
Ο Θείος Μπούνμε πάσχει από μια σοβαρή ασθένεια, και γι’ αυτό επέλεξε να περάσει τις τελευταίες μέρες της ζωής του περιτριγυρισμένος από τους αγαπημένους του ανθρώπους στην εξοχή. Ξαφνικά, το φάντασμα της αγαπημένης του γυναίκας φαίνεται να νοιάζεται γι’ αυτόν, καθώς κι ο εξαφανισμένος γιος του, ο οποίος επιστρέφει στο σπίτι σε μη ανθρώπινη μορφή.
Σκηνοθεσία:
Apichatpong Weerasethakul
Κύριοι Ρόλοι:
Thanapat Saisaymar … θείος Boonmee
Natthakarn Aphaiwonk … Huay
Geerasak Kulhong … Boonsong
Jenjira Pongpas … Jen
Sakda Kaewbuadee … Tong
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Apichatpong Weerasethakul
Παραγωγή: Simon Field, Hans W. Geissendorfer, Keith Griffiths, Michael Weber, Apichatpong Weerasethakul
Φωτογραφία: Sayombhu Mukdeeprom
Μοντάζ: Lee Chatametikool
Σκηνικά: Akekarat Homlaor
Κοστούμια: Chatchai Chaiyon, Buangoen Ngamcharoenputtasri
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Loong Boonmee Raleuk Chat
Ελληνικός Τίτλος: Ο Θείος Μπούνμι Θυμάται τις Προηγούμενες Ζωές του
Διεθνής Τίτλος: Uncle Boonmee Who Can Recall His Past Lives
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: A Man Who Recall Past Lives του Phra Sripariyattiweti.
Κύριες Διακρίσεις
- Καλύτερη ταινία στα Ασιατικά Βραβεία.
- Χρυσός Φοίνικας στο φεστιβάλ Κανών.
- Επίσημη πρόταση της Ταϊλάνδης για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Πρώτη ταϊλανδική ταινία που κερδίζει τον Χρυσό Φοίνικα.
- Η ταινία κλείνει μια καλλιτεχνική multi-platform με τίτλο Primitive. Αυτή έχει ως επίκεντρο το χωριό Νάμπουα στα βορειοδυτικά της Ταϊλάνδης. Το 2009, είχαν παρουσιαστεί ένα επτάπτυχο video-installation και δύο μικρού μήκους ταινίες.
- Η ιστορία προέρχεται από ένα βιβλίο που γράφτηκε από έναν βουδιστή μοναχό, όπου όπως υποστήριζε τον είχε επισκεφτεί ένας άντρας με το όνομα Μπούνμι, και αναπολούσε μέσω διαλογισμού τις προηγούμενες ζωές του. Όταν το 1983 εκδόθηκε το βιβλίο, ο Μπούνμι είχε ήδη φύγει από τη ζωή.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος
Έκδοση Κειμένου: 24/1/2011
Η πρώτη μου επαφή με το σινεμά του Απιτσατπόνγκ Ουερασεθακούλ έγινε πριν κάποιους μήνες, όταν είδα το Tropical Malady που του χάρισε στις Κάνες το βραβείο «ένα κάποιο βλέμμα» το 2004, πριν εισπράξει τον Χρυσό Φοίνικα πέρσι με τον «Θείο Μπούνμι». Παρόλο που αγαπώ τα πειράματα και την αναζήτηση ενός διαφορετικού και πολύ προσωπικού στιλ από τους Auters, ήμουν επιφυλακτικός. Βλέποντας τώρα το «Ο θείος Μπούνμι θυμάται τις προηγούμενες ζωές του» αρχίζω να εξοικειώνομαι με την γραφή του, χωρίς να παύω να έχω επιφυλάξεις. Το τωρινό του έργο είναι περισσότερο δομημένο και ο ιδιότυπος ανιμισμός που κυριαρχεί στο φιλμικό σύμπαν του σε μαγνητίζει πολύ πιο ισχυρά από το προηγούμενο, με μια, αργή όπως πάντα, ναρκωτική δραματουργική διαδικασία και μια πλαστικότητα που έχει μαστοριά. Το έργο μοιάζει με οραματισμό υπό την επίδραση οπίου και οι στοχασμοί που εμπεριέχονται διαχέονται σαν ομίχλη, αρνούμενοι την σαφήνεια και διαλεκτική «σκληρότητα» της δυτικής σκέψης. Από την άλλη, αυτό μπορεί να ειδωθεί και ως πανέξυπνο κόλπο, μια αβάντα, ένα ψάρεμα για να πιαστούν στα δίχτυα σινεφίλ και φεστιβαλίζοντες. Έτσι κι αλλιώς η τέχνη είναι μαγεία και η μαγεία έχει δυο όψεις: θεραπευτική υπέρβαση και φενάκη.
Αλλά να δούμε τα της ταινίας. Ο θείος Μπούνμι που ζει στο κτήμα του, έχει σοβαρή πάθηση στα νεφρά και έρχεται να τον γηροκομήσει η αδελφή της πεθαμένης γυναίκας του, ενώ την νοσοκομειακή φροντίδα αναλαμβάνει ένας μετανάστης, όπως μετανάστες από το Λάος είναι και οι εργάτες στα χωράφια του. Ένα βράδυ, ενώ δειπνούν στην βεράντα έρχεται το φάντασμα της γυναίκας του και κάθεται μαζί τους ενώ λίγο παρακάτω έρχεται και ο από χρόνια εξαφανισμένος γιός του, μεταμορφωμένος σε άνθρωπο-πίθηκο. Συζητούν για τα παλιά ως αυτό να ήταν μια καθημερινότητα, βλέπουν οικογενειακές φωτογραφίες κ.λπ. Σε άλλη σεκάνς στα χωράφια με τα οπωροφόρα, ο θείος Μπούνμι λέει ότι η αρρώστιά του είναι το κάρμα για τους τόσους κομμουνιστές που σκότωσε στον πόλεμο. Η κουνιάδα του αναφέρει ότι ο πατέρας της αποσύρθηκε στην ζούγκλα και αντί να σκοτώνει αντιπάλους σκότωνε ζώα. Από την κουνιάδα πάλι έχουμε ένα σχόλιο που δείχνει ότι ο νοσοκόμος και μάλλον και οι εργάτες, οι «οποίοι μυρίζουν», δεν καλοπληρώνονται. Κοινωνικά data που πέφτουν σαν σταγόνες στο διάλυμα για να δώσουν μια ακόμα γεύση;
Παρακάτω έχουμε μια βραδινή σεκάνς που αναπαριστά ένα παραμύθι των παλιών καιρών. Μια γερασμένη πριγκίπισσα σε βραδινή πορεία με το φορείο της, τους βαστάζους και τους υπηρέτες, κάνει στάση σε μια ειδυλλιακή λίμνη. Θρηνεί για την χαμένη της ομορφιά και δεν παρηγορείται από την ερωτική διαθεσιμότητα ενός νεαρού υπηρέτη αλλά ενδίδει σε ένα γατόψαρο που της μιλάει και την πείθει να μπει στο νερό, όπου και εισχωρεί στα σκέλια της προκαλώντας της οργασμό – εδώ να προσθέσουμε ότι η ταινία ξεκινάει με μια νυχτερινή σκηνή, όπου ένα βόδι στην ζούγκλα ξεφεύγει από το δέντρο όπου είναι δεμένο, για να το μαζέψει λίγο αργότερα ο αφέντης του. Όταν ο θείος Μούνμι αισθάνεται ότι πλησιάζει το τέλος, τους οδηγεί πάλι τη νύχτα σε μια σπηλιά διάστικτη από μικρά φωσφορίζοντα σημεία σαν άστρα λέγοντας ότι «σε αυτή τη μήτρα» γεννήθηκε, ενώ τον κοιτούν από μακριά άνθρωποι -πίθηκοι με κόκκινα μάτια όπως ο γιός του. Επίσης μιλάει για ένα όραμα του μέλλοντος που είχε, εικόνες από το οποίο βλέπουμε μόνο ως φωτογραφίες. Κάποιο απολυταρχικό καθεστώς συλλαμβάνει ανθρώπους που έχουν μνήμη του παρελθόντος. Θέλουν να διαγράψουν την ιστορία, προφανώς, υποθέτουμε, γιατί η ιστορία περιέχει μαύρες σελίδες που δεν συμφέρουν την εξουσία.
Όταν ο θείος Μπούνμι πεθαίνει, παρακολουθούμε την βουδιστική νεκρώσιμη τελετή στην οποία ο παλιός σοβαρός ιερατικός τόνος, «φαλτσάρει» από τις neon διακοσμήσεις και τα σύγχρονα μπιχλιμπίδια. Λίγο μετά στο ξενοδοχείο, ο νεαρός μοναχός που είναι μέλος της οικογένειας (στην ζωή σύντροφος του σκηνοθέτη) έρχεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, όπου έχει καταλύσει η κουνιάδα με τη μια της κόρη, και επειδή έχει μπουχτίσει από τη βαρεμάρα στον παρακείμενο ναό (όπου η κηδεία) κάνει μπάνιο, παρατάει την ώχρα, φοράει το τζιν του και μαζί με την κουνιάδα αφήνουν (κυριολεκτικά) τους εαυτούς τους να κάθονται μπροστά από την τηλεόραση και πηγαίνουν (ως διπλή υπόσταση) στο μπαρ να φάνε υπό την υπόκρουση ροκ μουσικής. Η μοντέρνα εποχή που διαλύει την παλιά μαγεία…ή μήπως όχι;
Υπάρχουν πλείστες αφορμές για επί μέρους σκέψεις ενώ πολύ συχνά ο ένας ρωτάει τον άλλο κάτι χωρίς να εισπράξει μια απάντηση. Το βόδι, η πριγκίπισσα, το γατόψαρο ή ο υπηρέτης ήταν άλλες ενσαρκώσεις του Μπούνμι; μπορεί. Ο γιός και οι άνθρωποι-πίθηκοι είναι μια προβολή των ενοχών του πολέμου; ίσως. Ο Βερασεθακούλ πετάει ιδεολογικές πινελιές στον καμβά του, αλλά μόνο για να εξυπηρετήσει αυτό που ξεκίνησα να λέω στην αρχή. Βυθίζεται την σοφία της ανατολικής παράδοσης, ιδιαίτερα την βουδιστική που αντιμετωπίζει την λογική ως μια ακόμη ψευδαίσθηση. Βαθιά μεταφυσικός (εκτός κι αν δεν πιάνω καλά κάποιον υπόγειο σαρκασμό), χάνεται μέσα στη φύση που πεισματικά στέκει ως ουσία και όχι ως λογική δομή, σιωπηλή ως θεός και με ψυχικούς νευρώνες που συνδέουν τα πάντα με τα πάντα. Στο φιλμικό σύμπαν του σκηνοθέτη, το φάντασμα και ο άνθρωπος, το παρελθόν και το παρόν, η φύση και η πόλη το σινεμά και η πραγματικότητα, βρίσκονται όλα στο ίδιο πεδίο. Όπως και η «Τροπική ασθένεια», είναι ένα ακόμη ποίημα, άσχετα αν αρέσει σε κάποιον ή όχι. Και με τους κανόνες της ποίησης, ο Βερασεθακούλ τα πάει καλά. Θα τον αποκαλούσα μάλιστα σύγχρονο, σοφιστικέ Παζολίνι, επηρεασμένο από τεχνικές των Λιντς και Ταρκόφσκι.
Βαθμολογία: