Ο Ουμπέρτο Ντομένικο Φεράρι ζει στη μεταπολεμική Ιταλία. Σε όλη του ζωή υπήρξε συνεπής και αξιοπρεπής, αλλά τώρα πια είναι πάμπτωχος, χωρίς οικογένεια, με μοναδική του παρέα το μικρό πανέξυπνο σκυλάκι του, τον Φλάικ. Λόγω χρεών, η μόνη προοπτική που νιώθει πως έχει, δεδομένης και της ηλικίας του, είναι ο θάνατος. Μα η θέληση για ζωή βρίσκει τρόπους να θριαμβεύσει και δείχνει τη δύναμη που μπορεί να διαθέτει μία μόνο ψυχή.
Σκηνοθεσία:
Vittorio De Sica
Κύριοι Ρόλοι:
Carlo Battisti … Umberto Domenico Ferrari
Maria Pia Casilio … Maria
Lina Gennari … Antonia Belloni
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Cesare Zavattini
Παραγωγή: Giuseppe Amato, Vittorio De Sica, Angelo Rizzoli
Μουσική: Alessandro Cicognini
Φωτογραφία: G.R. Aldo
Μοντάζ: Eraldo Da Roma
Σκηνικά: Virgilio Marchi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Umberto D.
- Ελληνικός Τίτλος: Ό,τι Μου Αρνήθηκαν οι Άνθρωποι
- Εναλλακτικός Τίτλος: Ουμπέρτο Ντ. [επανέκδοσης]
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ σεναρίου (στόρι).
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Οι περισσότεροι ηθοποιοί είναι ερασιτέχνες, με προεξέχοντα τον Carlo Battisti που δεν είχε καμία άλλη επαφή με τον κινηματογράφο. Η αληθινή του δουλειά ήταν καθηγητής γλωσσολογίας.
- Η Maria Pia Casilio έτυχε να βρίσκεται σε ένα μπαλκόνι, παρακολουθώντας τον De Sica να επιλέγει τους ηθοποιούς του. Εκείνος την εντόπισε, και θεώρησε ότι ήταν η κατάλληλη. Η Casilio έπαιξε εντέλει σε ακόμα τρεις ταινίες του σκηνοθέτη, κάνοντας γενικά μακρά καριέρα στο σινεμά.
- Ο Φλάικ ερμηνεύεται από δύο σκύλους, όπου μεταξύ τους έχουν κάποιες χρωματικές διαφορές.
- Δεν είχε μεγάλη επιτυχία στην Ιταλία, με τον δημιουργό να εξηγεί πως οι Ιταλοί ήταν σε μια κατάσταση ανόρθωσης από τα ερείπια του πολέμου, και ο νεορεαλισμός άρχιζε να μην τους αγγίζει. Γνώρισε όμως μεγάλη επιτυχία ανά τον πλανήτη, και ο De Sica έλεγε πως ήταν το φιλμ για το οποίο ήταν περισσότερο περήφανος, αφιερώνοντας το και στον πατέρα του.
- Ο Ingmar Bergman είχε δηλώσει πως αυτή ήταν η αγαπημένη του ταινία.
- Το 2008 βγήκε στη Γαλλία ένα ριμέικ ως Un Homme et son Chien. Δεν έτυχε επιτυχίας, αλλά τον πρώτο ρόλο τον έχει ο Jean-Paul Belmondo.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 19/6/2023
Υπήρχε μια εποχή που ο Umberto (Carlo Battisti) ήταν ένας περήφανος άνθρωπος. Είχε δουλειά, αποταμιεύσεις, ένα μέρος για να ζήσει. Η ζωή τού χαμογελούσε. Όταν όμως συνταξιοδοτήθηκε, όλα άλλαξαν. Η σύνταξη του μόλις που καλύπτει το ενοίκιο, οι αποταμιεύσεις εξανεμίζονται. Τώρα νοικιάζει ένα μικρό δωμάτιο σε ένα παλιό κτήριο, ζώντας στα όρια της λιμοκτονίας. Η άπληστη ιδιοκτήτρια (Lina Gennari) απειλεί να τον διώξει για να νοικιάσει το δωμάτιο σε παράνομα ζευγάρια. Αντίθετα, η καλόκαρδη υπηρέτρια Maria (Maria Pia Casilio), μια άμυαλη και απερίσκεπτη κοπέλα, τον νοιάζεται. Ακόμη και μετά την πώληση του ρολογιού και των βιβλίων του, ο ηλικιωμένος άντρας δεν έχει αρκετά χρήματα για να πληρώσει τα νοίκια που χρωστά. Όταν κάποια στιγμή αναγκάζεται να νοσηλευτεί στο νοσοκομείο, η στυγνή ιδιοκτήτρια βρίσκει ευκαιρία και του παίρνει το δωμάτιο. Τότε αναγκάζεται να πορευτεί μαζί με τον αχώριστο σκύλο του, Flike, προς το ζοφερό πεπρωμένο του…
Ο «Umberto D.» σηματοδοτεί την επιτομή της νεορεαλιστικής φλέβας του Vittorio De Sica, το πιο καθαρό παράδειγμα της αισθητικής του Cesare Zavattini και την πιο εκλεπτυσμένη έκφραση της ιστορικής συνεργασίας σκηνοθέτη και σεναριογράφου. Το φιλμ απεικονίζει μια απογοητευτική εικόνα της μεταπολεμικής Ιταλίας, με τους πολίτες αδιάφορους για τη δυστυχία που βιώνουν οι φτωχοί, οι άνεργοι και οι ηλικιωμένοι. Για τον λόγο αυτό, ο De Sica κατηγορήθηκε από τον τότε υφυπουργό Giulio Andreotti για διαστρεβλωτική και δυσφημιστική εικόνα της ιταλικής κοινωνίας. Η κρατική εχθρότητα ακολουθήθηκε από κριτική αδιαφορία και από παταγώδη εμπορική αποτυχία, με το κοινό να θέλει να ξεχάσει το σκοτεινό παρελθόν και να αγκαλιάσει το «οικονομικό θαύμα» που περίμενε στη γωνία.
Αντίθετα, ο De Sica ήταν πολύ περήφανος για την ταινία, την οποία αφιέρωσε στον πατέρα του. Ο κεντρικός χαρακτήρας τού Umberto ερμηνεύεται από έναν ηλικιωμένο καθηγητή του Πανεπιστημίου της Φλωρεντίας, τον Carlo Battisti, τον οποίο συνάντησε ο De Sica τυχαία στον δρόμο. Η έλλειψη κατάρτισης του Battisti, ως ηθοποιού, του επιτρέπει να δώσει μια ενστικτώδη φυσιογνωστική ερμηνεία, με το ανάγλυφο του προσώπου και το βλέμμα του να μεταφέρουν τη μοναξιά, τον υποτονικό πόνο και την ήρεμη απελπισία του χαρακτήρα. Όπως και οι άλλοι νεορεαλιστές σκηνοθέτες, ο De Sica προτιμούσε μη επαγγελματίες ηθοποιούς, επειδή του επέτρεπε να πετύχει βέλτιστη αίσθηση αλήθειας και αυθεντικότητας.
Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του De Sica είναι πως ενώ ασχολείται με σκληρά θέματα, η προσέγγισή του, που συνδυάζει την ποίηση και τον ρεαλισμό, εξασφαλίζει ότι οι ταινίες του συγκινούν χωρίς να γίνονται καταθλιπτικές. Καταφέρνει να παραθέτει αντιστικτικά τη σπαρακτική δυστυχία με παράπλευρες στιγμές χαράς. Για κάθε σκληρό πλήγμα που δέχεται ο Umberto, υπάρχει μια αντιστάθμιση τρυφερότητας. Η εχθρότητα της ιδιοκτήτριας έρχεται σε αντίθεση με την καλοσύνη της υπηρέτριας. Μια ταραγμένη, εξευτελιστική νύχτα ακολουθείται από ένα ηλιόλουστο πρωινό. Η προσωρινή απώλεια του Flike εξισορροπείται από τη χαρά της επανένωσης.
Το πιο εντυπωσιακό στοιχείο της ταινίας είναι η νεοτερική σκηνοθεσία του De Sica με τη συχνή χρήση των λήψεων από χαμηλή γωνία, την ασπρόμαυρη φωτογραφία υψηλής αντίθεσης του G. R. Aldo που ενισχύει τον ασκητισμό και την ποίηση των εικόνων, φέρνοντας στον νου τον Ozu και τον Bresson. Υπάρχουν πολλές σκηνές ανθολογίας στο φιλμ. Σε μία από αυτές η Maria ξυπνά, πηγαίνει απρόθυμα στην κουζίνα, κοιτάζει από το παράθυρο τον μίζερο εξωτερικό χώρο που δεν δίνει κανένα περιθώριο για ελπίδα, γυρίζει, γεμίζει ένα δοχείο με νερό, το βάζει στη κουζίνα για να καθίσει, στη συνέχεια, μπροστά από το τραπέζι αλέθοντας, ενώ δάκρυα γλιστρούν στα μάγουλά της. Είναι μια στιγμή σπάνιας δραματικής έντασης που εκφράζεται με απόλυτη αφηγηματική αφαίρεση. Σε μια ακόμη σκηνή, ο Umberto, στο έσχατο όριο ανέχειας, απλώνει διστακτικά και αμήχανα το χέρι του για να ζητήσει ελεημοσύνη, αλλ’ απορρίπτει την τελευταία στιγμή τον οικτιρμό του πρώτου περαστικού. Όταν αργότερα επιστρέφει στο δωμάτιό του, συσκευάζει τα ελάχιστα πράγματά του και ο De Sica μάς τον δείχνει μέσα από μια μεγάλη τρύπα στον τοίχο τού υπό επισκευή δωματίου. Μια συντριπτική εικόνα μιας κατεστραμμένης ζωής.
Το «Umberto D.» είναι ένας κόμπος στον λαιμό, μια ταινία χωρίς ψεύτικο δράμα, που η ευαίσθητη προσέγγιση των De Sica-Zavattini τη στεφανώνει με ανθρώπινη θέρμη και ποίηση, χωρίς να διολισθαίνει ούτε στιγμή στον φτηνό μελοδραματισμό. Η τραγική μοναξιά ενός ηλικιωμένου, η απεριόριστη θλίψη του και οι απέλπιδες προσπάθειές του για να ζήσει με αξιοπρέπεια -τον επίλογο της ζωής του- έχουν διαχρονική και πανανθρώπινη ισχύ. Το στωικό, θλιμμένο βλέμμα του φέρνει στον νου τους στίχους του Γιάννη Ρίτσου: «Βαθύ, βαθύ το δάσος της γεροντικής ερήμωσης».
Βαθμολογία: