
Τα Χρυσά μας Χρόνια
- Trois Souvenirs de Ma Jeunesse
- My Golden Days
- 2015
- Γαλλία
- Γαλλικά, Ρωσικά, Εβραϊκά
- Αισθηματική, Δραματική, Εποχής, Νεανική
- 08 Σεπτεμβρίου 2016
Ο Πολ Ντενταλί πρόκειται να αφήσει πίσω του το Τατζικιστάν και πνίγεται στις αναμνήσεις: τα παιδιά του χρόνια στο Ρουμπέ, τις εκρήξεις της μητέρας του, τον δεσμό του με τον μικρότερο του αδελφό, Ιβάν, ένα βίαιο αγόρι. Στα 16 του, βρέθηκε να εργάζεται στην ΕΣΣΔ. Θυμάται και στα 19 του, την αδελφή του, Ντελφίν, τις άγριες νύχτες με την Πενέλοπε, τους φίλους του που τον πρόδωσαν. Έπειτα τις ανθρωπολογικές σπουδές στο Παρίσι, πλάι στην καθηγήτρια Μπεανζέν. Και πάνω από όλα, θυμάται την Έσθερ. Ήταν το επίκεντρο της ζωής του.
Σκηνοθεσία:
Arnaud Desplechin
Κύριοι Ρόλοι:
Quentin Dolmaire … Paul Dedalus
Lou Roy-Lecollinet … Esther
Mathieu Amalric … Paul Dedalus (ενήλικος)
Dinara Drukarova … Irina
Olivier Rabourdin … Abel Dedalus
Anne Benoit … Louise
Pierre-Benoist Varoclier … Yorick
Francoise Lebrun … Rose
Andre Dussollier … Claverie
Theo Fernandez … Bob
Patrick d’Assumcao … ο μοναχός
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Arnaud Desplechin, Julie Peyr
Παραγωγή: Pascal Caucheteux
Μουσική: Gregoire Hetzel
Φωτογραφία: Irina Lubtchansky
Μοντάζ: Laurence Briaud
Σκηνικά: Toma Baqueni
Κοστούμια: Nathalie Raoul
Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Trois Souvenirs de Ma Jeunesse
Ελληνικός Τίτλος: Τα Χρυσά μας Χρόνια
Διεθνής Τίτλος: My Golden Days
Άμεσοι Σύνδεσμοι
Πώς Τσακώθηκα (1996)
Σεναριακή Πηγή
- Σενάριο (χαρακτήρες): Πώς Τσακώθηκα των Emmanuel Bourdieu, Arnaud Desplechin.
Κύριες Διακρίσεις
- Πρώτο βραβείο στο τμήμα 15μερο Σκηνοθετών στο φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο σκηνοθεσίας στα Cesar. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σενάριο, υποσχόμενο ηθοποιό (Quentin Dolmaire), υποσχόμενη ηθοποιό (Lou Roy-Lecollinet), μουσική, φωτογραφία, μοντάζ, σκηνικά, κοστούμια και ήχο.
Παραλειπόμενα
- Οι χαρακτήρες προέρχονται από την ταινία Comment Je Me Suis Dispute… (Ma Vie Sexuelle) του ίδιου δημιουργού, που στη χώρα μας είδαμε μονάχα σε φεστιβάλ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος
Έκδοση Κειμένου: 9/9/2016
Υπάρχουν διάφοροι τρόποι να αναμετρηθεί κανείς με την ανάμνηση της εφηβείας υπό τη μορφή κινηματογραφικής ταινίας. Δαιμονοποίηση των ψυχοφθόρων παραγόντων που δημιούργησαν τις όποιες δυσκολίες ή αντίθετα εξιδανίκευσή τους σε σχέση με την άνευρη ενήλικη πραγματικότητα. Ο Αρνό Ντεπλεσέν όμως ακολουθεί μια άλλη γενναία οδό και ενδίδει δίχως φόβος και πάθος στη νοσταλγία, αποφεύγοντας τις ακραίες ωραιοποιήσεις της πραγματικότητας του και θυμίζοντας μας ότι η ίδια η αλήθεια της εφηβικής μας ηλικίας αρκεί για να μας πλημυρίσει συναισθηματικά, δίχως κανένα φτιασίδωμα.
Τα χρυσά χρόνια του πρωταγωνιστή Πολ ανασυντίθεται στο μυαλό του ως ένα μείγμα αναμνήσεων. Οι φίλοι επιστρέφουν ηχηρά, ακολουθούμενοι από τις τεταμένες οικογενειακές σχέσεις. Τα περιπετειώδη ταξίδια και τα χρόνια στο πανεπιστήμιο ξαναζωντανεύουν. Και στο βάθος βρίσκεται πάντα, «κραταιά ως θάνατος», η μνήμη του μεγάλου έρωτα για την Εσθέρ, η οποία καθόρισε την ίδια την ύπαρξη του Πολ.
Οι εναρκτήριες σκηνές του έργου μοιάζουν αλλόκοτες σε σχέση με το υπόλοιπο, αφού σ` αυτές κυριαρχεί το μυστήριο, το οποίο όμως γρήγορα δίνει τη θέση του στο ρομαντισμό της ατμόσφαιρας, που αποτελεί τη βασική κινητήριο δύναμη του φιλμ. Και αυτό ακριβώς είναι και το μεγάλο πλεονέκτημά του, αφού ο Ντεπλεσέν δημιούργησε ένα σύνολο το οποίο διαπνέεται συνεχώς από μια ειλικρινή αίσθηση αναπόλησης για τα εφηβικά χρόνια και το απέραντα αδιέξοδα που αυτά συγκεντρώνουν. Παρόλο που σε έναν βαθμό οι διάλογοι φλερτάρουν με την επιτήδευση, ως επί το πλείστον αυτό δεν κοστίζει στην ταινία, αφού η ευφάνταστη σκηνοθετική οπτική του Γάλλου διατηρεί τον θεατή στην απαραίτητη συναισθηματική κατάσταση ώστε να παρασυρθεί από τη μαγεία του εσωτερικού ταξιδιού του πρωταγωνιστή που προσφέρει η ταινία.
Η δύναμη της μνήμης είναι απεριόριστη και η σημασία της κεφαλαιώδης και αυτό ο Ντεπλεσέν μοιάζει να το γνωρίζει. Δίνοντας, λοιπόν, τον απαραίτητο χώρο στο έργο του για να ανασάνει και αποφεύγοντας το βομβαρδισμό των συνεχών συναισθηματικών εκρήξεων, πλάθει ένα εύθραυστο και τρυφερό πλαίσιο στο οποίο οι αναμνήσεις αφήνονται να χορέψουν, πότε έξαλλα, πότε αισθαντικά, πάντα όμως με μια ισχυρή δόση προσωπικής αλήθειας που συγκινεί αβίαστα. Με λίγα λόγια, ο Ντεπλεσέν υποκύπτει στη νοσταλγία με τον ομορφότερο δυνατό τρόπο. Και αυτή του η επιλογή δικαιώνεται πλήρως από το τελικό αποτέλεσμα.
Βαθμολογία: