22 Ιουλίου
- Utøya 22. Juli
- Utoya: July 22
- 2018
- Νορβηγία
- Νορβηγικά
- Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Ιστορική, Σινεφίλ
- 23 Ιουλίου 2020
Στις 22 Ιουλίου του 2011, πάνω από 500 παιδιά δέχτηκαν επίθεση στην κατασκήνωση του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος σε ένα νησί έξω από το Όσλο, από έναν ακροδεξιό, οπλισμένο με καραμπίνα τρομοκράτη. Νωρίτερα την ίδια μέρα, είχε βομβαρδίσει ένα κυβερνητικό κτίριο. Στη συνέχεια πήρε τον δρόμο για το νησί Ουτόγια. Η δεκαοχτάχρονη Κάγια και οι φίλοι της βρίσκονται στην κατασκήνωση και προσπαθούν να αφομοιώσουν την είδηση της βομβιστικής επίθεσης στο Όσλο. Ξαφνικά, ακούγονται πυροβολισμοί στο νησί. Η Κάγια προσπαθεί να επιβιώσει. Λεπτό προς λεπτό.
Σκηνοθεσία:
Erik Poppe
Κύριοι Ρόλοι:
Andrea Berntzen … Kaja
Aleksander Holmen … Magnus
Brede Fristad … Petter
Elli Rhiannon Muller Osbourne … Emilie
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Siv Rajendram Eliassen, Anna Bache-Wiig
Στόρι: Erik Poppe
Παραγωγή: Finn Gjerdrum, Stein B. Kvae,
Μουσική: Wolfgang Plagge
Φωτογραφία: Martin Otterbeck
Μοντάζ: Einar Egeland
Σκηνικά: Harald Egede-Nissen
Κοστούμια: Rikke Simonsen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Utoya 22. Juli
- Ελληνικός Τίτλος: 22 Ιουλίου
- Διεθνής Τίτλος: Utoya: July 22
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- 22 Ιουλίου (2018)
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου.
- Βραβείο φωτογραφίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
- Βραβείο πρώτου γυναικείου ρόλου (Andrea Berntzen) και δεύτερου γυναικείου ρόλου (Solveig Koloen Birkeland) στα βραβεία Amanda, τα εθνικά βραβεία της Νορβηγίας. Υποψήφιο σε ακόμα 5 κατηγορίες, μεταξύ αυτών και καλύτερης ταινίας.
- Βραβείο φωτογραφίας στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
Παραλειπόμενα
- Η ταινία γυρίστηκε με μία μονάχα λήψη, και ολόκληρη σε πραγματικό χρόνο.
- Τα γεγονότα έγραψαν και στην πραγματικότητα την τραγική τους ιστορία, αλλά οι χαρακτήρες εδώ είναι μυθοπλαστικοί. Σκοπός των δημιουργών ήταν να φανεί η πλευρά των θυμάτων, μέσω καθαρά της δικής τους οπτικής. Μάλιστα, ο δολοφόνος φαίνεται μονάχα ως μια φιγούρα περιφερειακά.
- Για να γραφτούν οι διάλογοι, οι δημιουργοί ήρθαν σε στενή επαφή με μάρτυρες της τραγωδίας.
- Μέσα στην ίδια χρονιά, γυρίστηκε στις ΗΠΑ το 22 July του Paul Greengrass, το οποίο επικεντρώνεται στο ίδιο ακριβώς γεγονός.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 15/6/2020
Το πλέον σίγουρο είναι πως ο Erik Poppe πετυχαίνει να περάσει το «point» του. Τα γεγονότα της Ουτόγια δεν είναι υλικό για μια ταινία καθαρής μυθοπλασίας, τουλάχιστον μιας που θα να μοιάζει με ένα ακόμα θρίλερ. Προέχει ο σεβασμός σε εκείνα τα νεαρά παιδιά που έζησαν έναν εφιάλτη πέρα από τη φαντασία, για χάρη του γούστου ενός ψυχοπαθούς δολοφόνου που ελάχιστη σημασία εντέλει είχαν τα κίνητρα του.
Ο νορβηγός δημιουργός υιοθετεί την κλασική οπτική μιας found-footage ταινίας, χωρίς ευτυχώς την ταυτοποίηση της με μία του υποείδους, μια και δεν υπάρχει κάποιος ήρωας που υποτίθεται κρατάει την κάμερα. Αυτή υποσυνείδητα είναι στα χέρια ενός ιδεατού ρεπόρτερ, που ακολουθεί κατά πόδας την κεντρική ηρωίδα, πιάνοντας μια έντονη μυρωδιά από όσα τότε συνέβησαν. Και πάλι ευτυχώς, το στόρι δανείζεται μεν στοιχεία από μαρτυρίες, αλλά οι χαρακτήρες που εμφανίζονται είναι μυθοπλαστικοί. Εν ολίγοις, ο Poppe πετυχαίνει να σου οπτικοποιήσει τον εφιάλτη, χωρίς να φτάνει σε ψυχολογικά έσχατα, αλλά την ίδια ώρα σου δίνει την ευκαιρία να προσομοιωθείς σε όσα βλέπεις, και να γίνεις κι εσύ ένα θύμα των άκρων της ανθρώπινης λογικής.
Παρόλο όμως που υπάρχει μια προσεκτικότητα κι ευαισθησία επί των όσων συνοψίζουν το φιλμ, δεν μπορείς να μην τη δεις κι από την κινηματογραφικά θριλερική της πλευρά, και να αναρωτηθείς αν έπρεπε καν να γυριστεί. Είναι αδιόρατα τα όρια ανάμεσα στο να συνειδητοποιήσεις ότι αυτό που παρακολουθείς είναι ένα πιθανό «τώρα» σου ανά πάσα στιγμή, και όχι ένα ακόμα τρομακτικό έργο αγωνίας, που στα λάθος μάτια μπορεί να αναπαράγει θήτες. Τα γεγονότα δυστυχώς είναι τέτοια, που δεν είναι εύκολο να τα συνδέσεις με το ιστορικό τους πλαίσιο, κάτι στο οποίο δεν σε βοηθάει και ο σκηνοθέτης. Έτσι, ναι μεν δεν έχουμε ακόμα μια ταινία τρόμου, αλλά επί της ουσίας το φιλμ δεν είναι ικανό να αποστερηθεί τελείως αυτή την αποκρουστική ως σκέψη στην προκειμένη περίπτωση ιδιότητα. Όσο καλές κι αν είναι οι προθέσεις, μην έχοντας ένα καθαρό ντοκιμαντέρ, δεν γίνονταν να αποφευχθεί μια δόση κατάχρησης της αλήθειας για τη δημιουργία μιας ανατριχιαστικής ταινίας.
Εκεί, πάλι, που δίνεις ένα μπράβο στον Poppe, είναι ότι δεν σου δίνει μια σπλάτερ ταινία. Προσέχει να είναι ελεγχόμενη η παρουσία του αίματος, κι ενώ ο θάνατος είναι ολόγυρα, η κάμερα δεν ζουμάρει πάνω του σε σημείο να σε πετάξει εκτός οθόνης. Ναι, αυτό μειώνει τη «θριλερική» δυναμική, αλλά θα ήταν άδικο για τα θύματα να γίνουν τέτοιου είδους βορά. Η δε οπτική παρουσία του δολοφόνου είναι μηδαμινή, κάτι εξίσου θετικό. Αρκεί στο φινάλε μια γραπτή δήλωση πάνω στα κίνητρα του, για να μην ξεχάσουμε και τελείως την ύπαρξη μιας «ιδεολογίας» που προτρέπει σε παρόμοιες πράξεις τους πιστούς της.
Πιο ύπουλο κι από μάχη σε πεδίο πολέμου, συνώνυμο με την αδιαφορία μας να κάνουμε κάτι για μια καλύτερη κοινωνία, όσο ο άνθρωπος αρνείται να γίνει εξολοκλήρου πολιτισμένος, θα έχουμε μια Ουτόγια ανά τακτά διαστήματα. Κι αν μάλιστα ανοίξουμε τα μάτια μας στην έγκυρη πληροφόρηση, θα μάθουμε ξάφνου ότι όσα βλέπουμε επί της οθόνης, συμβαίνουν παραπάνω κι από τακτικά ανά τον πλανήτη.
Βαθμολογία: