
Twisters
- Twisters
- 2024
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δράσης, Έπος, Θρίλερ, Καταστροφής, Περιπέτεια
- 11 Ιουλίου 2024
Η Κέιτ Κούπερ είναι μια πρώην κυνηγός καταιγίδων, που δεν μπορεί να ξεπεράσει μια παλιότερη τραγωδία που προκλήθηκε από ανεμοστρόβιλο. Τώρα πια μελετάει τα μοτίβα των καταιγίδων από την ασφάλεια του σπιτιού της στη Νέα Υόρκη, αλλά παρασύρεται ξανά σε ανοιχτές πεδιάδες από τον φίλο της, Χάβι, για να δοκιμάσουν ένα πρωτοποριακό σύστημα εντοπισμού. Εκεί, διασταυρώνεται με τον Τάιλερ Όουενς, έναν γοητευτικό και απερίσκεπτο σταρ των social-media, που έχει γίνει διάσημος με τις αναρτήσεις για τις ριψοκίνδυνες περιπέτειες του με το κυνήγι καταιγίδων.
Σκηνοθεσία:
Κύριοι Ρόλοι:
Daisy Edgar-Jones … Kate Cooper
Glen Powell … Tyler Owens
Anthony Ramos … Javi
Brandon Perea … Boone
Maura Tierney … Cathy
Sasha Lane … Lily
Harry Hadden-Paton … Ben
David Corenswet … Scott
Tunde Adebimpe … Dexter
Katy O’Brian … Dani
Nik Dodani … Praveen
Kiernan Shipka … Addy
Paul Scheer … αστυνομικός
James Paxton … Cody
Lily Smith … Kayleigh
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Mark L. Smith
Στόρι: Joseph Kosinski
Παραγωγή: Patrick Crowley, Frank Marshall
Μουσική: Benjamin Wallfisch
Φωτογραφία: Dan Mindel
Μοντάζ: Terilyn A. Shropshire
Σκηνικά: Patrick M. Sullivan Jr.
Κοστούμια: Eunice Jera Lee
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Twisters
- Ελληνικός Τίτλος: Twisters
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Τουίστερ (1996)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): Τουίστερ των Michael Crichton, Anne-Marie Martin.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα επιτεύγματος στα ταμεία.
Παραλειπόμενα
- Αυτόνομο σίκουελ της εμπορικής επιτυχίας του 1996 από τον Jan de Bont, χωρίς την επιστροφή κάποιου από τους παλιότερους χαρακτήρες. Και πάλι αποτελεί μια συμμαχική παραγωγή για τις Universal Pictures, Warner Bros. Pictures και Amblin Entertainment (με τον Steven Spielberg στην εκτέλεση παραγωγής).
- Πρώτη στουντιακή ταινία για τον Lee Isaac Chung, τον δημιουργό του ανεξάρτητου Minari (2020). Ενδιάμεσα όμως από αυτές τις δύο ταινίες, είχε ήδη δοκιμαστεί σε υψηλό προϋπολογισμό, σε επεισόδιο της σειράς The Mandalorian.
- Το 2020 είχε ανακοινωθεί ότι σχεδιάζονταν ριμέικ του Τουίστερ, με τον Joseph Kosinski να συζητάει για την καρέκλα του σκηνοθέτη αλλά και το σενάριο. Το 2022, με τον Joseph Kosinski να μη συνδέεται πλέον με το σχέδιο λόγω της καθυστέρησης που είχε προκύψει, ως υποψήφιοι δημιουργοί πρόβαλαν οι Jimmy Chin και Elizabeth Chai Vasarhelyi, ο Dan Trachtenberg και ο Travis Knight.
- Το 2021, η Helen Hunt είχε καταθέσει ως πρόταση να δημιουργηθεί ένα σίκουελ αντί για ριμέικ, το οποίο ήθελε να γράψει και να σκηνοθετήσει η ίδια (με τον Daveed Diggs συμπρωταγωνιστή). Το στούντιο απέρριψε την πρόταση της. Η ιδέα όμως του σίκουελ δεν εγκαταλείφθηκε, με κάποια αρχικά σενάρια να θέλουν ως κεντρική ηρωίδα την κόρη του χαρακτήρα της (με πατέρα αυτόν του Bill Paxton). Σε αυτή την εκδοχή η Hunt θα επαναλάμβανε τον ρόλο της. Πριν κι από αυτήν, ήταν ο Bill Paxton που προσπαθούσε επί έτη να σκηνοθετήσει ο ίδιος ένα σίκουελ, επιστρατεύοντας και τη βοήθεια του James Cameron. Αυτό όμως το σχέδιο είχε ακυρωθεί χρόνια πριν φύγει από τη ζωή ο δημοφιλής ηθοποιός.
- Το φιλμ ήταν να γυριστεί στην Καλιφόρνια, αλλά ένα από τα πράγματα που απαίτησε ο Lee Isaac Chung όταν προσλήφθηκε, ήταν να αλλαχτεί ο τόπος γυρισμάτων με την Οκλαχόμα, που είναι πιο κοντά στον τόπο καταγωγής του. Από σύμπτωση, και στην ταινία των 1990 ο Jan de Bont είχε παρόμοια απαιτήσει και πετύχει το φιλμ να γυριστεί στην Οκλαχόμα.
- Υψηλή η απόδοση στα ταμεία, με κέρδη 371 εκατομμύρια δολάρια, έναντι μπάτζετ των 155. Παράλληλα μάλιστα με την κανονική διανομή του, επέστρεψε για δύο βδομάδες για αίθουσες με σύστημα 4DX.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Οι Combs ερμηνεύουν το σινγκλ της ταινίας, με τίτλο Ain’t No Love in Oklahoma.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 10/7/2024
Κρίμα που ένα τόσο ουδέτερο προϊόν έχει την υπογραφή του ανθρώπου πίσω από το υπέροχο «Minari», κατανοητό βέβαια από μια πραγματιστική σκοπιά.
Η εναρκτήρια σκηνή ομολογουμένως ανεβάζει σε υψηλά επίπεδα την ένταση (αν και σαν εύρημα είναι κλισέ ως προς το πώς εκτυλίσσεται), προϊδεάζοντας για κάτι καλύτερο από αυτό που ακολουθεί στη συνέχεια. Από τη στιγμή που μπαίνει ο χαρακτήρας του Glen Powell στην όλη εξίσωση γίνεται αντιληπτή και η κατεύθυνση στην οποία επιθυμεί να κινηθεί το φιλμ, αν και το σενάριο δεν βοηθά πολύ ώστε να επενδύσει συναισθηματικά ο θεατής σε αυτό που ξετυλίγεται μπροστά του. Γενικά, οι ήρωες της πλοκής είναι σχεδιασμένοι έτσι ώστε να είναι ευχάριστη η ιδέα το να έπινε κανείς καφέ με τη συντροφιά τους, όχι όμως το να ανοίξει μια εις βάθος συζήτηση μαζί τους, κάτι που είναι εφικτό ακόμη και σε εμπορικά πλαίσια (διαχρονικά τα παραδείγματα) αλλά δεν συμβαίνει εδώ, με αποτέλεσμα ο εκάστοτε σινεφίλ να παρακολουθεί να λαμβάνουν χώρα καταστροφές αλλά να μη νιώθει πραγματική αγωνία για τα πρόσωπα που κινδυνεύουν, καταλήγοντας περισσότερο να χαζεύει το θέαμα των εφέ. Τα όμορφα τοπία της Οκλαχόμα και οι σεκάνς δράσης κάνουν την ώρα να περάσει σχετικά ευχάριστα, αλλά όχι με τρόπο τέτοιο ώστε να μένουν πολλά στη μνήμη μετά το τέλος της προβολής. Κρίμα επίσης που στο σάουντρακ δεν υπάρχει περισσότερη από την, πολύ ταιριαστή με τα δρώμενα, ορχηστρική μουσική του Benjamin Wallfisch για να χωρέσουν και κάποια ροκ και κάντρι ακούσματα.
Διάσπαρτα υπάρχουν και κάποια ελαφριά αντικαπιταλιστικά μηνύματα, αλλά είναι δευτερεύοντα σε σχέση με τον κύριο δραματουργικό σκελετό. Αναμενόμενα, στο πεδίο των νοημάτων τα πράγματα είναι πολύ επιδερμικά, από τις όποιες κοινωνιολογικές παρατηρήσεις γύρω από τη γενιά των μέσων κοινωνικής δικτύωσης μέχρι το πώς στην αμερικάνικη αγορά εργασίας το κέρδος συνήθως δεν συνδέεται, ή ακόμη και σχετίζεται αντιστρόφως ανάλογα, με μια απτή βελτίωση της καθημερινότητας για τον μέσο πολίτη.
Βλέποντας το ευρύτερο κινηματογραφικό τοπίο των τελευταίων δύο ετών, είναι επίσης ξεκάθαρο ότι ο Glen Powell «κυνηγά» ιδιαίτερα τη στάμπα του πρωταγωνιστή, και σε πρώτη φάση έχει αυτό το χολιγουντιανό στίγμα που τον βοηθά προς αυτήν την κατεύθυνση και που αρμόζει στα φόντα ενός μπλοκμπάστερ. Λόγω ειδικών συνθηκών βέβαια κινείται εντός πολύ στενών ορίων που δεν του επιτρέπουν την υπέρβαση, σε αντίθεση για παράδειγμα με το πρόσφατο «Hit Man». Και σίγουρα ήθελε και περισσότερη δουλειά από πλευράς σκηνοθετικής καθοδήγησης η χημεία του με την Daisy Edgar-Jones, καθώς η μεταξύ τους αλληλεπίδραση «πιάνει» μεγάλο μέρος της συνολικής χρονικής διάρκειας.
Το πρωτότυπο «Τουίστερ» του Jan de Bont έκανε «γκελ» στο κοινό γιατί έπεσε πάνω και σε μια χρονική συγκυρία που ευνοούσε την ταινία καταστροφής, η οποία τότε γνώρισε μια μίνι αναβίωση. Αυτό το σίκουελ δεν διαθέτει το συγκεκριμένο πλεονέκτημα, και δυστυχώς δεν προσφέρει πάρα πολλά πέραν κάποιων στοιχείων που κάνουν συμπαθητική παρέα στο κοινό για κάνα δίωρο ώστε να πει κανείς ότι μπορεί να εμπνεύσει ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον γύρω από το εν λόγω είδος. Σίγουρα υπάρχουν και χειρότερα, αλλά αν ο προϋπολογισμός είναι γύρω στο ποσό που φημολογείται, ο πήχης θα έπρεπε οπωσδήποτε να βρισκόταν πιο ψηλά.
Βαθμολογία: