Η Σαρλότ είναι μια παντρεμένη γυναίκα, αλλά ασφυκτιώντας σε ένα βαλτωμένο γάμο, διατηρεί ερωτική σχέση με έναν νεαρό ηθοποιό. Ο προσγειωμένος, μεσήλικας σύζυγός της, ο Πιερ, παρά το γεγονός ότι η σχέση του με τη Σαρλότ έχει βαλτώσει, επιμένει να κάνει μαζί της παιδί. Οι βάσιμες υποψίες του ότι τον απατά, τους εξωθούν σε συχνούς καβγάδες και δεν διστάζει να προσλάβει έναν ντετέκτιβ να την παρακολουθεί. Ο νεαρός ηθοποιός, ο Ρομπέρ, που μοιράζεται το κρεβάτι της απιστίας με τη Σαρλότ, τρέφει ειλικρινή συναισθήματα, και παρόλο που μαζί της λειτουργεί σαν ένα σκανταλιάρικο παιδί που κάνει αταξίες, θέλει τη Σαρλότ αποκλειστικά δική του. Το ερωτικό παιχνίδι θα διακοπεί όταν η Σαρλότ θα διαπιστώσει ότι είναι έγκυος. Οι σκέψεις της Σαρλότ πλέον δεν καθοδηγούνται από το ερώτημα ποιος είναι ο πατέρας, αλλά ποιος είναι ο καταλληλότερος πατέρας για το παιδί της.

Σκηνοθεσία:

Jean-Luc Godard

Κύριοι Ρόλοι:

Macha Meril … Charlotte

Bernard Noel … Robert

Philippe Leroy … Pierre

Roger Leenhardt … Roger Leenhardt

Christophe Bourseiller … Nicolas

Jean-Luc Godard … αφηγητής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean-Luc Godard

Παραγωγή: Philippe Dussart, Maurice Urbain

Φωτογραφία: Raoul Coutard

Μοντάζ: Andree Choty, Francoise Collin, Agnes Guillemot, Gerard Pollicand

Σκηνικά: Henri Nogaret

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Une Femme Mariee
  • Ελληνικός Τίτλος: Μια Παντρεμένη Γυναίκα
  • Διεθνής Τίτλος: A Married Woman
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Une Femme Mariee: Suite de Fragments d’un Film Tourne en 1964
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The Married Woman

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.

Παραλειπόμενα

  • Ο Godard συνάντησε στο φεστιβάλ Κανών τον Μάη του 1964 τον Luigi Chiarini, διευθυντή του φεστιβάλ Βενετίας, και του υποσχέθηκε ότι θα του έχει μια ταινία έτοιμη μέχρι και την έναρξη της Μόστρα τον Αύγουστο.
  • Ο γάλλος δημιουργός επηρεάστηκε άμεσα θεματικά από το Απαλό Δέρμα (1964) του Francois Truffaut, μια ταινία που μόλις είχε δει στις Κάνες και θαύμασε. Αλλά για να το πράξει, πρώτα ήρθε σε επικοινωνία με τον συνάδελφο του, ρωτώντας τον αν μπορεί να κάνει μια δική του εναλλαγή πάνω στο ίδιο θέμα.
  • Στη Βενετία η υποδοχή ήταν παραπάνω από θετική. Ο Michelangelo Antonioni συνεχάρη προσωπικά τον Godard, ενώ ακόμα κι αυτοί οι γαλλοι κριτικοί του Cahiers du Cinema που πριν κάποιες ημέρες τού γύρισαν την πλάτη για το Μια Ξεχωριστή Συμμορία, εδώ τον επευφήμησαν. Παρόλα αυτά, η επιτροπή λογοκρισίας, με ψήφους 15-5, αποφάσισε να απαγορεύσει την προβολή της ταινίας. Ο λόγος εντοπίζονταν στον τίτλο, ως υπόνοια ότι όλες οι γυναίκες απατούν τους συζύγους τους, αλλά φυσικά και στις ερωτικές σκηνές. Τότε ο υπουργός πληροφορικών Alain Peyrefitte δέχτηκε να συναντήσει τον Godard, κι αυτή ήταν η εκκίνηση ενός διαλόγου που κράτησε επί μήνες. Με τον σκηνοθέτη να επιμένει ότι οι λόγοι της απαγόρευσης ήταν πολιτικοί, εντέλει έκοψε λίγο “γυμνό”, άλλαξε τον τίτλο μακραίνοντας τον και η ταινία βγήκε στις αίθουσες.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Πέντε μουσικά θέματα του Ludwig van Beethoven ντύνουν ηχητικά το φιλμ. Χαρακτηριστική όμως θέσει καταλαμβάνει σε μια σκηνή και το τραγούδι Quand le Film est Triste, με ερμηνεύτρια τη Sylvie Vartan.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 8/6/2023

Όταν ο Jean-Luc Godard γύρισε αυτή την ταινία μεταξύ του «Μια Ξεχωριστή Συμμορία» (1964) και του «Αλφαβίλ» (1965) βρισκόταν σχεδόν στο απόγειο της τέχνης του. «Θεωρώ την ’Παντρεμένη Γυναίκα’ ως ένα καθαρά τεχνικό έργο, που περιλαμβάνει έναν σύζυγο, έναν εραστή, ένα αυτοκίνητο και ένα διαμέρισμα. Παρακολουθώ την ηρωίδα ζωντανά με την κάμερά μου, χωρίς να επιχειρήσω την παραμικρή ανάλυση, να κρίνω ή να εξηγήσω, περίπου σαν να μου είχαν ζητήσει να γυρίσω ένα ντοκιμαντέρ για  κάμπιες». Αυτή η δήλωση του Godard δίνει μια σαφή ιδέα για τον τόνο της ταινίας. Ωστόσο, το εν λόγω «ντοκιμαντέρ» είναι απλώς μια πρόφαση και αντί για τις «κάμπιες», ο σκηνοθέτης ανακυκλώνει γνώριμα του θέματα: απιστία, ενοχή, ευθύνη, φεμινισμός, εμπορευματοποίηση του γυναικείου σώματος.

Η Charlotte (Macha Meril) είναι μια νεαρή, σύγχρονη γυναίκα που έχει έναν σύζυγο, τον Pierre (Philippe Leroy), που την αγαπά πολύ και έναν όμορφο γιο. Ωστόσο έχει κι έναν εραστή, τον ηθοποιό Robert (Bernard Noel), τον οποίο συναντά όταν ο Pierre λείπει. Δεν τον αγαπά, αλλά της αρέσει η συντροφιά του.

Ο Pierre υποψιάζεται ότι η Charlotte τον απατά, αλλά φαίνεται απρόθυμος να το αντιμετωπίσει. Όμως αν δεν πάρει την κατάσταση στα χέρια του, μπορεί να τη χάσει. Πώς ακριβώς θα το κάνει όμως; Τι θα της πει;

Το συζυγικό ζευγάρι κάνει έρωτα. Μετά αρχίζουν να μαλώνουν -ο Pierre χαστουκίζει τη Charlotte και μετά της ζητά να τον συγχωρήσει. Του απαντά ότι πάντα ζητάει συγχώρεση αλλά ο ίδιος ποτέ δεν συγχωρεί. Πρέπει να είναι υπομονετικός, πρέπει να την εμπιστευτεί και να καταλάβει ότι χρειάζεται χρόνο για να συγκολληθεί αυτό που έχει διαρραγεί. Όταν μάλιστα η Charlotte διαπιστώνει την εγκυμοσύνη της, δεν ενδιαφέρεται τόσο για την πατρότητα του παιδιού αλλά για το ποιος από τους δύο είναι ο πιο κατάλληλος σύντροφος.

Η απογοήτευση είναι το κοινό συναίσθημα που βιώνει ο καθένας από τους τρεις χαρακτήρες σε όλη τη διάρκεια της ταινίας. Για παράδειγμα, η Charlotte πρέπει να αποφασίσει αν αγαπά ακόμα τον Pierre και αν αξίζει να προσπαθήσει να σώσει τον γάμο τους. Ο Pierre πρέπει να ανακαλύψει αν θα μπορούσε να εμπιστευτεί τη Charlotte και να μάθει να την αγαπά όπως εκείνη θέλει. Ο Robert πρέπει να πείσει τη Charlotte ότι δεν παίζει θέατρο μαζί της.

Η «Παντρεμένη Γυναίκα» είναι ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που ταλαντεύεται ανάμεσα στο ερωτικό τρίγωνο και στο φεμινιστικό υποκείμενο μήνυμα. Η πραγματική αρετή της ταινίας είναι ότι είναι μπροστά από την εποχή της και ανοίγει την πόρτα στη χειραφέτηση και την απελευθέρωση των γυναικών. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει τον Godard είναι ο βαθμός στον οποίο μια καθημερινή γυναίκα της δεκαετίας του ‘60  χειραγωγείται και υποβάλλεται σε πλύση εγκεφάλου από την εμπορική υποκουλτούρα της διαφήμισης.

Το πρώτο πράγμα που εντυπωσιάζει κατά τη θέαση της «Παντρεμένης Γυναίκας» είναι η ομορφιά της φωτογραφίας του Raoul Coutard, με τις υπέροχες λήψεις του να αναδύουν αληθινή ποίηση στον τρόπο με τον οποίο κινηματογραφείται το σώμα της Macha Méril.

Ο φορμαλιστής Godard σχεδιάζει το φιλμ πάνω στη βασική αρχή της θεωρίας του: ο κινηματογράφος είναι πραγματικότητα και μυθοπλασία ταυτόχρονα. Η ταινία είναι αποδομημένη τόσο στο περιεχόμενο όσο και στη μορφή, όπου έχουμε ένα είδος διαδοχής σκηνών με την πλειονότητα των στατικών πλάνων να θυμίζει κολλάζ. Η πλοκή κατακερματίζεται σε ετερογενή τμήματα, υπάρχει μια πληθώρα αναφορών σε κινηματογραφικές και λογοτεχνικές προσωπικότητες που έχουν επηρεάσει τη δουλειά του σκηνοθέτη, υπάρχουν συνεντεύξεις σε στυλ «cinéma vérité», εσωτερικοί μονόλογοι, κοινωνιολογικές συζητήσεις, διαφημιστικές αφίσες, πίνακες ζωγραφικής, κινηματογραφικά κλιπ, φωτογραφίες, κόμικς. Με τη συγχώνευση όλων αυτών των ετερόκλητων κινηματογραφικών τεχνικών και δομικών στοιχείων ο Godard αποδομεί τη «γαλλική παράδοση» και προσεγγίζει την ποπ πρωτοπορία.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

22 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *