
Η Σάντρα επιστρέφει στο πατρογονικό της σπίτι στην Τοσκάνη, την ημέρα της μνήμης του θανάτου του εβραίου πατέρας της στο Άουσβιτς. Είναι πλάι στον αμερικανό της σύζυγο, τον Άντριου, και συναντά για πρώτη της φορά τον αδελφό της, Τζιάνι, ο οποίος βρίσκει τρόπους να ταλαιπωρεί τον αθώο Άντριου. Το σημαντικότερο όμως είναι ότι τα δύο αδέλφια κρύβουν ένα μεγάλο μυστικό από τα παιδικά τους χρόνια.
Σκηνοθεσία:
Luchino Visconti
Κύριοι Ρόλοι:
Claudia Cardinale … Sandra Dawson
Jean Sorel … Gianni Wald-Luzzati
Michael Craig … Andrew Dawson
Renzo Ricci … Antonio Gilardini
Fred Williams … Pietro Formari
Marie Bell … Corinna Gilardini
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Luchino Visconti, Suso Cecchi D’Amico, Enrico Medioli
Παραγωγή: Franco Cristaldi
Φωτογραφία: Armando Nannuzzi
Μοντάζ: Mario Serandrei
Σκηνικά: Mario Garbuglia
Κοστούμια: Bice Brichetto
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Vaghe Stelle dell’Orsa…
- Ελληνικός Τίτλος: Τα Μακρινά Αστέρια της Άρκτου
- Διεθνής Τίτλος: Vague Stars of Ursa…
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Sandra
Κύριες Διακρίσεις
- Χρυσός Λέοντας στο φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Επίσημα πρόκειται για μία ακόμα ταινία που δανείστηκε την έμπνευση της από την Ηλέκτρα (Σοφοκλής, Ευριπίδης). Η ταινία όμως περισσότερο ανταποκρίνεται στην αφήγηση του Αισχύλου στην Ορέστεια. Ο Visconti όμως προτίμησε να πάρει μια απόσταση από τις πηγές του, λέγοντας ότι απλά τον βόλεψαν οι αναφορές.
- Το όνομα Σάντρα προέκυψε από την Κασσάνδρα της τραγωδίας.
- Ο τίτλος είναι αποσπασμένος από το ποίημα Le Ricordanze του Giacomo Leopardi.
- Ο Jean Sorel ντουμπλάρεται από τον Massimo Turci, ο Michael Craig από τον Giuseppe Rinaldi και η Marie Bell από την Andreina Pagnani.
- Ο Visconti είχε ζητήσει τον Tab Hunter για τον ρόλο του Άντριου, αλλά για τους παραγωγούς το όνομα του δεν ήταν αρκετά ηχηρό. Παρόλα αυτά, ο ρόλος πήρε στον λιγότερο σημαντικό Michael Craig.
- Τρίτη συνεχόμενη ταινία του Luchino Visconti με πρωταγωνίστρια την Claudia Cardinale. Θα ακολουθήσει και μια τέταρτη συνεργασία τους δέκα χρόνια μετά.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στο σάουντρακ ακούγονται συνθέσεις του Cesar Franck, αλλά και η μεγαλύτερη επιτυχία του Pino Donaggio (πριν αυτός περάσει στην κινηματογραφική σύνθεση), το Io Che Non Vivo Senza Te, που είχε κυκλοφορήσει μέσα στην ίδια χρονιά.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 11/3/2023
Το παρελθόν και το παρόν συγκρούονται και στα «Μακρινά Αστέρια της Άρκτου» (1965), μια χαλαρή αναπαράσταση του μύθου της Ηλέκτρας, αν κι εδώ είναι το παρελθόν που παγιδεύει το παρόν. Κρυμμένα οικογενειακά μυστικά, ψυχοπάθεια, φασισμός, προδοσία αναδύονται και οδηγούν στην τρέλα και στην αποσύνθεση μια αριστοκρατική οικογένεια στη μεταπολεμική Ιταλία. Με αυτό το φιλμ, ο Visconti μετάλλαξε την ελεγειακή μεγαλοπρέπεια του «Γατοπάρδου» σε κάτι πιο πικρό και νοσηρό, με τη μορφή ενός γοτθικού μελοδράματος.
Η δεξίωση, που ανοίγει την ταινία, μας παρουσιάζει την εξωτική ομορφιά της Sandra (Claudia Cardinale) και τη σοβαρότητα του συζύγου της, Andrew (Michael Craig). Στον πυρήνα της ταινίας είναι η ίδια η Sandra, που στο πρώτο κιόλας, εμβληματικό για την ταινία, ζουμ γυρνά στην κάμερα και μας χαρίζει ένα αισθησιακό, άγριο αλλά και ανήσυχο βλέμμα. Η χαλαρότητα και η ευφορία τού πετυχημένου πάρτι είναι παροδική και σύντομα δίνει τη θέση της στην αναστάτωση, όταν με τον σύζυγο της φτάνουν στο εγκαταλελειμμένο οικογενειακό αρχοντικό της για να προετοιμαστεί για μια τελετή μνήμης για τον πατέρα της. Όπως και στον μύθο της Ηλέκτρας, πιστεύει ότι ο πατέρας της προδόθηκε από τη μητέρα και τον πατριό της, οδηγώντας τον στον θάνατό του στα χέρια των ναζί, λόγω της σημιτικής καταγωγής του. Από την παιδική ηλικία της σχεδίαζε την εκδίκησή της μαζί με τον αδελφό της, Gianni (Jean Sorel). Αλλά όταν τα δυο αδέλφια ξανασυναντηθούν, είναι ξεκάθαρο ότι κάτι άλλο τους συνδέει -και έτσι ξεκινάει η εξάπλωση ενός φοβερού μυστικού που έχει ορίσει και στιγματίσει τη ζωή τους. Η Sandra και ο Gianni είναι όντα συμπληρωματικά και ατελή, κληρονόμοι σε μια μοίρα πολύ μεγαλύτερη από ό,τι θα μπορούσε κανείς να ελέγξει. Όμως η δύναμη της ταινίας δεν προέρχεται από το μυστήριο της, αλλά από το δράμα που βιώνουν οι χαρακτήρες, από την απίστευτη παρουσία του Cardinale, από τις ζωντανές οπτικές ιδέες του Visconti και από την θαρραλέα, για την εποχή, προσέγγιση ηθικών ζητημάτων.
Κινηματογραφώντας εκπληκτικά το μεγαλοπρεπές αλλά σάπιο αρχοντικό της διαλυμένης οικογένειας που βρίσκεται μέσα σε ένα τοπίο ερειπίων και την αίσθηση του καταδικασμένου ρομαντισμού, ο Visconti προανήγγειλε τον «Θάνατο στη Βενετία» και τον αργό θάνατο μιας αριστοκρατίας που είχε ρίζες στα κλασικά ιδεώδη, αλλά σταδιακά διαβρώθηκε από την παρακμή και τη διαφθορά.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Visconti είναι τόσο κλασική όσο και νεωτεριστική, με τα εκθαμβωτικά φυσικά ντεκόρ και τα εκπληκτικά φωτογραφικά κοντράστ μαύρου-άσπρου του Armando Nannuzzi, αλλά και τη χειροκίνητη κάμερα, τα ακατάπαυστα ζουμ και τις ιδιόρρυθμες λήψεις. Αλλά, ως επί το πλείστον, προσηλώνεται στην Cardinale, η οποία είναι συχνά «en déshabillé», εκπέμποντας λαγνεία με παροιμιώδη πραότητα. Άλλωστε το κύριο χαρακτηριστικό της Cardinale ήταν πάντοτε ο ενστικτώδης ερωτισμός: στα βλέμματα, στις κινήσεις και τις εκφράσεις, όχι ως στρατηγική επιλογή αλλά ως κάτι το φυσικό. Μάλιστα, όταν μοιράζεται την οθόνη με τον επιδεικτικά όμορφο Sorel, η χημεία τους είναι τόσο ισχυρή, που, λαμβάνοντας υπόψη ότι παίζουν αδέλφια, αποκαλύπτει το φοβερό μυστικό της οικογένειας.
Η τελειότητα της σκηνοθετικής δουλειάς με τη λεπτόλογη φροντίδα του ντεκόρ, την εκπληκτική χρήση της μουσικής, των ήχων και των φωτισμών συγκλίνουν σε μια οπτικοακουστική αρμονία που, δίχως λεκτικούς πλατειασμούς, απεικονίζει την πυρακτωμένη και μοιραία ένταση ανάμεσα στην ανεξέλεγκτη επιθυμία και στα απαραίτητα ηθικά όριά της. Ωστόσο το φιλμ δεν απογειώνεται λόγω της ρηχής διάστασης των χαρακτήρων που συνδέονται με κραυγαλέα αστικά μοτίβα σκέψης. Ακόμα και το δράμα χρειάζεται ελευθερία, και όταν η αφήγηση χειραγωγεί τη ροή της σκέψης του θεατή όλα μετριάζονται, χάνουν το ειδικό τους βάρος και διολισθαίνουν στο μελόδραμα.
Βαθμολογία: