
Η Λέσλι, μια τεξανή μητέρα που παλεύει να προσφέρει στον γιο της τα απαραίτητα, κερδίζει το λαχείο, και μια ευκαιρία για καλή ζωή κάνει τη εμφάνισή της. Ωστόσο, λίγα χρόνια αργότερα τα χρήματα έχουν τελειώσει, και η Λέσλι έχει ξεμείνει να παλεύει με τον εθισμό της στο ποτό στην προσπάθεια της να αποφύγει τον πόνο που άφησε πίσω της. Με τη γοητεία της να εξαντλείται και δίχως να έχει πού να πάει, η Λέσλι έρχεται αντιμέτωπη με τις συνέπειες των πράξεων της, αναζητώντας μια δεύτερη ευκαιρία για εκείνη και τον γιο της.
Σκηνοθεσία:
Michael Morris
Κύριοι Ρόλοι:
Andrea Riseborough … Leslie
Allison Janney … Nancy
Marc Maron … Sweeney
Andre Royo … Royal
Owen Teague … James
Stephen Root … Dutch
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Ryan Binaco
Παραγωγή: Eduardo Cisneros, Ceci Cleary, Claude Dal Farra, Brian Keady, Kelsey Law, Jason Shuman, Philip Waley
Μουσική: Linda Perry
Φωτογραφία: Larkin Seiple
Μοντάζ: Chris McCaleb
Σκηνικά: Emma Rose Mead
Κοστούμια: Nancea Ceo
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: To Leslie
- Ελληνικός Τίτλος: Όσα Φέρνει η Ζωή
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου γυναικείου ρόλου (Andrea Riseborough).
Παραλειπόμενα
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Michael Morris.
- Ο John Hawkes είχε προσωρινά συμπεριληφθεί στο καστ.
Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου
Έκδοση Κειμένου: 2/11/2022
Πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης, αφίσα με κουνημένο κοντινό προφίλ στην πρωταγωνίστρια και κάποια σχετικά αφανή βραβεία να μοστράρονται από πάνω της, ρεαλιστική θεματική δοσμένη ως μετρημένο ψυχογράφημα -ένα χαϊκού για την ευρεία κυκλοφορία της μέσης indie ταινίας. Ή τουλάχιστον αρκετά indie για να τραβήξει σχετικά μέινστριμ μάρκετινγκ και προσοχή. Και πράγματι, από τους τίτλους αρχής του Όσα Φέρνει η Ζωή επιβεβαιώνονται οι προαιθούσιες εντυπώσεις, με το μοντάζ οικογενειακών φωτογραφιών και τους στίχους του τραγουδιού που το συνοδεύει να προοιωνίζουν τόσο τον τόνο όσο και τις προθέσεις του Michael Morris.
Δυστυχώς, ο δημιουργός της επίμαχης ταινίας δεν καταφέρνει να ξεφύγει από τις γνωστές παθογένειες του προαναφερθέντος στερεοτύπου. Τα δομικά στοιχεία της ταινίας -το μοντάζ και η φωτογραφία- είναι εξίσου άνοστα με το υποτιθέμενο βάθος και την εσωτερικότητα της πρωταγωνίστριας, της οποίας ο χαρακτήρας αποτελεί την κινητήριο δύναμη της πλοκής. Ο ρυθμός της ταινίας είναι άνισος και ταυτόχρονα προβλέψιμος, με τον θεατή να υποβάλλεται στον γνωστό κατήφορο της πρωταγωνίστριας απ’ το κακό στο χειρότερο, μέχρι την εμφάνιση του φιλανθρώπου-καταλύτη της αυτοβελτίωσής της, τον comic-relief συνεργάτη του, τις εμψυχωτικές και με το σταγονόμετρο χιουμοριστικές σεκάνς που η πρωταγωνίστρια μάχεται τον εαυτό της με σιδερένια θέληση, η αμφιβολία και το “σημείο ξεπεσμού” λίγο πριν την τρίτη πράξη, το δακρύβρεχτο φινάλε. Παρότι η παραγωγή είναι επαρκής, η έλλειψη δημιουργικότητας σε όλα τα επίπεδα προκαλεί μια κάποια αμφιβολία για την πορεία του ανεξάρτητου κινηματογράφου που καταφέρνει να “μπει απ’ τις χαραμάδες” στη μέινστριμ αντίληψη, και την αλλοίωση του σε ένα χαμηλότερου μπάτζετ μοραλιστικού αφηγήματος με την προβιά του “ρεαλισμού”, πράγμα που με φέρνει ίσως στο σημαντικότερο ζήτημα με την ταινία και το είδος της εν γένει.
Το δράμα-ψυχογράφημα δεν αφήνει τα προβλήματα που προσδιορίζουν την πορεία του κεντρικού χαρακτήρα σε κενό αέρος, αλλά δημιουργεί μια ουροβόρο σχέση με την κοινωνία που τα δημιούργησε και τα διαιωνίζει, με τους στίχους των τραγουδιών που ακούγονται να μαρτυρούν την αντίφαση της κοινωνικής απόρριψης που δέχεται η Leslie, αφού η ζωή της τόσο πολύ συμβαδίζει με τη φολκ μουσική που περιγράφει και σχηματίζει αρχέτυπα. Με λίγα λόγια, η κοινωνική κριτική και η εγγενής ταξικότητα της ιστορίας που εκτυλίσσεται είναι συνυφασμένη με την τραγικότητα της πορείας του χαρακτήρα.
Το πρόβλημά μου με την αφέλεια του “ρεαλισμού” που απεικονίζεται εδώ και σε πολλές άλλες ταινίες αυτής της συνομοταξίας και χρησιμοποιείται ως αυτοσκοπός και ασπίδα τους, εκτείνεται πέραν του καλλιτεχνικού και αγγίζει το πολιτικό. Η ιστορία περιγράφεται ως “πραγματική, ρεαλιστική και ωμή, μια ωδή στην εργατική τάξη”, λόγω της απεικόνισης των σκληρών, άσχημων στιγμών που περνά η Leslie. Η απεικόνιση αυτή είναι όμως η στερεοτυπική, ξεθυμασμένη, οριακά χολιγουντιανή μορφή που περιέγραψα παραπάνω -το μοντάζ, η “μηχανή εσωτερικής καύσης” που κινεί την ιστορία της ταινίας και προσδιορίζει κάθε υποτιθέμενα ρεαλιστική απεικόνιση, να είναι εξίσου αντιεπαναστατικό και συμβατικό με οτιδήποτε άλλο. Το αφήγημα της ταινίας καταλήγει μια παρωδία της εργατικής τάξης που υποτίθεται πως υμνεί, μετατρέποντας μια “μελέτη ενός ενδεικτικού κοινωνικά ψυχισμού” σε μια γλυκερή ιστορία για το πώς μπορείς να βοηθήσεις τον εαυτό σου αν πραγματικά το θες και επίσης αν καλαρέσεις σ έναν απροσδιόριστο σαμαρείτη με ατελείωτη υπομονή και χρήματα.
Όντας πρωτόλειο έργο, το Όσα Φέρνει η Ζωή δείχνει στιγμές ικανότητας του Michael Morris για διακριτικότητα και χειρισμό της κινηματογραφικής γλώσσας, με το ξεκίνημα της ταινίας να προσφέρει πολλά πιο ενδιαφέροντα σεναριακά ανοίγματα από αυτά που εντέλει εξερευνήθηκαν, αλλά καταλήγει να αποτελεί τυπικό παράδειγμα σύγχρονου κοινωνικού κινηματογράφου, με τη δραματικότητά του να αντλείται από χιλιοπαιγμένους ηθοπλαστικούς μηχανισμούς, αφήνοντας στο τέλος τη γεύση του signature κοκτέιλ που μπορεί κανείς να βρει μόνο στο μπαρ του οποίου την ιδιοκτησία μοιράζεται η Όπρα με τον Κεν Λόουτς.
Βαθμολογία: