Ο Τούκο Λαακσόνε επιστρέφει από τον Β` Παγκόσμιο Πόλεμο στο ζοφερό και ηθικοπλαστικό σπίτι του στη Φινλανδία, εκεί όπου η ομοφυλοφιλία είναι παράνομη. Για να ψυχαγωγήσει τον εαυτό και τους φίλους του, ξεκινάει να φτιάχνει σκίτσα περήφανων γκέι αντρών. Τα σκίτσα αυτά κρίνονται επικίνδυνα για τη χώρα του, έτσι ο Τούκο τα καταχωνιάζει. Τα κρύβει ακόμα κι από την αδελφή του, την Κάτια, παρότι είναι ενωμένα αδέλφια. Εργαζόμενος σε διαφημιστική εταιρία, ερωτεύεται με τον «κίνδυνο», τον Νίπα, αλλά καταφέρνουν να κρατήσουν κρυφή τη σχέση τους. Η Νίπα ενθαρρύνει τον Τούκο να φανερώσει τη δουλειά του, και αυτές οι ζωγραφιές καταλήγουν να τον φτάσουν ως το Λος Άντζελες μέσω Βερολίνου. Εκεί θα βρει ένα δικό του κοινό που εκτιμά την τέχνη του και θα γίνει έναυσμα για μια ολόκληρη επανάσταση υπό το όνομα «Τομ της Φινλανδίας».
Σκηνοθεσία:
Dome Karukoski
Κύριοι Ρόλοι:
Pekka Strang … Touko Laaksonen/Tom
Lauri Tilkanen … Veli
Jessica Grabowsky … Kaija
Taisto Oksanen … Alijoki
Seumas F. Sargent … Doug
Jakob Oftebro … Jack
Werner Daehn … Muller
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Aleksi Bardy
Στόρι: Aleksi Bardy, Dome Karukoski
Παραγωγή: Aleksi Bardy, Miia Haavisto, Annika Sucksdorff
Μουσική: Lasse Enersen, Hildur Gudnadottir
Φωτογραφία: Lasse Frank Johannessen
Μοντάζ: Harri Ylonen
Σκηνικά: Christian Olander
Κοστούμια: Anna Vilppunen
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: Tom of Finland
Ελληνικός Τίτλος: Tom of Finland
Κύριες Διακρίσεις
- Βραβείο κοστουμιών στα εθνικά βραβεία της Φινλανδίας. Υποψήφιο για ακόμα 4.
- Επίσημη πρόταση της Φινλανδίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 23/1/2018
Ο Dome Karukoski είναι ένας σκηνοθέτης με έργο που δεν έχει «εξαχθεί» ιδιαίτερα πέρα από τα σύνορα της Φινλανδίας, περισσότερο γνωστός είναι για την εσωτερικής κατανάλωσης κωμωδία “Napapiirin Sankarit” που γνώρισε μάλιστα και δύο σίκουελ. Εδώ αναλαμβάνει ένα θέμα φιλόδοξο κι ενδιαφέρον. Παρόλο που πρόκειται για βιογραφία, στην πραγματικότητα δεν είναι πολλές οι στιγμές που το σενάριο καταπιάνεται σε βάθος με τον ψυχισμό και το χαρακτήρα του ήρωα, κάτι που δυνητικά θα μπορούσε να θεωρηθεί αδυναμία, συμβαίνει όμως γιατί η εστίαση είναι αλλού, και πιο συγκεκριμένα στο έργο καθαυτό του Laaksonen και την επιρροή του στη διαμόρφωση της γκέι κουλτούρας, στην απενοχοποίηση και στην αποβολή της φοβικότητας που τη συνόδευε τουλάχιστον στο πρώτο μισό του εικοστού αιώνα (οι καλύτερες σκηνές του φιλμ είναι αυτές που διαπραγματεύονται αυτό ακριβώς το στοιχείο).
Η ταινία απεικονίζει όλη αυτή τη σταδιακή μετάβαση με την ακρίβεια ενός ντοκουμέντου της εποχής, και παρότι ορθώς στρατευμένη δεν παρεκτρέπεται ποτέ σε ένα πομπώδες ύφος διατηρώντας μια ευπρόσδεκτη και διόλου σαχλή ελαφρότητα στη σωστή δοσολογία που αποτινάζει κάπως την αίσθηση ακαδημαϊκότητας που, κακά τα ψέματα, διατρέχει το σύνολο σε μεγάλο μέρος της διάρκειάς του παρόλο που το θέμα άνετα «σήκωνε» μια πιο αντισυμβατική, παιχνιδιάρικη προσέγγιση που θα το ζωήρευε και θα το νοστίμευε. Ενώ η ουσία του “Tom of Finland” αδιαμφισβήτητα έχει «ψωμί», ο τρόπος με τον οποίο τη μεταχειρίζεται, βλέποντας την πραγματική αυτή προσωπικότητα με συμπάθεια χωρίς όμως να τολμάει να μπαίνει ποτέ βαθιά στο μυαλό που γέννησε τα σκίτσα αυτά (κάποιες σύντομες σκηνές με τον «Tom» να φαντάζεται την παρέμβαση μιας φιγούρας με δερμάτινα και μουστάκι που μοιάζει να έχει ξεπηδήσει από το μολύβι του δεν αρκούν ενώ δε φαντάζουν κι ενταγμένες αρμονικά στο όλον του φιλμ), κάτι που αποτυπώνεται και στην ερμηνεία του Pekka Strang που μοιάζει λίγο στεγνή και αποστασιοποιημένη, φοβισμένη να προσεγγίσει τον πυρήνα του ανθρώπου αυτού. Αντιθέτως, κάποιοι δεύτεροι ρόλοι αποδίδονται με περισσότερο «τύπο» και για αυτό ξεχωρίζουν από το σύνολο, όπως ο εραστής του Laaksonen που υποδύεται ο Lauri Tilkanen. Αυτή η ατολμία στη σκηνοθετική οπτική δεν μπορεί να αγνοηθεί παρόλο που το τελικό αποτέλεσμα βλέπεται εξαιρετικά ευχάριστα.
Αν η ματιά του Karukoski στερείται βάθους, το στοίχημα κερδίζεται στο πώς λειτουργεί ψυχαγωγικά το φιλμ, που σε αυτόν τον τομέα είναι άκρως καλοκουρδισμένο, όπως και στην κατασκευή: η φωτογραφία του Lasse Frank Johannessen είναι πραγματικά υπέροχη κι εξαιρετικά εναρμονισμένη με την αισθητική του χρονικού πλαισίου εντός του οποίου διαδραματίζεται το έργο, στην αναπαράσταση του οποίου συμβάλλει και η δουλειά σε σκηνογραφία και κοστούμια. Από αυτήν την άποψη, εκεί που ο εγκέφαλος μπορεί να μένει παραπονεμένος, το μάτι έχει λόγο να δηλώσει ικανοποιημένο. Ένα ακόμη σύνδρομο που πλήττει τη μέση χολιγουντιανή βιογραφία και υπάρχει κι εδώ είναι η περίεργη και αποπροσανατολιστική ροή του χρόνου, με τις δεκαετίες να παρέρχονται σε χρόνο αστραπιαίο και τη μετάβαση να μην είναι ομαλή. Αυτό γίνεται εξαιρετικά εμφανές όταν ένα γεγονός με μεγάλο δυνητικά δραματικό αντίκτυπο λαμβάνει χώρα, που λόγω της γρήγορης προσπέρασής του από την αφήγηση περνάει σχεδόν απαρατήρητο, αποδυναμώνοντας έτσι ένα εύρημα που θα μπορούσε να έχει αξιοπρόσεκτη συγκινησιακή δύναμη. Εν ολίγοις, φάουλ υπάρχουν, όμως η εικόνα που επικρατεί σε γενικές γραμμές είναι θετική. Αν το φιλμ χάνει ως ψυχογράφημα, κερδίζει σε κοινωνιολογική ματιά, κι ακόμη κι αν τα συμπεράσματα στα οποία φτάνει έχουν λίγο πολύ ξαναειπωθεί, ειδικά σε μια χρονιά που το LGBT σινεμά έχει βγει δυναμικά στο προσκήνιο, η καρδιά και η παρρησία με την οποία τα διατυπώνει δε γίνεται παρά να αναγνωριστούν και να εκτιμηθούν.
Σίγουρα υπήρχαν περιθώρια για κάτι ακόμη ανώτερο, πιο ουσιαστικό και διεισδυτικό, σε τελική ανάλυση όμως το “Tom of Finland” αποτελεί σίγουρα ένας παραπάνω από αξιοπρεπής φόρος τιμής σε μια φιγούρα με έμμεση επίδραση πέρα και από τα σύνορα του χώρου στον οποίο απευθυνόταν.
Βαθμολογία: