικές κυμαίνονταν από το μέτριο ως το απόλυτα αρνητικό. Με το πέρασμα των χρόνων, όχι μόνο ανέβηκε στα ύψη η διάθεση της κριτικής απέναντι του, αλλά συγκρίνεται άμεσα με την πρώτη βαμπιρική ταινία, το αριστουργηματικό Νοσφεράτου του 1922. Μέχρι όμως και τον θάνατο του Dreyer, θεωρούνταν ως η μεγάλη του αποτυχία.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 14/7/2019

Ένα απόγευμα, ένας νέος άνδρας καταφθάνει σε μια παράξενη πόλη της γαλλικής επαρχίας και διανυκτερεύει σε ένα απομονωμένο πανδοχείο δίπλα σε ένα ποτάμι. Αλλόκοτα όνειρα, παράξενες κραυγές και οπτασίες ταράζουν τη διαμονή του και τον ωθούν να βγει από το δωμάτιο μέσα στη νύχτα. Τα βήματα του τον οδηγούν σε ένα κοντινό κάστρο, όπου βιώνει μια παράλογη και φρικιαστική ιστορία που παραπέμπει στη μυθολογία των βαμπίρ. Η αφήγηση προσφέρει λίγες εξηγήσεις για τα φαινόμενα που παρουσιάζονται στην οθόνη: τα παράξενα και τρομακτικά γεγονότα συμβαίνουν απλά και απροειδοποίητα στο μεταίχμιο ονείρου και πραγματικότητας.

«Ήθελα να δημιουργήσω ένα συναρπαστικό όνειρο στην οθόνη και να δείξω ότι ο τρόμος δεν βρίσκεται στα πράγματα γύρω μας αλλά στο δικό μας υποσυνείδητο», δήλωσε ο μέγιστος δανός δημιουργός Καρλ Ντράγιερ, του οποίου η χαλαρή προσαρμογή δύο ιστοριών του Sheridan Le Fanu («Carmilla» και «Το Δωμάτιο στο Dragon Volant») αρχικά θεωρήθηκε ως μια βουβή ταινία. Ο ήχος προστέθηκε κατά τη διάρκεια της παραγωγής, αλλά οι υπερβατικές εικόνες που αναδύονται σε όλη την έκταση της ταινίας θα μπορούσαν να σταθούν από μόνες τους ως ένα οπτικό ποίημα.

Εκτός από τη γερμανίδα ηθοποιό Sybille Schmitz, που παίζει το κύριο θύμα του βαμπίρ, και τον γάλλο ηθοποιό Maurice Schutz, που ερμηνεύει τον πατέρα της, το καστ είναι μη επαγγελματικό. Ο βαρόνος Nicolas de Gunzberg, που παρείχε τη χρηματοδότηση για την ταινία, ανέλαβε επίσης τον πρωταγωνιστικό ρόλο με το ψευδώνυμο Julian West.

Στο «Βαμπίρ» ο Ντράγιερ, σαφέστατα επηρεασμένος από τον γερμανικό εξπρεσιονισμό, δημιούργησε μια μαγευτική ατμόσφαιρα με αφαιρετικές, αυστηρές και ανησυχητικές εικόνες. Εικόνες συμβολικές όπου δεσπόζουν το χώμα και το νερό , το φως και οι σκιές, η ζωή και ο θάνατος. Μέσα από διάσπαρτες αναφορές στον χριστιανισμό, στη μαγεία, στη μετεμψύχωση και τη μεταμόρφωση δημιουργείται ένα απόκοσμο κλίμα που υποβάλλει τον τρόμο στον θεατή.

Υιοθετώντας μια πειραματική, μη συμβατική γραμμική αφήγηση, βυθίζει τον θεατή σε έναν ζωντανό εφιάλτη, σε μια ομιχλώδη γκρίζα ατμόσφαιρα. Είναι αξιομνημόνευτο ότι όταν ο οπερατέρ Rudolph Maté (που αργότερα σκηνοθέτησε ταινίες όπως το κλασικό φιλμ νουάρ “D.O.A.”) έδειξε στο Ντράγιερ κάποια κάδρα που έγιναν θολά και ξεθωριασμένα από τυχαία έκθεση στο φως, ο σκηνοθέτης τον  προέτρεψε να τοποθετήσει ένα στρώμα γάζας μπροστά από τον φακό για να αναπαράγει αυτή την επίδραση σε ολόκληρο το σώμα του φιλμ.

Πολλά από τα πλάνα της ταινίας έχουν αποτυπωθεί στην εικονογραφία της φρίκης και του τρόμου: ένας ηλικιωμένος άντρας κτυπά πένθιμα μια καμπάνα με ένα δρεπάνι στον ώμο του, ο πρωταγωνιστής που μέσα σε ένα φέρετρο βλέπει το άψυχο σώμα του, ένας γιατρός που πνίγεται από τόνους αλευριού μέσα σε έναν μύλο ή ένα δωμάτιο που γίνεται πιο σκοτεινό καθώς ανοίγει η πόρτα.

Η απόκοσμη σαγήνη που αναδύει η ταινία οφείλεται κυρίως στην αξεδιάλυτη ανάμειξη του ρεαλιστικού με το φαντασιακό. Ο  θεατής είναι δύσκολο να εντοπίσει το σημείο όπου τελειώνουν οι εφιάλτες και αρχίζει η πραγματικότητα, καθώς συστηματικά η λογική παραχωρεί τη θέση της στην ψυχική διάθεση και στη δημιουργία ατμόσφαιρας. Το «Βαμπίρ» είναι  ένας παραισθησιογόνος διαλογισμός πάνω στον φόβο που μας υποβάλλει συνεχώς, την αίσθηση ότι ονειρευόμαστε με τα μάτια ανοιχτά.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

15 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *