Στο σημερινό Τσαντ, ο 60χρονος Αντάμ, παλιός πρωταθλητής κολύμβησης, δουλεύει στην πισίνα ενός μικρού ξενοδοχείου. Όταν το ξενοδοχείο αλλάζει ιδιοκτήτες, τον πιέζουν να παραιτηθεί και να δώσει τη θέση του στον γιο του, Αμπντέλ. Όμως επειδή έχει αφιερώσει τη ζωή του σε αυτή τη δουλειά, δεν νιώθει και πολύ άνετα με την εξέλιξη των πραγμάτων, καθώς πιστεύει ότι έτσι ταπεινώνεται και μπαίνει στο περιθώριο. Την ίδια στιγμή, η χώρα του είναι στα πρόθυρα εμφυλίου πολέμου. Δυνάμεις ανταρτών είναι έτοιμες να επιτεθούν στην κυβέρνηση, με την τελευταία να απαιτεί από τον ντόπιο πληθυσμό τη συνδρομή του στον πόλεμο, προσφέροντας της χρήματα και πολλούς εθελοντές. Με τις αρχές να πιέζουν την οικογένεια του Αντάμ να μπει στον πόλεμο, ο ίδιος πλέον ασφυκτιά καθώς το μόνο που του έχει απομείνει είναι ο γιος του που δεν θέλει με τίποτα να χάσει.

Σκηνοθεσία:

Mahamat-Saleh Haroun

Κύριοι Ρόλοι:

Youssouf Djaoro … Adam ‘Champion’ Ousmane

Diouc Koma … Abdel Ousmane

Djeneba Kone … Djeneba Kone

Hadje Fatime N’Goua … Mariam

Marius Yelolo … David

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Mahamat-Saleh Haroun

Παραγωγή: Florence Stern

Μουσική: Wasis Diop

Φωτογραφία: Laurent Brunet

Μοντάζ: Marie-Helene Dozo

Σκηνικά: Ledoux Madeona

Κοστούμια: Celine Delaire

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: Un Homme qui Crie

Ελληνικός Τίτλος: Η Κραυγή ενός Ανθρώπου

Διεθνής Τίτλος: A Screaming Man

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο επιτροπής.
  • Καλύτερη ταινία στο φεστιβάλ του Ντουμπάι.

Παραλειπόμενα

  • Ο τίτλος προέρχεται από μέρος ποιήματος του γνωστού γαλλόφωνου ποιητή και πολιτικού Aime Cesaire από τη Μαρτινίκα. Εκεί αναφέρεται ότι: “ένας άνθρωπος που ουρλιάζει δεν είναι αρκούδα που χορεύει”.
  • Η ιδέα για την ταινία ήρθε στον δημιουργό το 2006, όταν στα γυρίσματα μιας ταινίας του μπήκαν στην πρωτεύουσα επαναστάτες και σταμάτησε η παραγωγή. Μέρος του συνεργείου του φιλμ, μαζί με τον 18χρονο πρωταγωνιστή, βρέθηκαν χαμένοι στην έρημο, δίχως πιθανότητα επικοινωνίας.
  • Υπάλληλοι ξενοδοχείου, τουρίστες και στρατιώτες επιστρατεύτηκαν ως κομπάρσοι, με υπόδειξη να συμπεριφέρονται απολύτως φυσικά.
  • Τα γυρίσματα στην πρωτεύουσα Ντζαμένα διεξήχθησαν δίχως προβλήματα, κάτι που δεν συνέβη στην Αμπεσέ, όπου ελέγχονταν από αντάρτες και υπήρχε συνεχής αίσθηση κινδύνου. Αυτό ο Haroun το πήρε ως πρόκληση, εκμεταλλευόμενος και τη φυσιολογική ένταση ανάμεσα στο καστ του.
  • Δεν έγινε μονάχα η πρώτη ταινία από το Τσαντ που μπήκε στο διαγωνιστικό των Κανών, αλλά και η πρώτη που έφυγε με βραβείο.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 20/12/2011

Στο σημερινό Τσαντ, ο 55χρονος Αντάμ δουλεύει εδώ και 30 χρόνια ως επόπτης στην πισίνα ενός πολυτελούς ξενοδοχείου, έχοντας εξασφαλίσει και θέση βοηθού του, για τον 29χρονο γιο του, Αμπντέλ. Ο Αντάμ αποκαλείται «champion» γιατί στα νιάτα του ήταν όντως πρωταθλητής κολύμβησης, ενώ έχει ταυτίσει την κοινωνική του υπόσταση με τη θέση του στο ξενοδοχείο. Η χώρα, ως συνήθως, βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση, καθώς υπάρχει αντάρτικο ενάντια στο καθεστώς. Η κάθε οικογένεια οφείλει να συνεισφέρει ή με χρήμα ή με γιο για στράτευση. Ο τοπικός φύλαρχος, ή κάτι τέτοιο, πιέζει τον Αντάμ να πάρει απόφαση. Τα πράγματα χειροτερεύουν όταν η νέα διεύθυνση του ξενοδοχείου τον ξηλώνει από το πόστο, λόγω ηλικίας, αφήνοντας στη θέση του τον γιο και δίνοντάς του την ταπεινωτική θέση τού εξωτερικού πορτιέρη της πύλης. Ο Αντάμ έχει να αντιπαλέψει με την πληγωμένη του υπερηφάνεια και με την απαίτηση για συνεισφορά, τη στιγμή που δεν υπάρχει χρήμα για να τα βολέψει… Η απόφαση που θα πάρει θα έχει τραγική συνέπεια.

Ο Τσαντέζος σκηνοθέτης Μαχάματ Σαλέ Χαρούν που εισέπραξε για αυτό του το γαλλόφωνο φιλμ (επίσημες γλώσσες εκεί, τα γαλλικά και τα αραβικά) το ειδικό βραβείο της επιτροπής στις Κάνες το 2010, ακολουθεί τον κινηματογραφικό δρόμο που έχει στρωθεί σε χώρες όπως το Ιράν και η Τουρκία. Δραματικός ρεαλισμός με αφαιρετική αφήγηση και αργό τέμπο. Η εμφύλια διαμάχη είναι διάχυτη αλλά όχι σε πρώτο πλάνο. Σε μια τρυφερή σκηνή που ο ήρωας τρώει καρπούζι με την γυναίκα του, η τηλεόραση έχει πολιτικό ρεπορτάζ, ενώ άλλοτε ακούμε αεροπλάνα να περνούν πάνω από το ξενοδοχείο κι άλλοτε παρακολουθούμε μια δύστοκη συζήτηση με τον φύλαρχο. Κάποια στιγμή, έρχεται ένας τραυματισμένος στρατιώτης να παραδώσει ένα γράμμα, κουτσαίνοντας. Το ότι η νέα διευθύντρια είναι μια Κινέζα ονόματι κυρία Γουάνγκ, υποδηλώνει εμμέσως πλην σαφώς τη φύση της «παγκοσμιοποίησης» που υφίσταται και αυτό το ταλαίπωρο κράτος. Υπάρχουν και στοιχεία που δηλώνουν μεταναστεύσεις, ατομικές ή ομαδικές, μεταξύ όλων των γειτονικών, φτωχών επίσης, χωρών, καθώς παντού υπάρχουν προβλήματα.

Ο Χαρούν κεντάει πολύ διακριτικά το κοινωνικοπολιτικό τοπίο, έχοντας σε πρώτο πλάνο το πρόσωπο και τη φιγούρα του Αντάμ. Το άγχος του, οι αγωνίες του δημιουργούν μια μαγνητική για τον θεατή αντίστιξη με τη σιωπή του, με τις ήρεμες, αρμονικές κινήσεις του σώματός του και την σχεδόν εφηβική του φιγούρα. Ο Αντάμ, με τρόπο άδηλο, είναι ένας υπεύθυνος 55χρονος οικογενειάρχης και ταυτόχρονα ένας αιχμάλωτος του νεανικού του ναρκισσισμού, που ξέμεινε στο σώμα και την ψυχή του. Εδώ βρίσκεται το πιο αδύνατο και το πιο δυνατό (ως τόλμημα) σημείο του αφηγήματος. Έχουμε να κάνουμε αφενός με την καταγραφή μιας κοινωνίας που ασθμαίνει κάτω από μια δικτατορική ψευτο-δημοκρατία στην οποία τα άτομα καλούνται σε δυσβάσταχτες επιλογές και από την άλλη με το πολύ προσωπικό υπαρξιακό δράμα της κρίσης της μέσης ηλικίας. Πόσο καλά δένουν αυτά τα δυο στο φιλμ; Θα όφειλε το ένα από τα δυο θέματα να παίζει ρόλο φόντου για το άλλο, οπότε θα είχαμε ή ένα προσωπικό δράμα με προεκτάσεις ή ένα κοινωνικοπολιτικό δράμα που ξεδιπλώνεται γύρω από μια προσωπική περίπτωση. Έχω την αίσθηση ότι ο Χαρούν προσπαθεί να κρατήσει και τα δυο πεδία στην ίδια πλατφόρμα. Από την άλλη, η τραγική κατάληξη, μπορούμε να πούμε ότι οδηγεί στην επώδυνη συνειδητοποίηση του ήρωα. Σίγουρα είναι μια πολύ δουλεμένη, σοβαρή σύνθεση και ως ελλειπτική γραφή και ως γλαφυρή κινηματογραφία σε ποιητικούς τόνους.

ΥΓ: Όσον αφορά στον τίτλο, ο σκηνοθέτης έχει δηλώσει ότι υπονοεί την σιωπηλή κραυγή της ψυχής του ήρωα απέναντι στην σιωπή του θεού. Πράγματι, πέφτει εδώ κι εκεί σε συζητήσεις το ερώτημα αν τελικά υπάρχει θεός, αλλά αυτό δεν αποτελεί θέμα του φιλμ, μπαίνει απλά ως φιλοσοφικός υπότιτλος.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Δαβίτος

Έκδοση Κειμένου: 22/12/2011

Ένας πατέρας κι ο γιος του (Youssouf Djaoro και Dioucounda Koma) διαχειρίζονται μια πισίνα σε ένα ξενοδοχείο. Διδάσκουν μαθήματα, μαζεύουν τις πετσέτες, την κλείνουν το βράδυ. Ο Adam, ο πατέρας, αντιμετωπίζεται από σχεδόν όλους ως «πρωταθλητής» αφού κάποτε ήταν όντως πρωταθλητής κολύμβησης. Ο Abdel, ο γιος, ακολουθεί τα βήματα του πατέρα του. Οι νέοι ιδιοκτήτες του ξενοδοχείου, όμως, προσφέρουν στον Abdel τη δουλειά του πατέρα του και βάζουν υπεύθυνο τον Adam στην πύλη του ξενοδοχείου. Η μονότονη στολή στη νέα του θέση και η ταπεινωτική για τον ίδιο νέα του δουλειά, τον κάνει να αισθάνεται ότι μόνη επιλογή του είναι να απαλλαγεί από τον γιο του ώστε να μπορέσει να αναλάβει ξανά τη θέση του ως ο άνθρωπος της πισίνας.

Η ταινία ασχολείται με τον αγώνα ενός ανθρώπου με την αλλαγή. Αλλαγή ως προς την οικογένειά του που ωριμάζει, στη χώρα του που έχει δεχθεί επίθεση από αντάρτες, στο γεγονός ότι η παρηγοριά του στην εργασία του στην πισίνα τού έχει αφαιρεθεί μετά από μια ολόκληρη ζωή που πέρασε κοντά της. Μέσα σε όλη αυτή την αλλαγή, ο άνθρωπος προσπαθεί να δημιουργήσει κάποιου είδους σταθερά. Πρέπει να δώσει προτεραιότητα στην οικογένεια του, στην κοινωνία γύρω του ή στην ίδια του την ταυτότητα; Με αυτές τις σκέψεις παίρνει μια απόφαση που τον στοιχειώνει και τον κάνει να αγωνίζεται με το αν και πώς αυτή μπορεί να αντιστραφεί. Είναι έτσι όμως δομημένος ο χαρακτήρας του Adam που ξενίζει. Δεν φέρεται όπως οι κανονικοί άνθρωποι και οι επιλογές του δεν συνάδουν με την πραγματική, ανθρώπινη αίσθηση. Αυτή η προδοσία απέναντι στο ίδιο του τον γιο δεν είναι μόνο ότι είναι απίθανο να συμβεί, μεταφέρεται κι εκτός της οθόνης, έτσι ώστε κανένα από τα αντικρουόμενα συναισθήματα του Adam δεν επαληθεύονται από τους θεατές αποτρέποντας έτσι το κοινό από την κατανόηση του χαρακτήρα και από την δυνατότητα της μετέπειτα συγχώρεσης του. Ενώ ο Adam φαντάζει ένας περήφανος άνθρωπος, του οποίου η ταπείνωση δεν αποτελεί ισχυρό κίνητρο για μια τέτοια πράξη εναντίον του γιου του.

Το «Η Κραυγή ενός Ανθρώπου» αφήνει όλο το βάρος του στους θεατές να ανακαλύψουν το νόημα στην ταινία, μέσα όμως από μια ιστορία η οποία δεν φαίνεται σωστή. Ο Adam δεν μπορεί ποτέ να γίνει ο απλός, καθημερινός άνθρωπος που ο συγγραφέας/σκηνοθέτης τον θέλει να είναι, επειδή οι επιλογές του, όσο δύσκολες κι αν μπορεί να είναι, έχουν μηδαμινό ρόλο αναλογιζόμενοι την κατάσταση της ζωής του. Η ταινία είναι ένας στοχασμός πάνω στο πέρασμα του χρόνου και πώς είναι να βλέπεις τον εαυτό σου να αντικαθίσταται από τη νεότερη γενιά, αλλά και μια ταινία για την πολιτική κατάσταση και τον πόλεμο στο Τσαντ. Και ενώ συνολικά βλέπω με συμπάθεια τα πολιτικά θέματα της ταινίας και τη λεπτή κινηματογράφηση της και παρόλο που η ταινία έχει κερδίσει τη διεθνή αναγνώριση, θεωρώ ότι είναι άξια ενός τέτοιου επαίνου, αλλά απλά δεν είναι για μένα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *