
Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους
- Upside Down
- 2012
- Γαλλία, Καναδάς
- Αγγλικά
- Αισθηματική, Δραματική, Επιστημονικής Φαντασίας, Φαντασίας
- 01 Ιανουαρίου 2013
Ο Άνταμ είναι ένας φαινομενικά συνηθισμένος άνθρωπος σε ένα ιδιαίτερα ασυνήθιστο σύμπαν. Ζει ταπεινά, προσπαθώντας να βγάλει μια άκρη στη ζωή του, αλλά το ρομαντικό μυαλό του παραμένει κολλημένο σε ένα κορίτσι που γνώρισε μια φορά κι έναν καιρό σε έναν άλλο κόσμο, σε έναν ανεστραμμένο πλούσιο κόσμο που είχε τη δική του βαρύτητα, και ο οποίος βρίσκεται ακριβώς από πάνω, αλλά που κανείς δεν μπορεί να τον πλησιάσει. Ένα κορίτσι που το έλεγαν Εύα. Το παιδικό τους φλερτ γίνεται ένας ανεκπλήρωτος έρωτας. Όταν όμως θα δει την ενήλικη πια Εύα στην τηλεόραση, τίποτα δεν θα τον εμποδίσει να την ξανακερδίσει. Ούτε καν οι νόμοι της φυσικής.
Σκηνοθεσία:
Juan Solanas
Κύριοι Ρόλοι:
Jim Sturgess … Adam Kirk
Kirsten Dunst … Eden Moore
Timothy Spall … Bob Boruchowitz
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Juan Solanas
Παραγωγή: Claude Leger, Dimitri Rassam, Aton Soumache, Jonathan Vanger, Alexis Vonarb
Μουσική: Benoit Charest
Φωτογραφία: Pierre Gill
Μοντάζ: Paul Jutras
Σκηνικά: Alex McDowell
Κοστούμια: Nicoletta Massone
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Upside Down
Ελληνικός Τίτλος: Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για φωτογραφία και ειδικά εφέ στα εθνικά βραβεία του Καναδά.
Παραλειπόμενα
- Ο Emile Hirsch ήταν σε συζητήσεις για τον κεντρικό ρόλο.
- Γυρίστηκε στις ΗΠΑ για λόγους χαμηλότερης φορολογίας.
- Το στόρι ήρθε ως έμπνευση στον δημιουργό από ένα όνειρο που είδε.
- Κόστισε 50 εκατομμύρια δολάρια, και έβγαλε μόλις 8,1.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στο φινάλε ακούγεται το τραγούδι Falling Down. Δεν υπάρχει όμως στα κρέντιτ, και κανείς δεν αναφέρεται ως ερμηνευτής του.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Δημήτρης Κωνσταντίνου-Hautecoeur
Έκδοση Κειμένου: 30/12/2012
Η ανάμιξη ρομάντζου με φανταστικά στοιχεία θα φάνταζε πριν από κάποια χρόνια μάλλον ριψοκίνδυνη. Βρίσκοντας, όμως, αρχικά επιτυχία στη λογοτεχνία και τολμώντας στη συνέχεια να διασχίσει τη γέφυρα προς την τηλεόραση και τον κινηματογράφο, πλέον αποτελεί σίγουρη συνταγή εισπρακτικής επιτυχίας. Τόσο σίγουρη, μάλιστα, που τα στούντιο φανερώνουν παντελή αδιαφορία για την καλλιτεχνική, πέρα από την καθαρά τεχνική, πλευρά ταινιών όπως το «Ανάμεσα σε Δύο Κόσμους». Οι μόνοι συντελεστές που είναι σημαντικοί για την πορεία του φιλμ στα ταμεία (και άρα απασχολούν την παραγωγή) δεν είναι παρά το πρωταγωνιστικό ζευγάρι και η ταινία διαθέτει δύο γερά ονόματα σε αυτούς τους ρόλους. Από εκεί και πέρα, η σκηνοθεσία φαίνεται πως δε χρειάζεται να είναι κάτι παραπάνω από διεκπεραιωτική, ακόμα κι αν αυτό σημαίνει πως δε θα διστάσει να τραβήξει τις -κατά τ’ άλλα πολύ εντυπωσιακές- εικόνες από τα μαλλιά σε σημείο υπερβολής ή πως σε στιγμές θα καταλήξει άθελά της να αγγίζει επίπεδα κωμωδίας -κάτι στο οποίο δυστυχώς συμβάλλει και η ερμηνεία του Sturges. Παρομοίως και για το σενάριο, ας μην έχει τίποτα να προσφέρει από ένα σημείο και μετά, ας είναι απλοϊκότατο, ας μην έχει ολοκληρωθεί σε σύλληψη, αρκεί να υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κεντρική ιδέα. Όμως… και τι κεντρική ιδέα!
Η ιστορία δύο συνυπαρχόντων, ανάποδων (ο ένας πάνω από τον άλλον) κόσμων, με ξεχωριστή βαρύτητα, όπου οι σχέσεις των κατοίκων του «Πάνω» μέρους με εκείνους του «Κάτω» είναι απαγορευμένες, είναι αδύνατο να μη σε κερδίσει, αν όχι συνεπάρει. Μέσα σε μια κατάσταση διαρκούς εκμετάλλευσης των εξαθλιωμένων «Κάτω» από τους ευκατάστατους «Πάνω», που χαρίζει στην ιστορία μια αλληγορική υπόσταση με κοινωνική χροιά, θα εξελιχθεί μια ιστορία παράνομου έρωτα (μεταξύ του Sturges από τον «Κάτω» κόσμο και την Dunst από τον «Πάνω»), η οποία ομολογουμένως είναι και γεμάτη από ανέμπνευστα κλισέ και συναισθηματικά επιφανειακή. Όμως η σχεδόν καθηλωτικά ενδιαφέρουσα βασική ιστορία σε συνδυασμό με τις εκθαμβωτικές φαντασμαγορικές εικόνες που την κατακλύζουν είναι αρκετές για να κρατήσουν ειλικρινά όλη την ταινία στις πλάτες τους.
Πάνω απ’ όλα όμως, από το πρώτο λεπτό, στους τίτλους αρχής, μέσω ενός voice over από τον πρωταγωνιστή να αναρωτιέται αν «η αγάπη μπορεί να νικήσει τους νόμους της βαρύτητας», γίνεται απολύτως κατανοητή η αντιμετώπιση την οποία ζητά η ταινία από τον θεατή της. Ποτέ δεν τον υποχρεώνει να την πάρει στα σοβαρά, παρά να την παρακολουθήσει αντιλαμβανόμενος την καθαρά παραμυθένια διάστασή της, υπό το πρίσμα της οποίας δικαιολογείται και η πλειοψηφία των σεναριακών της ατελειών και των εικαστικών της υπερβολών. Ακόμα βέβαια κι αν αυτό το παραμύθι, όπως φαίνεται, πρόκειται να λησμονηθεί πολύ συντομότερα απ’ όσο θα ήλπιζε, δεν αποτυγχάνει στην αλληγορική του διάθεση και στην ευχάριστη παρακολούθησή του.
Βαθμολογία: