Τέσσερα χρόνια έχουν περάσει από την καταστολή του Μάη του ’68 στη Γαλλία. Ο στρατηγός Ντε Γκολ έχει καταστείλει την «επανάσταση», και υπό την προεδρία του διαδόχου του Ζορζ Πομπιντού, όλα δείχνουν πλέον να είναι υπό έλεγχο… Όλα φαινομενικά τουλάχιστον «πάνε καλά», σύμφωνα με τις επιθυμίες και τις επιταγές της καθεστηκυίας τάξης. Κι εκεί, μέσα στη φαινομενική «κοινωνική νηνεμία», οι εργάτες ενός εργοστασίου αλλαντικών ξεσηκώνονται, κηρύσσουν απεργία και το καταλαμβάνουν. Η κοινωνική «τάξη και ασφάλεια» ξάφνου απειλούνται και έρχονται στο μυαλό όλων εικόνες που ήταν καθημερινές πριν από μία τετραετία. Ωστόσο, τίποτα δεν είναι το ίδιο… Οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων έχουν αλλάξει. Μια απεργός τηλεφωνεί στο σπίτι της και λέει στον σύζυγό της να προσέχει τα παιδιά. Ένα μέλος του κομμουνιστικού κόμματος μοιράζει φυλλάδια στο σούπερ-μάρκετ και οι νέοι δεν του δίνουν την παραμικρή σημασία…

Σκηνοθεσία:

Jean-Luc Godard

Jean-Pierre Gorin

Κύριοι Ρόλοι:

Yves Montand … Jacques

Jane Fonda … Suzanne

Vittorio Caprioli … ο εργοστασιάρχης

Anne Wiazemsky … η αριστερή

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean-Luc Godard, Jean-Pierre Gorin

Παραγωγή: Jean-Pierre Rassam

Φωτογραφία: Armand Marco

Μοντάζ: Claudine Merlin, Kenout Peltier

Σκηνικά: Jacques Dugied

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Tout Va Bien
  • Ελληνικός Τίτλος: Όλα Πάνε Καλά!..
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Just Great
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Everything’s All Right
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: All’s Well
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Όλα Πάνε Καλά [επανέκδοσης]

Κύριες Διακρίσεις

  • Ειδικό βραβείο για το Φόρουμ του φεστιβάλ Βερολίνου.

Παραλειπόμενα

  • Ο Jean-Luc Godard κηρύττει με αυτή την ταινία τη λήξη της επαναστατικής κολεκτίβας Dziga Vertov, ακόμα κι αν η επιστροφή του εδώ στη μυθοπλασία (η σκέψη ήταν πως δεν μπορούσαν πλέον οι ταινίες να αφορούν μόνο μια ελίτ, αλλά και… τα ταμεία της κολεκτίβας ήταν άδεια), και μάλιστα με δύο αστέρες ηθοποιούς, δεν ακολουθάει και πάλι κλασικές φόρμες. Υπάρχει η αποστασιοποίηση από το κοινό αλά Bertolt Brecht, αλλά και μια οπτική τεχνική βγαλμένη μέσα από την ταινία Ο Τζέρι Λούις και τα 32 Κορίτσια (The Ladies Man) του Jerry Lewis από το 1961.
  • Τα γυρίσματα καθυστέρησαν επειδή ο Godard ήταν ακόμα σε ανάρρωση από ένα ατύχημα με το ξεκίνημα τους, και οι Jane Fonda και Yves Montand αρνούνταν να ακολουθήσουν υποδείξεις υπό τον Jean-Pierre Gorin.
  • Το εργοστάσιο κατασκευάστηκε από το μηδέν στα στούντιο Eclair, με τρόπο που οι τρεις του όροφοι φαίνονται ταυτόχρονα ορθάνοιχτοι (σαν ένα “κουκλόσπιτο” 30 μέτρων).
  • Έσχατη εμφάνιση της Anne Wiazemsky σε ταινία του συντρόφου της. Ενώ πήραν διαζύγιο το 1979, ήδη από το 1970 αυτή και ο Godard ζούσαν χωριστά.
  • Η ταινία είχε πάρει έγκριση για το φεστιβάλ Βενετίας, αλλά οι δημιουργοί της εντέλει αποφάσισαν ένα αντιφεστιβάλ που προωθούσε ο Pier Paolo Pasolini.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 11/5/2023

Παρακολουθώντας κανείς το εν λόγω φιλμ μπαίνει στον πειρασμό να ρωτήσει: χωρίζεται άραγε το σινεμά του Godard σε δύο περιόδους, πριν και μετά τον Μάη του 1968; Εντοπίζεται εδώ ένας κυνισμός που αφορά σχεδόν όλα τα πολιτικά στρατόπεδα της χώρας του, ακόμη και αυτό της Αριστεράς, που θα φαινόταν αδιανόητος από τον ρομαντικό οραματιστή του «Τρελού Πιερό» λίγα μόλις χρόνια πριν; Ή μήπως έχει ακόμη λίγη πίστη μέσα του για ορισμένες κοινωνικές ομάδες (προσοχή στον μονόλογο της εργάτριας); Επίσης, ήρθε άραγε μαζί με την ιδεολογική ωρίμανσή του και μια εσωτερική απομυθοποίηση της τέχνης που υπηρέτησε, όπως διακρίνεται από τη μεταμοντέρνα και αντισυμβατική σεναριακή δομή που επιλέγει εδώ;

Ο Godard του «Όλα Πάνε Καλά» είναι ένας κινηματογραφιστής που κουβαλάει οργή σχεδόν για τα πάντα, όχι μόνο για το κεφάλαιο και την μπουρζουαζία αλλά και για όσους δηλώνουν αντικαπιταλιστές ενώ συνδράμουν στην ηγεμονία του εν λόγω συστήματος για λίγο υλικό κέρδος παραπάνω (η σκηνή με τα βιβλία στο σουπερμάρκετ), για όσους κρύβονται πίσω από την ιδιότητά τους ως μέλη της εργατικής τάξης για να δώσουν άλλοθι σε προβληματικές νοοτροπίες τους, ακόμη και για τον ίδιο του τον εαυτό που συμβιβάστηκε μέσω του χαρακτήρα του Yves Montand. Όμως ενίοτε παρατηρεί κανείς πως ο ίδιος προσέχει να μην είναι αφοριστικός απέναντι στο οτιδήποτε, όχι τόσο από ελπίδα αλλά μάλλον από σεβασμό. Διότι στο πρόσωπο της Jane Fonda μπορεί να σκιαγραφείται μια Αμερικανίδα που αντιμετωπίζει τη θεματολογία με την οποία καταπιάνεται ως δημοσιογράφος κάπως εξωτικά και από απόσταση ασφαλείας, ταυτόχρονα όμως είναι πολίτης της μεγαλύτερης ιμπεριαλιστικής δύναμης στον κόσμο που αρνείται να αναπαράγει ένα πολύ συγκεκριμένο, ωραιοποιημένο, διαστρεβλωτικό αφήγημα γύρω από εκείνη. Αυτή η αμφισβήτηση εκ των έσω, αν υπολογίσει κανείς το μέγεθος του προσωπικού ρίσκου, είναι αντικειμενικά αξιοθαύμαστη, και ίσως η έμμεση σύγκριση στην οποία προχωρά ο Godard ανάμεσα στα πρόσωπα του πρωταγωνιστικού ζεύγους να είναι κι ένας τρόπος να ασκήσει κριτική στον εαυτό του σε αντιπαράθεση με το πόσο σθεναρά αντιστάθηκε η Fonda στον πόλεμο του Βιετνάμ, σηκώνοντας μόνη της ολόκληρο το βάρος μιας τέτοιας απόφασης σε καιρούς επικράτησης του νιξονισμού. Τελικά ποια χώρα είναι το εργαστήριο της επανάστασης, η Γαλλία που απλά αντάλλαξε τον de Gaulle για τον Pompidou και συνέχισε την καθημερινότητά της όπως πριν ή οι ΗΠΑ που εντός τους διαμορφώθηκε ένα αντιπολεμικό κίνημα με παγκόσμια επιρροή κόντρα σε αυτό που διατύπωνε η διάσημη φράση ως «σιωπηρή πλειοψηφία»; Το ενδιαφέρον πάντως θα ήταν να ακολουθούσε ένα σίκουελ δέκα χρόνια μετά, το 1982, λόγω αντιστροφής των θέσεων,

Και φυσικά δεν θα μπορούσε να λείπει ο στοχασμός του τύπου «πόσα άλλαξαν μετά το ‘68». Μήπως τελικά οι εκάστοτε επικεφαλής σε όλους τους τομείς απλά βρήκαν μια ευκαιρία να ενισχυθούν περισσότερο προχωρώντας σε προσαρμογή σύμφωνα με τις νέες συνθήκες; Μήπως η ανάγκη για εξέγερση και ανατροπή του status-quo επισκίασε ασφυκτικά την εξίσου επιτακτική ανάγκη για μια βαθιά ιδεολογική κατάρτιση; Είχαμε επανάληψη της ιστορίας (ως φάρσα;) σχεδόν έναν αιώνα μετά την Κομμούνα; Με όλα αυτά τα δεδομένα στο τραπέζι γίνεται ακόμη πιο ξεκάθαρος και ο τόνος του τίτλου. Και η τελική επίγευση είναι εξαιρετικά πικρή, γιατί γίνεται αντιληπτό πως ένας δημιουργός ο οποίος μοιάζει να έχει κατασταλάξει πλέον βρίσκεται παράλληλα αντιμέτωπος με την πνευματική στασιμότητα, από τη στιγμή που οι ζυμώσεις τελείωσαν και ο ίδιος έφτασε σε ένα απώτατο σημείο σοφίας.

Είναι ένα μάθημα από μόνο του το να παρατηρήσει κάποιος τη μετεξέλιξη μιας οπτικής από το «Με Κομμένη την Ανάσα» στο «Όλα Πάνε Καλά». Είναι ουσιαστικά η μετατροπή του χαρισματικού σπουδαστή σε κυνικό καθηγητή. Κι ένα μεγάλο μέρος της απόλαυσης βρίσκεται στις παραμορφώσεις της γκονταρικής αντανάκλασης στον καθρέφτη, τόσο σχετικά με την ταινία κατασκευαστικά όσο και στο πώς προβάλλει τον ίδιο στον πρωταγωνιστή του.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

28 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *