Ένα ηλικιωμένο ζευγάρι, ο Σουκίτσι και η Τομί, αφήνουν το χωριό τους για να επισκεφτούν τα παιδιά τους στο μεταπολεμικό Τόκιο. Η υποδοχή τους θα είναι απογοητευτική: τα παιδιά δεν μπορούν να τους διαθέσουν χρόνο γιατί είναι πολύ απασχολημένα. Έτσι καταφεύγουν σε μια εύκολη λύση: τους στέλνουν σε ένα τουριστικό θέρετρο.

Σκηνοθεσία:

Yasujiro Ozu

Κύριοι Ρόλοι:

Chishu Ryu … Shukichi Hirayama

Chieko Higashiyama … Tomi Hirayama

Setsuko Hara … Noriko Hirayama

Haruko Sugimura … Shige Kaneko

So Yamamura … Koichi Hirayama

Kuniko Miyake … Fumiko Hirayama

Kyoko Kagawa … Kyoko Hirayama

Eijiro Tono … Sanpei Numata

Nobuo Nakamura … Kurazo Kaneko

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Kogo Noda, Yasujiro Ozu

Παραγωγή: Takeshi Yamamoto

Μουσική: Takanobu Saito

Φωτογραφία: Yuharu Atsuta

Μοντάζ: Yoshiyasu Hamamura

Σκηνικά: Tatsuo Hamada

Κοστούμια: Taizo Saito

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Tokyo Monogatari
  • Ελληνικός Τίτλος: Επίσκεψη στο Τόκιο [αυθεντικός]
  • Διεθνής Τίτλος: Tokyo Story
  • Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: Their First Trip to Tokyo
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Ταξίδι στο Τόκιο [επανέκδοσης]
  • Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Τόκιο Στόρι [επανέκδοσης]

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Παραλειπόμενα

  • Το σενάριο γράφτηκε μέσα σε 103 ημέρες, ενώ επηρεάστηκε σε σημεία από το αμερικανικό φιλμ του 1937, Τόπο στα Νιάτα, του Leo McCarey. Ο Noda πρότεινε καθαρή διασκευή του, αλλά ο Ozu δεν είχε τύχει ακόμα να το δει.
  • Η ταινία δεν είχε άμεσα την τεράστια φήμη που απέκτησε με τα χρόνια, και θεωρήθηκε “πολύ ιαπωνικό” για εξαγωγή από τη χώρα του. Η επιτυχία ήρθε το 1957, μετά από προβολή του στο Λονδίνο, ενώ στις ΗΠΑ αναγνωρίστηκε ουσιαστικά το 1972 και μετά από προβολή στη Νέα Υόρκη. Πλέον θεωρείται το αριστούργημα του Ozu, και μία από τις σπουδαιότερες ταινίες της έβδομης τέχνης.
  • Το Ανθισμένες Κερασιές (2008) της Doris Dorrie είναι άμεσα επηρεασμένο από το φιλμ, ενώ το 2013, ο Yoji Yamada έκανε ένα ριμέικ με τον τίτλο Tokyo Kazoku.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 8/4/2020

Ο ουμανισμός στο σινεμά ποτέ δεν έκανε μεγαλύτερα βήματα από ότι την περίοδο λίγο μετά τη λήξη του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η Ευρώπη ειδικά επέδειξε μια αξιοσημείωτη διάθεση να αναμετρηθεί με τα φαντάσματα των πολύ σκοτεινών εκείνων χρόνων, αλλά σε κινηματογραφικό επίπεδο δεν υπήρξε η μόνη ήπειρος που το επιχείρησε αυτό. Μια από τις πιο περίλαμπρες αποδείξεις αυτής της διαπίστωσης είναι και το «Ταξίδι στο Τόκιο».

Πρόκειται για ένα φιλμ μεθοδικά αργών ρυθμών, φαινομενικά απλό, δίχως μια εκρηκτικού τύπου σκηνοθετική βιρτουοζιτέ, και στο οποίο τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο έχει η ανθρώπινη συμπεριφορά, από τη μικρότερη μέχρι τη μεγαλύτερη χειρονομία. Αλλά κυρίως, παρά τον προηγηθέντα συνδυασμό χαρακτηρισμών που δεν προϊδεάζει απαραίτητα για κάτι τέτοιο, είναι ένα από τα σπουδαιότερα αριστουργήματα στην ιστορία του μέσου στο οποίο ανήκει. Υπάρχει τεράστια συμπυκνωμένη μαεστρία εδώ, τόσο στο πώς χρησιμοποιείται και στήνεται η κάμερα (το λιτό και ήρεμο οπτικό στιλ που επικρατεί εδώ θα επηρεάσει πολλούς στο μέλλον, από τον Aki Kaurismaki μέχρι τον Hirokazu Kore-eda) όσο και στον τρόπο με τον οποίο το σενάριο αναπτύσσει χαμηλόφωνα τους χαρακτήρες και τις μεταξύ τους σχέσεις. Ωστόσο, το στοιχείο που πραγματικά απογειώνει το τελικό αποτέλεσμα και καθιστά ανυπέρβλητη την καλλιτεχνική του σπουδαιότητα, είναι το πώς χειρίζεται το συναίσθημα. Ενώ η ιστορία αφορά ανθρώπους συντετριμμένους εσωτερικά από τις τροπές των ζωών τους, αυτή η απόγνωση ποτέ δεν επικοινωνείται στον θεατή κραυγαλέα. Η απόκρυψη των συναισθημάτων αυτών από τους ήρωες, πέρα από μια άκρως πειστική απεικόνιση μιας σημαντικής πτυχής του συλλογικού γιαπωνέζικου ψυχισμού, όπως κι έμμεση κριτική του, βάζει το κοινό σε διαδικασία να αναζητά διακαώς μια συγκινησιακή κορύφωση για να εκτονώσει αυτή την καταπίεση που του μεταδίδεται. Κι όταν αυτό τελικά συμβαίνει, οδηγεί σε μερικές από τις πιο γνήσια ευαίσθητες σκηνές από καταβολής κινηματογράφου (sic).

Όπως ο ιταλικός νεορεαλισμός σύστησε από την αρχή μια χώρα της οποίας η εικόνα παγκοσμίως αμαυρώθηκε ελέω συμμετοχής της στον Άξονα, έτσι και το «Ταξίδι στο Τόκιο» γνωστοποίησε μέσω της καλλιτεχνικής έκφρασης μια επώδυνη επόμενη μέρα για την Ιαπωνία στη Δύση, τη στιγμή που από τη Χώρα του Ανατέλλοντος Ηλίου αναδεικνύονταν διεθνώς κυρίως ταινίες που άνηκαν στο είδος του τζιντάιγκεκι όπως το «Ρασομόν» και το «Ουγκέτσου Μονογκατάρι». Σε αντίθεση όμως με την έντονη πολιτικοποίηση ενός Rossellini για παράδειγμα, ο προβληματισμός του Ozu έχει έναν πιο κοινωνικό στη δομή του χαρακτήρα, εστιάζει σε μηχανισμούς που υπήρχαν ανέκαθεν εντός της κοινωνίας που περιγράφει, ανεξαρτήτως ηγεσίας. Για αυτό και ο ανθρωπισμός του δεν έχει γεράσει σχεδόν καθόλου, και είναι περισσότερο πιθανό να αγγίξει μια ευρύτερη γκάμα θεατών, εφόσον έχουν τεντώσει τις κεραίες τους επαρκώς ώστε να βυθιστούν στο όραμα του συγκεκριμένου δημιουργού. Η σύνθεση των κάδρων, με το κυρίαρχο σχήμα να είναι το τετράγωνο και την κάμερα να τοποθετείται σε χαμηλό ύψος, χωρίς ποτέ σχεδόν να κινείται, καταφέρνει να οικοδομήσει μια εγγύτητα μεταξύ του κοινού και των χαρακτήρων, να τους κάνει κοινωνούς στο δράμα τους, αλλά και να μεταδώσει μέσω της αρχιτεκτονικής των εικόνων την αίσθηση ενός μοντέλου αυστηρού, πειθαρχημένου και καθαρά ιεραρχικού, που θα αποτελέσει το αμείλικτο πλαίσιο εντός του οποίου θα εκτυλιχτεί η προσωπική τραγωδία του καθενός εκ των ηρώων.

Σε τελική ανάλυση, το συγκεκριμένο φιλμ βρίσκεται στο πάνθεον της τέχνης που εκπροσωπεί μαζί με άλλες πολύ εκλεκτές δημιουργίες του παγκόσμιου κινηματογράφου, επειδή ο νοηματικός πυρήνας του είναι όχι μόνο μπροστά από την εποχή του, αλλά και διαχρονικά σοφός. Η πικρή συνθήκη που αποτυπώνεται εδώ, με τους γονείς να ακολουθούν ένα επιβαλλόμενο κοινωνικό μοτίβο και να απαιτούν το μέγιστο από τα παιδιά τους, χάνοντας στην πορεία τα γνωρίσματα που πρέπει να έχει ο ρόλος τους, και τα παιδιά από τη μεριά τους να παραμερίζουν τους ανθρώπους που τους μεγάλωσαν για να ενσωματωθούν στην ομοιογένεια μιας μηχανιστικά σχεδιασμένης καθημερινότητας, δεν αποτυπώνεται με όρους άμεσης σύγκρουσης αλλά ως μια υπογείως διαβρωτική κατάσταση, η οποία επειδή ποτέ δεν αντιμετωπίζεται ευθέως αλλά και λόγω των πολύ βαθιών ριζών που έχει μέσα στα άτομα, είναι προορισμένη και να νικήσει. Ο Ozu αποδέχεται με μελαγχολία το αναπόφευκτο και αναδεικνύει ως σωτηρία τους αληθινούς, ειλικρινείς δεσμούς αγάπης, οι οποίοι δεν ταυτίζονται απαραίτητα και με τις εξ αίματος συγγένειες. Και αυτό που μένει ως επίγευση είναι μια σπαρακτικά τρυφερή και πολυδιάστατη ωδή στην ανθρωπιά και στην υπερβατική δύναμη των ουσιωδών διαπροσωπικών σχέσεων, που μπορούν να ανθίσουν ακόμη και στις πιο τραυματισμένες καρδιές.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *