Σατορού, τέλη δεκαετίας 1950. Η Ρακέλ, μια απλή υπάλληλος γραφείου, συναντάει τον Φιλίπ, έναν λαμπρό νέο αριστοκρατικής οικογένειας. Από τον παθιασμένο τους έρωτα γεννιέται η Σαντάλ. Με τον Φιλίπ να αρνείται τον γάμο λόγω διαφοράς κοινωνικής τάξης, η Ρακέλ αναγκάζεται να μεγαλώσει μόνη την κόρη της. Αρχίζει τότε ο μεγάλος αγώνας μιας ερωτευμένης όσο και περήφανης μάνας για την επίσημη αναγνώριση της κόρης της.

Σκηνοθεσία:

Catherine Corsini

Κύριοι Ρόλοι:

Virginie Efira … Rachel Schwartz

Niels Schneider … Philippe Arnold Laurent

Jehnny Beth … Chantal

Coralie Russier … Nicole

Iliana Zabeth … Gaby Schwartz

Pierre Salvadori … ο γιατρός

Christine Angot … αφηγήτρια (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Catherine Corsini, Laurette Polmanss

Παραγωγή: Elisabeth Perez

Μουσική: Gregoire Hetzel

Φωτογραφία: Jeanne Lapoirie

Μοντάζ: Frederic Baillehaiche

Σκηνικά: Toma Baqueni

Κοστούμια: Virginie Montel

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Un Amour Impossible
  • Ελληνικός Τίτλος: Μια Αγάπη Ανέφικτη
  • Διεθνής Τίτλος: An Impossible Love

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα: Un Amour Impossible της Christine Angot.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Virginie Efira), πλέον υποσχόμενη ηθοποιό (Jehnny Beth), σενάριο και μουσική στα Cesar.

Παραλειπόμενα

  • Η Catherine Corsini διάβασε το έργο της Christine Angot μετά από προτροπή της παραγωγού Elisabeth Perez. Ήταν όμως πολύ σκεπτική ως προς το να το κάνει ταινία, φοβούμενη ότι δεν μπορούσε να διασκευαστεί.
  • Την ανήλικη Σαντάλ επιλέχτηκε να παίξει η Estelle Lescure, στο κινηματογραφικό της ντεμπούτο, η οποία και τύγχανε να είναι κόρη ενός ζευγαριού φίλων της Corsini, με τους οποίους η σκηνοθέτις είχε χάσει χρόνια επαφή.
  • Η γνωριμία στα γυρίσματα για τους Virginie Efira και Niels Schneider οδήγησε σε δεσμό.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 11/5/2019

Το βασικό ερώτημα για το συγκεκριμένο φιλμ και όλες οι προεκτάσεις του έχουν ως εξής: να μπει κανείς στην αίθουσα υποψιασμένος απέναντι σε αυτό που θα δει, έχοντας μελετήσει την πρωτογενή πηγή ή και μόνο το πρόσωπο πίσω από αυτήν, όντας ψυχολογικά προετοιμασμένος για ό,τι ακολουθήσει αλλά θυσιάζοντας το στοιχείο της έκπληξης που θα προέκυπτε από την άγνοια των γεγονότων; Ή να παρακολουθήσει τα επί της οθόνης δρώμενα χωρίς καμία ενημέρωση ή με μια πολύ γενική ιδέα στο κεφάλι του και να σφυροκοπηθεί από τη σκληρότητα που όλο και κλιμακώνεται, πιθανότατα όμως χωρίς να έχει χτίσει πρότερα άμυνες;

Όχι, η ταινία της Catherine Corsini δεν είναι δα και «Μη Αναστρέψιμος», όμως όσοι από τον τίτλο της και τον τρόπο προώθησης της έχουν στον νου τους ότι πρόκειται απλώς για ένα προσγειωμένο κι εκλεπτυσμένο άρλεκιν, καλό είναι να ξέρουν πως δεν πρόκειται για μια τέτοια περίπτωση. Επίτηδες η σκηνοθέτις και συνσεναριογράφος στήνει ένα παραπλανητικό σκηνικό, φαινομενικά αθώο και γραφικό, για να εξελιχθεί όσο προχωράει ο κινηματογραφικός χρόνος σε κάτι σαφέστατα σκοτεινότερο και πιο πολύπλευρο, σχεδόν όπως μετασχηματίζεται και η ίδια η κοινωνία της Γαλλίας αδιόρατα στο φόντο από τη δεκαετία του 1950 σε αυτή του 1970 και ακόμη παραπέρα. Το αποτέλεσμα είναι αρκετές φορές ως και συναισθηματικά συνταρακτικό, βγάζοντας τον θεατή από τη ζώνη άνεσης του.

Ίσως το πιο δυνατό σημείο του «Μια Αγάπη Ανέφικτη» είναι το βάθος και η πολυπλοκότητα της σχέσης που αναπτύσσεται μεταξύ μητέρας και κόρης. Υπάρχει μια σωρεία λεπτών ενδείξεων, σταδιακών αλλαγών και υπόγειων συμπεριφορών προς μελέτη εδώ που μαζί συνθέτουν ένα ψυχολογικό παζλ φιλόδοξο και άκρως οξυδερκές, όπως θα περίμενε άλλωστε κανείς από Ευρώπη μεριά. Έχει ενδιαφέρον και η σκηνοθετική γραφή που επιλέγεται, όπου κόντρα στην «επική» φυσιογνωμία του σεναρίου που διασχίζει ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, η κάμερα συγκεντρώνεται στο ατομικό, δίνοντας έμφαση στον ηθοποιό και ειδικότερα στο πρόσωπο, τονίζοντας έτσι πως ανεξάρτητα από το εύρος της αφήγησης η εστίαση είναι ξεκάθαρα ανθρωποκεντρική. Για να λέγονται όλα βέβαια, αυτή η επιλογή ταυτόχρονα αποδυναμώνει κάπως την περαιτέρω δυναμική που θα μπορούσε να αποκτήσει το υλικό, να αποτελέσει δηλαδή ενδεχομένως κι ένας καμβάς μιας ολόκληρης εποχής. Ίσως επίσης χρειάζονταν ελαφρώς πιο δυνατές ερμηνείες: η Virginie Efira κατορθώνει μεν σε γενικές γραμμές να βγάλει εις πέρας έναν δύσκολο στόχο, να ανταποκριθεί με επιτυχία σε τρία διαφορετικά ηλικιακά φάσματα, αλλά λίγες φορές κατορθώνει να συνεπάρει πραγματικά ενώ η ηρωίδα της είναι στα χαρτιά τουλάχιστον άκρως αβανταδόρικη και πληθωρική. Ο δε Niels Schneider περπατάει πάνω σε ένα πολύ λεπτό σκοινί και υπάρχουν στιγμές που χάνει την ισορροπία, τείνοντας προς μια μονοδιάστατη προσέγγιση του χαρακτήρα του, ίσως κι επειδή οι εντολές που του δίνονται από τη σκηνοθετική και σεναριακή καθοδήγηση είναι προς αυτήν την κατεύθυνση. Χαμηλόφωνα αποτελεσματική η δουλειά από την Jehnny Beth σε υποστηρικτικό ρόλο.

Το ότι πρόκειται για μια ξεχωριστή δημιουργία πέρα από τα ψεγάδια που υπάρχουν εδώ κι εκεί φαίνεται και από το πως παρότι υπάρχουν εντάσεις και ξεσπάσματα, δεν πραγματοποιείται ποτέ φλερτ με την υπερβολή ή το μελόδραμα, με την αυτοσυγκράτηση που επιδεικνύεται να είναι αξιοθαύμαστη. Είναι εντυπωσιακό το πόσο δεξιοτεχνικά μεταλλάσσεται η δυναμική μεταξύ της πρωταγωνιστικής τριπλέτας και μαζί της και η ίδια η σημασία του τίτλου της ταινίας. Απλά είναι κρίμα το ότι οι αρετές δεν απογειώνονται εντελώς εξαιτίας της κάπως συμβατικής λογικής που επικρατεί στο τέλος αντί να ακολουθηθεί για παράδειγμα ο δρόμος ενός μπεργκμανικού τύπου ψυχοδράματος που με βάση την πηγή θα μπορούσε να είναι μια διέξοδος αποδοτική που να οδηγούσε στην καλλιτεχνική υπέρβαση για το σύνολο. Ακόμη κι έτσι όμως, πρόκειται για μια αρκετά δυνατή κινηματογραφική εμπειρία, που δεν διστάζει να εξερευνήσει άσχημες πτυχές του ανθρώπινου ψυχισμού και με άσους στο μανίκι της που γνωρίζει ακριβώς πότε να τους αξιοποιήσει.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 20/6/2019

Στο λυκόφως της δεκαετίας του ’50, γνωρίζουμε τη Rachel (Virginie Efira), μια 25χρονη εβραϊκής καταγωγής υπάλληλο γραφείου, που ζει στην κεντρική γαλλική πόλη Σατορού. Όντας ρομαντική από τη φύση της, αισθάνεται ότι βρήκε τον άνθρωπο των ονείρων της στον Philippe (Niels Schneider), έναν όμορφο και εκλεπτυσμένο νεαρό αριστοκρατικής καταγωγής. Από τον παθιασμένο έρωτά τους γεννιέται η Chantal, αλλά αυτός αρνείται να την παντρευτεί λέγοντας με κυνισμό: «Αν ήσουν πλούσια, ίσως και να το σκεφτόμουν». Δεν κάνει καμία προσπάθεια να αποκρύψει τις ταξικές του προκαταλήψεις και τα αντισημιτικά του συναισθήματα, και έτσι αφήνει τη φτωχή Rachel να αναθρέψει μόνη της την κόρη τους.

Η Rachel αποδεικνύεται μια αποφασιστικά μοντέρνα γυναίκα. Δεν ντρέπεται για την κόρη της -κάτι σπάνιο για την δεκαετία του 1960. Αναλαμβάνει την πλήρη ευθύνη να τη μεγαλώσει μόνη της, κάτω από τα επικριτικά μάτια της επαρχιακής κοινωνίας. Εκμεταλλευόμενος τη στωικότητα της Rachel, ο Philippe επιστρέφει στη ζωή της ανά τακτά χρονικά διαστήματα, καθώς η Rachel και η Chantal ζουν και μεγαλώνουν μαζί. Συμπεριφέρεται πάντα ως ένας αλαζονικός πατριάρχης που είναι πάνω και πέρα από κάθε ηθικό φραγμό. Η ταπεινότητα και η αξιοπρέπεια της Rachel την εμποδίζουν να ζητήσει περισσότερη υποστήριξη από τον Phillipe. Για την ίδια, η κόρη της έχει πατέρα και είναι ένα παιδί που γεννήθηκε από αγάπη, και αυτό της δίνει την ασίγαστη δύναμη και την ανεξάντλητη επιμονή να αγωνιστεί ώστε ο  Philippe να αναγνωρίσει την πατρότητα. Είναι τόσο σκληρός ο αγώνας που δίνει για πολλά χρόνια όμως, που αργότερα αυτό θα γίνει το τυφλό σημείο της. Η ίδια ποτέ δεν εγκατέλειψε την ελπίδα ότι μια μέρα ο Philippe θα επιστρέψει σε αυτήν και θα αναγνωρίσει την πατρότητα. Δεν συνειδητοποιεί, ή δεν βλέπει, ότι τη στιγμή που κερδίζει αυτή την μεγάλη μάχη, τότε είναι που ουσιαστικά χάνει τα πάντα.

Βασισμένη στο ομώνυμο βραβευμένο μυθιστόρημα της Christine Angot, η Corsini, στη δέκατη ταινία της, αφηγείται μια πολυπρισματική ιστορία αγάπης, που ήταν υποψήφια για τέσσερα Σεζάρ. Πρόκειται για ένα πυκνό και σύνθετο μυθιστόρημα, το οποίο καλύπτει περίοδο σχεδόν πενήντα χρόνων από τη ζωή των πρωταγωνιστών του. Η Corsini και η συν-σεναριογράφος Laurette Polmanss επέλεξαν μια πιστή προσέγγιση, υπερβολικά εξαρτημένη από μια φωνητική αφήγηση, καταφέρνοντας να δημιουργήσουν ένα συναρπαστικό κομμάτι κινηματογραφικού δράματος.

Η Corsini, με την όμορφη και κλασική σκηνοθεσία της, μας βυθίζει σε δύο ιστορίες: την ερωτική ιστορία της Rachel και του Philippe, και την περίπλοκη σχέση μητέρας-κόρης στην οποία διαπλέκονται η αγάπη, η αφοσίωση, η εμπιστοσύνη, αλλά και ο ανταγωνισμός και τα κρυμμένα μυστικά.

Αυτό που απογειώνει το φιλμ και του δίνει μια αυστηρή γνησιότητα είναι οι εξαιρετικές ερμηνείες των δύο επικεφαλής ηθοποιών, της Virginie Efira και του Niels Schneider, που  κολλάνε στο δέρμα των χαρακτήρων. Η Efira είναι μια αθώα ύπαρξη που παρασύρεται βίαια από τις ρομαντικές παρορμήσεις της, ώστε να αγαπήσει έναν άνθρωπο ο οποίος, ενώ είναι ταξικά και μορφωτικά ανώτερος της, αποδεικνύεται πολύ κάτω από αυτήν σε ηθικούς και ανθρώπινους όρους. Αποπνέει ένα είδος γλυκιάς θλίψης και μας ωθεί να συμπορευτούμε με τον αδάμαστο χαρακτήρα της.

Από την άλλη πλευρά ο Niels Schneider συνθέτει τη συγκλονιστική απεικόνιση ενός κενού ναρκισσιστή, ενός κυνικού συμφεροντολόγου και στυγνού φαλλοκράτη που εκμεταλλεύεται με τον πιο διεστραμμένο τρόπο την εξουσία που ασκεί πάνω στους θηλυκούς χαρακτήρες. Είναι πολυταξιδεμένος, διαβάζει τον Νίτσε και γνωρίζει πώς να  τρώει στρείδια, αλλά τρομάζει με τον αμοραλισμό και την ψυχρότητα του. Ο τρόπος με τον οποίο αποκαλύπτονται λεπτομέρειες για τον Philippe και οι πρώιμες ενδείξεις για την αλαζονεία του δημιουργούν μια απειλητική σκιά πίσω από τη γοητεία του. Μάλιστα φτάνει στο σημείο να επινοεί ταξινόμηση των ερωτικών σχέσεων διακηρύσσοντας τρία είδη: τη συζυγική αγάπη, την παθιασμένη αγάπη και την αναπόφευκτη συνάντηση. Η σχέση του με τη Rachel τοποθετείται γι’ αυτόν στην τελευταία κατηγορία, δίνοντας στον εαυτό του την ευχέρεια να δικαιολογεί την αδικαιολόγητη συμπεριφορά του.

Η ασυμβατότητα  δύο τέτοιων αντιθετικών χαρακτήρων σχηματοποιείται σε μεγάλο βαθμό από την οπτική απεικόνιση του κόσμου όπου κατοικούν. Τα ηλιόλουστα τοπία της υπαίθρου που φιλοξενούν την Rachel μαρτυρούν την ιδεαλιστική της φύση, ενώ ο κλειστοφοβικός αστικός λαβύρινθος του  Παρισιού όπου ζει ο Philippe αντικατοπτρίζει τη διεστραμμένη εκδοχή του για τις ανθρώπινες επιθυμίες. Στο τέλος δεν είναι η τάξη ή η φυλή που καθιστά αδύνατη την συνύπαρξη μεταξύ Rachel και Philippe  αλλά είναι  η αντίθετη ηθική τους φύση και οι αποτρόπαιες πράξεις που αυτή προκαλεί. Τα αντίθετα μπορεί να έλκονται, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να δένονται ισόβια με ένα κόμπο από αγκάθια.

Το φιλμ «Μια Αγάπη Ανέφικτη» είναι ένα σκοτεινό οικογενειακό δράμα με σύντομα τρυφερά διαλλείματα  ηλιόλουστης ευτυχίας. Μέσα από την ευαισθησία των χαρακτήρων αγγίζει και συγκινεί με την προβολή της ευθραυστότητας, αλλά και της ανθεκτικότητας του θηλυκού πνεύματος. Η Catherine Corsini, στην καλύτερη μέχρι τώρα δουλειά της, μας χαρίζει μια καθηλωτική ταινία από την αρχή μέχρι το τέλος, που σε πολλές στιγμές της γίνεται ανησυχητική και οδυνηρή δημιουργώντας στον θεατή την αίσθηση ότι την διαπερνά ένας τοξικός ηλεκτρισμός.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *