Όταν η Ροζ φθάνει στη Γαλλία, εγκαθίσταται στο διαμέρισμα φίλων στα προάστια του Παρισιού, μαζί με τους δύο γιους της, Ζαν και Ερνέστ. Η δημιουργία και η διάλυση μιας οικογένειας από το τέλος της δεκαετίας του ’80 μέχρι τις μέρες μας.
Σκηνοθεσία:
Leonor Serraille
Κύριοι Ρόλοι:
Annabelle Lengronne … Rose
Stephane Bak … Jean
Ahmed Sylla … Ernest
Audrey Kouakou … Eugenie
Jean-Christophe Folly … Jules Cesar
Majd Mastoura … Malick
Laetitia Dosch … Anna
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Leonor Serraille
Παραγωγή: Sandra da Fonseca
Φωτογραφία: Helene Louvart
Μοντάζ: Clemence Carre
Σκηνικά: Marion Burger
Κοστούμια: Isabelle Pannetier
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Un Petit Frere
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Μικρός Αδερφός
- Διεθνής Τίτλος: Mother and Son
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Annabelle Lengronne) στο φεστιβάλ Στοκχόλμης.
Παραλειπόμενα
- Η Leonor Serraille επιστρέφει στο σινεμά μετά την πάροδο 5 ετών από το ντεμπούτο της.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 5/10/2023
Με αυτή την ταινία επιστρέφει στη σκηνοθεσία η Λεονόρ Σαράιγ, μετά το ντεμπούτο της που κέρδισε τη Χρυσή Κάμερα στις Κάννες το 2017 με τίτλο “Μια Νέα Γυναίκα”, και που προκάλεσε μια αίσθηση και στη χώρα μας. Εδώ η Σαράιγ ακολουθεί έναν ελαφρώς διαφορετικό δρόμο. Παρουσιάζει την ιστορία μιας μητέρας από την Ακτή Ελεφαντοστού που μεταναστεύει στη Γαλλία με δύο από τα μικρής ηλικίας παιδιά της. Ακολουθούμε την πορεία αυτής της οικογένειας για τις επόμενες δύο δεκαετίες, με την ταινία να χωρίζεται σε τρία κεφάλαια, ένα για κάθε χαρακτήρα που καλύπτει και μια διαφορετική χρονική περίοδο στις ζωές τους.
Είναι ένας διαμοιρασμός της ιστορίας που θυμίζει μια μυθιστορηματική προσέγγιση, και πρέπει να έχουμε υπόψη ότι επειδή κάθε χαρακτήρας διαφέρει ριζικά από τον άλλον, η ταινία στην πορεία της προσφέρει αρκετές εκπλήξεις στα περιστατικά που απεικονίζει και οπτικές που καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα συμπεριφορών. Η Σαράιγ βέβαια δεν ξεφεύγει ποτέ από τη σκηνοθετική γραμμή της, ούτε επιχειρεί να μπλέξει είδη και θεματικές. Παρουσιάζει τρία διαφορετικά πορτρέτα, αφήνοντας ουσιαστικά τους χαρακτήρες να εξελιχθούν από μόνοι τους πατώντας πάνω σε ερμηνείες μεγάλης φυσικότητας, και καταφέρνει να κάνει αισθητή τη σκηνοθετική της παρουσία παρατηρώντας τους, μαθαίνοντάς τους και χωρίς να τους κρίνει ποτέ για όσα είναι και ό,τι πράττουν. Αυτό από μόνο του είναι ένα επίτευγμα που απαιτεί μεγάλη δεξιοτεχνία και αυτοσυγκράτηση. Και ικανότητα συνεργασίας και εμπιστοσύνης με τους ηθοποιούς της.
Στο πρώτο κεφάλαιο παρακολουθούμε τη Ροζ, τη νεαρή μητέρα που υποδύεται μια υπέροχη Αναμπέλ Λεγκρόν σε μια ερμηνεία αξιοπρόσεκτη, κυρίως γιατί μέσα στα είκοσι χρόνια που βλέπουμε τον χαρακτήρα, όλους τους χαρακτήρες βασικά, είναι σαφές ότι διαφοροποιούνται και οι ίδιοι σε πολύ μεγάλο βαθμό. Είναι μια γυναίκα που έχει αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες στη ζωή της, και βρίσκεται ξαφνικά σε μια ξένη χώρα να εξαρτάται αρχικά από τη βοήθεια συγγενών και ακολούθως να εργάζεται σκληρά για να επιβιώσει δίνοντας παράλληλα τον χρόνο της στα παιδιά της με φροντίδα και αγάπη και να τους εμφυσήσει τη σκληρή δουλειά και την πυγμή ως εφόδια ζωής και επιβίωσης. Παράλληλα δεν είναι διατεθειμένη να παραγκωνίσει τις δικές τις επιθυμίες που αφορούν τον έρωτα. Το πρώτο αυτό κεφάλαιο είναι το πιο δυναμικό από τα τρία. Η Λεγκρόν χτίζει μια γυναίκα πολύ δυναμική και ισχυρογνώμων που δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της, το πείσμα της είναι κάτι που γιγαντώνεται στην πορεία της ταινίας και έχει πολύ μεγάλο ενδιαφέρον που αυτό συμβαδίζει και συγκρούεται με τον ρόλο της ως μητέρα. Στο δεύτερο κεφάλαιο βλέπουμε πώς η προσωπικότητά της και οι συμπεριφορές της αντιμετωπίζονται από τους γιους της και ποιο είναι τελικά το πραγματικό αντίκτυπο που έχουν πάνω τους. Ξεκινάμε με τον μεγάλο γιο, τον Ζαν, που βρίσκεται πλέον στην εφηβεία και αντιδρά απέναντι στο πρότυπο του έξυπνου και φερέγγυου παιδιού. Από το σημείο αυτό η Σαράιγ αρχίζει να τρέχει λίγο τα γεγονότα, χωρίς όμως να εισβάλλει εκβιαστικά στο δραματικό τους υπόβαθρο. Και στο τρίτο κεφάλαιο έχουμε τον Μικρό Αδερφό, τον Ερνέστ, ενήλικο πλέον να ζει τη ζωή του μακριά από το οικογενειακό αυτό πλαίσιο που έχει ουσιαστικά διαλυθεί.
Και στα τρία αυτά κεφάλαια, η Σαράιγ βρίσκει αφορμές να απεικονίσει τα περιστατικά που μας αφηγείται με εξαιρετική εικονογραφία σε κομβικά σημεία, είτε πρόκειται για ένα πικνίκ στην ταράτσα ενός ξενοδοχείου, είτε για την άγαρμπη απόπειρα του Ζαν να προσεγγίσει μια κοπέλα σε ένα κλαμπ, με τρόπο ώστε να προκύπτουν στιγμές μεγάλης συναισθηματικότητας αλλά και πόνου. Ταυτόχρονα, η Σαράιγ εμποτίζει όσα βλέπουμε με ένα μάλλον καυστικό χιούμορ, που το κρατάει πολύ διακριτικά στο παρασκήνιο: η ταινία δεν γίνεται ποτέ βαριά και ασήκωτη και αποφεύγει συνειδητά να παρουσιάσει το παραπάνω σύνολο με τραγικές διαστάσεις. Το κρατάει σαφέστατα ανθρώπινο σαν μια ιστορία που εκτυλίσσεται στη διπλανή πόρτα, αν όχι και μέσα στο ίδιο μας το σπίτι.
Η αποτελεσματικότητα που επιδεικνύει είναι ακόμα πιο αξιοσημείωτη αν σκεφτούμε ότι η Σαράιγ είναι η ίδια λευκή. Υπάρχει μια αφιέρωση στο τέλος σε ένα πρόσωπο που υποθέτω πρέπει να σήμαινε πολλά για την ίδια και τροφοδότησε τις εμπειρίες που παρακολουθούμε στην ταινία, οι οποίες, αν το προσέξει κανείς σε ένα γενικότερο πλαίσιο, μοιάζουν να μην αφορούν μόνο αυτή την οικογένεια αλλά να αποτελούν και ένα διακριτικό χρονογράφημα της ίδιας της Γαλλίας. Σίγουρα δεν είναι τυχαίο που προς το τέλος βλέπουμε μια σκηνή όπου δύο αστυνομικοί κάνουν έλεγχο στον Ερνέστ με ξεκάθαρη φυλετική διάκριση, νομίζω είναι το μόνο σημείο της ταινίας που κρύβει έναν θυμό μέσα του. Υπάρχει μια άλλη σκηνή νωρίτερα όπου μια κοπέλα ρωτά τον Ζαν από πού κατάγεται και εκείνος της απαντά με τις πόλεις της Γαλλίας όπου έχει ζήσει αναφέροντας ότι δεν θυμάται τίποτα άλλο. Οπότε έχουμε τρόπον τινά κοντά στο φινάλε ένα στοιχείο αξεπέραστου κοινωνικού ρατσισμού, όπου έρχεται σε αντίθεση με την προσωπική εξέλιξη του Ερνέστ που μοιάζει μεν να έχει ολοκληρωθεί πλέον στο κομμάτι της οικογένειας, αλλά στο πλαίσιο της κοινωνίας δεν έχει αλλάξει τίποτα ουσιώδες.
Βαθμολογία: