Ένα νεαρό αγόρι και μια έφηβη, δύο ασυνόδευτα ανήλικα που ταξίδεψαν ολομόναχα από την Αφρική ως το Βέλγιο, βάζουν την ανεκτίμητη φιλία τους πάνω από τις δύσκολες συνθήκες της εξορίας τους.

Σκηνοθεσία:

Jean-Pierre Dardenne

Luc Dardenne

Κύριοι Ρόλοι:

Pablo Schils … Tori

Joely Mbundu … Lokita

Alban Ukaj … Betim

Tijmen Govaerts … Luckas

Nadege Ouedraogo … Justine

Charlotte De Bruyne … Margot

Marc Zinga … Firmin

Thomas Doret … δικηγόρος

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Jean-Pierre Dardenne, Luc Dardenne

Παραγωγή: Jean-Pierre Dardenne, Luc Dardenne, Denis Freyd, Delphine Tomson

Φωτογραφία: Benoit Dervaux

Μοντάζ: Marie-Helene Dozo

Σκηνικά: Igor Gabriel

Κοστούμια: Dorothee Guiraud

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Tori et Lokita
  • Ελληνικός Τίτλος: Τόρι και Λοκίτα
  • Διεθνής Τίτλος: Tori and Lokita

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Ειδικό βραβείο για τα 75 χρόνια του φεστιβάλ.
  • Ειδικό βραβείο στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.

Παραλειπόμενα

  •  Αμφότεροι οι δύο πρωταγωνιστές είναι πρωτοεμφανιζόμενοι.

Κριτικός: Σπύρος Δούκας

Έκδοση Κειμένου: 12/6/2022

Οι αδελφοί Dardenne είναι γνωστοί για τη διεισδυτική τους ματιά, εμμένοντας πάντα σε ένα σινεμά σκληρού κοινωνικού ρεαλισμού. Αυτή τη φορά, χωρίς να αποκλίνουν στο ελάχιστο από το σύνηθες ύφος τους, έχουν ως θεματικό κέντρο το μεταναστευτικό ζήτημα, με πρωταγωνιστές δύο νεαρά παιδιά που έρχονται ως μετανάστες στο Βέλγιο από την Αφρική.

Ο μικρός Τόρι και η έφηβη Λοκίτα δεν είναι εξ αίματος αδέρφια. Η ανάγκη για επιβίωση τούς φέρνει αυθόρμητα κοντά, και ο δεσμός τους ισχυροποιείται μέσα από αυτό τον αγώνα, και ενέχει μια συγκινητική δύναμη. Οι Dardenne αποφεύγουν επιμελώς κάθε μελοδραματισμό χωρίς να στοχεύουν απευθείας στο συναίσθημα. Το “Tori and Lokita”, πίσω από τον ωμό του ρεαλισμό, έχει την υφή μιας νεανικής περιπέτειας. Δεν προσπαθεί ποτέ επιτηδευμένα να συγκινήσει, αλλά το πετυχαίνει αβίαστα, αναδεικνύοντας εξίσου τις μικρές και μεγάλες στιγμές μιας αυθεντικής αδελφικής φιλίας, ανάμεσα σε δύο μικρούς ήρωες που έχουν ανάγκη ο ένας τον άλλο, αλλά το σύστημα-«μοίρα» τούς κρατάει σε απόσταση.

Το τέλος, τραγικά σοκαριστικό και αναπάντεχο, παραμένει απόλυτα εναρμονισμένο με το νταρντενικό κοινωνικό βλέμμα. Ακόμα κι αν δεν πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες στιγμές των βέλγων αδερφών, μιας που δεν καινοτομούν σε σχέση με όσα μας έχουν δώσει στο παρελθόν, πρόκειται για ένα επίκαιρο έργο-γροθιά. Καθόλου φλύαρο, εμμένει στην ουσία με κάθε του πλάνο, υιοθετώντας μια αναρχικά ανθρωπιστική, όσο και αυστηρά κριτική ματιά προς την Ευρώπη του σήμερα.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 14/11/2022

Ο Τόρι και η Λοκίτα είναι δύο παιδιά που ζουν μαζί στο Βέλγιο, μετανάστες αμφότεροι από διαφορετικές γαλλόφωνες χώρες της Αφρικής. Οι δυο τους έγιναν αδέρφια πάνω σε μια θαλασσοδαρμένη βάρκα με την οποία διέσχισαν τη Μεσόγειο για να φτάσουν στην Ιταλία και από εκεί στην ευρωπαϊκή μητρόπολη των Βρυξελλών. Ο Τόρι έχει κριθεί δικαιούμενος ασύλου, η Λοκίτα όμως ταλαιπωρείται σε επιτροπές και συνεδριάσεις για να αποδείξει ότι είναι η αδερφή του μικρού, προκειμένου να εξασφαλίσει τη διαμονή της στη χώρα. Τα δύο αδέρφια θα κάνουν τα πάντα για να μείνουν αχώριστα, διότι ξέρουν πως ανάμεσα στις συμπληγάδες της δολοφονικής θεσμικής δυστροπίας και του αδιάκοπου εκβιασμού από τους μαφιόζους διακινητές ψυχών, το μόνο που διαθέτουν σαν καταφύγιο είναι η μεταξύ τους σχέση.

Τα τελευταία χρόνια, μετά την σχεδόν καθολική αναγνώριση που γνώρισε το Δύο Ημέρες, Μία Νύχτα το 2014, η διεθνής κριτική ερμηνεύει την πορεία των αδερφών Νταρντέν ως κατά βάση φθίνουσα. Η αλήθεια είναι πως οι πολυβραβευμένοι Βέλγοι σπανίως ξεστρατίζουν από τη γνώριμη διαδρομή τους, παραμένουν πάντα προσηλωμένοι σε δραματικές ιστορίες σκληρού κοινωνικού ρεαλισμού, τις οποίες αφηγούνται χωρίς στολίδια και περίτεχνες κατασκευές. Το νέο τους πόνημα δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα της φιλμογραφίας τους∙ συνιστά όμως ένα πρώτης τάξεως δείγμα νταρντενικού σινεμά, αυτού που οι αδερφοί δείχνουν να παράγουν αβίαστα και φυσικά, αλλά ποτέ σε καθεστώς λειτουργίας αυτόματου πιλότου.

Τα δύο παιδιά συνθέτουν από κοινού την εικόνα του σημερινού Homo Sacer στην Ευρώπη που θριαμβολογεί για τα κατορθώματά της στο πεδίο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Είναι δύο φιγούρες άνευ υπόστασης στο θεσμικό πλαίσιο, η κατάσταση των οποίων τίθεται ως σημείωση στο περιθώριο των νομικών κειμένων που διέπουν το καθεστώς μετανάστευσης και ασύλου. Μόνο που η δική τους πραγματικότητα εξακολουθεί να κυλάει αδυσώπητα και οι ζωές τους βρίσκονται κυριολεκτικά κάθε στιγμή σε κίνδυνο, αφού ο διακινητής ψυχών που τους έφερε στο Βέλγιο δεν σταματά να τους εκβιάζει και τους κατάσχει κάθε χρηματικό ποσό που καταφέρνουν να εξασφαλίσουν ως βαποράκια.

Είναι τόσο ευθύβολη η ταινία που φτιάχνουν οι Νταρντέν που καθιστά σχεδόν αδύνατο να μη βιώσει κανείς τη ντροπή στο πετσί του βλέποντας τις τραγικές συνθήκες στις οποίες διαβιούν οι νεαροί ήρωες. Ήδη από την εισαγωγική σεκάνς, στην οποία η Λοκίτα οφείλει να αποδείξει ότι δικαιούται να μείνει στη χώρα και μοιάζει σαν να απολογείται σε μία δικαστικής φύσεως διαδικασία με διακύβευμα το ίδιο το δικαίωμά της να υπάρχει, οι δημιουργοί βρίσκουν τον τρόπο με αξιοθαύμαστη οικονομία να θέσουν τους όρους της αφήγησής τους. Το δράμα τους εδράζεται στη συστηματική απάθεια, ισοδύναμη της ενσυνείδητης αποδοχής για κάθε δεινό, που φροντίζει να επιδείξει κάθε αρμόδιος φορέας απέναντι στα εκατομμύρια των μεταναστών που λογίζονται ως παρίες, αποβληθέντες δια βίου από την κοινωνική ευημερία και ισορροπία που άπαντες ευαγγελίζονται. Εξαιρετικά φειδωλοί με τις πολυπόθητες εγκριτικές σφραγίδες και σε υπερθετικό βαθμό καχύποπτοι απέναντι στις ιστορίες που ακούν, οι εκπρόσωποι των θεσμών νίπτουν υπερήφανα τα χείρας τους, εξορίζοντας τα παιδιά σε μέρη έτοιμα να κατασπαράξουν κάθε ίχνος αθωότητας που μπορεί να έχει απομείνει μέσα τους.

Παρότι η παιδική παρουσία συνιστά μία αυτόματη επίκληση στο συναίσθημα του κοινού, οι Νταρντέν ελέγχουν μαεστρικά τον τόνο του έργου, φτιάχνοντας ένα σφιχτοδεμένο, αγωνιώδες δράμα φοβερής έντασης, με τρόπο που μας αναγκάζει ίσως να παραγνωρίσουμε και ορισμένες ευκολίες στον τρόπο που ξεδιπλώνεται η πλοκή. Η συνθήκη των δύο χαρακτήρων είναι τραγική, η τύχη τους κρέμεται διαρκώς από μία κλωστή, σε κάθε στροφή της διαδρομής τους καιροφυλακτεί ένα κακό. Η αδυναμία μας να εξασφαλίσουμε σε αυτά τα παιδιά ένα περιβάλλον που δύναται να τους προσφέρει στοιχειώδη ασφάλεια, είναι συλλογική και βαραίνει όλους μας˙ οι αμείλικτοι θεσμοί, άλλωστε, είναι καρπός και έκφραση της δημοκρατίας μας, έργο που παρήχθη από εμάς και μας καθρεφτίζει. Η ειλικρινής και εγκάρδια σχέση των δύο αδερφών εκθέτει την αποτυχία μας ακόμα περισσότερο, καθώς η αγάπη που τους ενώνει, που τους εφοδιάζει με απροσμέτρητο κουράγιο όσο περνούν δια πυρός και σιδήρου σε κάθε πιθανή δοκιμασία, αντιδιαστέλλεται οδυνηρά με τη συστημική και συστηματοποιημένη αδιαφορία που εισπράττουν στην πρωτεύουσα της Ευρώπης.

Όσο η ταινία οδεύει προς ένα από τα σφοδρότερα νταρντενικά φινάλε, ένα «μα είναι παιδιά» σκαλώνει στα χείλη, βαραίνοντας για πάντα την καρδιά, καταβάλλοντας με το αδιαπραγμάτευτο δίκιο της απλότητάς του κάθε πιθανή άμυνα, διαλύοντας κάθε υπόνοια υπεκφυγής δια τη οδού της στείρας νομικής ανάγνωσης των συνθηκών. Αυτή ίσως είναι και η μεγαλύτερη δύναμη του έργου, ότι δεν αφήνει χώρο για αναδιπλώσεις˙ όσο υπάρχουν ακόμα παιδιά που αναγκάζονται να υποστούν όσα ο Τόρι και η Λοκίτα, είναι δείγμα ελάχιστης δημοκρατικής αυτογνωσίας η ομολογία της αιματοβαμμένης αποτυχίας μας. Το μόνο που απομένει είναι η αλγεινή αίσθησης της οργισμένης και θλιμμένης ντροπής που μας αναλογεί.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *