Η 92χρονη Μαντλέν καλεί ένα ταξί. Ο Σαρλ, ένας απογοητευμένος από τη ζωή του οδηγός με τρυφερή καρδιά, δέχεται να την περάσει από τα μέρη που επηρέασαν τη ζωή της. Μέσα από τους δρόμους του Παρισιού, αποκαλύπτεται το εξαιρετικό παρελθόν της. Δεν το γνωρίζουν ακόμα, αλλά κατά τη διάρκεια αυτής της διαδρομής θα δημιουργηθεί μια φιλία που θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.
Σκηνοθεσία:
Christian Carion
Κύριοι Ρόλοι:
Line Renaud … Madeleine Keller
Dany Boon … Charles
Alice Isaaz … Madeleine Keller (νεαρή)
Jeremie Laheurte … Raymond ‘Ray’ Haguenot
Gwendoline Hamon … Denise Keller
Julie Delarme … Karine
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Cyril Gely, Christian Carion
Παραγωγή: Christian Carion, Laure Irrmann
Μουσική: Philippe Rombi
Φωτογραφία: Pierre Cottereau
Μοντάζ: Loic Lallemand
Σκηνικά: Chloe Cambournac
Κοστούμια: Agnes Noden
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Une Belle Course
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Σοφέρ της Κυρίας Μαντλέν
- Διεθνής Τίτλος: Driving Madeleine
Παραλειπόμενα
- Όπως αποκάλυψε ο σκηνοθέτης, το σενάριο δεν είχε γραφτεί για το συγκεκριμένο πρωταγωνιστικό δίδυμο. Η Line Renaud όμως του είχε εκφράσει προ 10 ετών την επιθυμία της να παίξει σε ταινία του, ενώ ο Dany Boon βρίσκονταν αρχικά στην ομάδα των συμπαραγωγών.
- Ο Pierre Cottereau χρησιμοποιεί για το Παρίσι εικόνες που προβάλλονται από οθόνη LCD 4K. Είχε ήδη εργαστεί πάνω σε αυτή την τεχνική για τηλεταινία του Canal +, και εδώ μπαίνει για πρώτη φορά κάτι τέτοιο σε λειτουργία για ταινία μεγάλου μήκους. Υπάρχουν όμως και σκηνές με ζωντανά πλάνα της μεγαλούπολης.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 18/5/2023
Διαθέτει έναν ρομαντισμό (όχι κυρίως ερωτικού χαρακτήρα) η ταινία του Christian Carion, που θα μπορούσε κανείς να κατηγορήσει ως αφελή, αλλά που κουβαλάει ταυτόχρονα μια ανθρωπιά που δεν μοιάζει επίπλαστη, και αυτό σίγουρα πιστώνεται στα θετικά. Παρατηρείται επίσης εδώ για μια ακόμη φορά και η ολοένα και αυξανόμενη τάση του γαλλικού κινηματογράφου τα τελευταία χρόνια να στρέφει τους προβολείς στην κατάσταση της χώρας του επί Macron, με όλη την ανασφάλεια που επικρατεί κυρίως στο εργασιακό περιβάλλον και όχι μόνο. Και γενικότερα επικρατεί αυτή η αίσθηση της δραμεντί που, παρότι δεν έχει πολλές εκπλήξεις, σέβεται τον μέσο θεατή και έχει μια αρκετά καλή επίγνωση των «κουμπιών» του.
Το δραματικό στοιχείο από το ξεκίνημα κιόλας υπερισχύει του χιουμοριστικού, το οποίο είναι τόσο όσο χρειάζεται, και ίσως αυτή να είναι και η απαιτούμενη ισορροπία για να λειτουργήσει η αφήγηση αλλά και η χημεία που σταδιακά αναπτύσσεται μεταξύ των δύο κεντρικών ερμηνευτών. Βέβαια όσοι ψάχνουν πρωτίστως την ψυχαγωγική αξία ενδέχεται να «μουτρώσουν» κάπως γι’ αυτόν τον λόγο και ειδικά όταν πέφτει απότομα λίγο σκοτάδι παραπάνω στο μείγμα. Τα φλας-μπακ μάλλον είναι απαραίτητα, αυτό όμως δεν σημαίνει πως δεν αποδυναμώνουν κάπως το κομμάτι του φιλμ που διαδραματίζεται στο σήμερα από την άποψη ότι κόβουν κινηματογραφικό χρόνο από την αλληλεπίδραση ανάμεσα σε Renaud και Boon που είναι ουσιαστικά η κινητήρια δύναμη του σεναρίου. Τουλάχιστον αποφεύγεται η «νάρκη» της εύκολης νοσταλγίας και το παρελθόν εντάσσεται σε ένα σχετικά αληθοφανές πλαίσιο.
Το πρωταγωνιστικό ντουέτο πραγματικά στηρίζει το σύνολο ως εκεί που δεν πάει. Η Line Renaud εκπέμπει σε όλες τις σωστές συχνότητες που είναι αναγκαίες για μια ηρωίδα σαν τη συγκεκριμένη, έχει ζεστασιά στην ερμηνεία της χωρίς να είναι γλυκανάλατη, τουλάχιστον τις περισσότερες φορές. Και ο Dany Boon κάνει την έκπληξη σε έναν ρόλο με μεγαλύτερη σοβαρότητα από τον μέσο όρο των επιλογών του, με έναν αέρα αξιοπρέπειας της σύγχρονης εργατικής τάξης αβίαστα ευρωπαϊκό όσον αφορά την τεχνική.
Εκβιάζεται και το συναίσθημα σε κάποιες σκηνές και ειδικά στο φινάλε που προσπαθεί να εντυπωσιάσε με έναν τρόπο που είναι αταίριαστα χολιγουντιανός, όμως σε γενικές γραμμές αυτό που προκύπτει σίγουρα δεν είναι φτηνιάρικο. Πρόκειται για προσεγμένη ταινία κοινού, που διαθέτει τα περισσότερα από τα συστατικά που είναι αρεστά σε ένα όσο το δυνατόν ευρύτερο ποσοστό της μάζας των σινεφίλ που επιλέγουν συνειδητά το mainstream θέαμα. Κοινώς, δεν συγκαταλέγεται στις εμπορικές «αρπαχτές» της εν λόγω κινηματογραφίας, ακόμη και αν τελικά δεν απογειώνεται σε κάτι ανώτερο από μια αρκούντως συμπαθητική συντροφιά για 90 λεπτά.
Βαθμολογία: