Ένας θίασος πολωνών ηθοποιών προσπαθεί να τα βγάλει πέρα, ενώ οι Γερμανοί έχουν καταλάβει τη χώρα τους. Ένας κατάσκοπος έχει πληροφορίες που θα κάνουν μεγάλη ζημία στην αντίσταση. Τότε, θα δοθεί η μεγάλη ευκαιρία στους ηθοποιούς να πετύχουν κάτι πατριωτικό, όσο κι επικίνδυνο.

Σκηνοθεσία:

Ernst Lubitsch

Κύριοι Ρόλοι:

Carole Lombard … Maria Tura

Jack Benny … Joseph Tura

Robert Stack … υπολοχαγός Stanislav Sobinski

Felix Bressart … Greenberg

Lionel Atwill … Rawitch

Stanley Ridges … καθηγητής Alexander Siletsky

Sig Ruman … συνταγματάρχης Ehrhardt

Tom Dugan … Bronski

Charles Halton … Jan Dobosz

Halliwell Hobbes … στρατηγός Armstrong

Miles Mander … ταγματάρχης Cunningham

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Edwin Justus Mayer

Στόρι: Melchior Lengyel, Ernst Lubitsch

Παραγωγή: Ernst Lubitsch

Μουσική: Werner R. Heymann

Φωτογραφία: Rudolph Mate

Μοντάζ: Dorothy Spencer

Σκηνικά: Vincent Korda

Κοστούμια: Irene

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: To Be or Not to Be
  • Ελληνικός Τίτλος: Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει;

Άμεσοι Σύνδεσμοι

  • Να Ζει Κανείς ή Να Μη Ζει (1983)

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ μουσικής (δράμα/κωμωδία).

Παραλειπόμενα

  • Έμελλε να είναι η έσχατη ταινία της Carole Lombard, που έχασε τραγικά τη ζωή της σε αεροπορικό δυστύχημα, έναν μήνα πριν την πρεμιέρα.
  • Ο Lubitsch έγραψε τον χαρακτήρα του Γιόζεφ έχοντας κατά νου μονάχα τον Jack Benny. Ενθουσιασμένος ο ηθοποιός από το γεγονός, δέχτηκε αμέσως να παίξει.
  • Το στούντιο προόριζε τον ρόλο της Μαρία για τη Miriam Hopkins, ώστε να κάνει ένα μεγάλο comeback μετά από την πτώση που είχε η καριέρα της επί κάποια χρόνια. Αλλά η Hopkins δεν τα πήγαινε καθόλου καλά με τον Benny, κάτι που την ανάγκασε να αποχωρήσει. Μαθαίνοντας για αυτό, η Carole Lombard δήλωσε η ίδια διαθέσιμη, επιζητώντας να εργαστεί για πρώτη φορά με τον Lubitsch. Ήταν και μια ευκαιρία να παίξει μαζί με τον Robert Stack, τον οποίο γνώριζε από νεαρή.
  • Κάνοντας εδώ την πρώτη της ταινία με τη United Artists, η Lombard πρόλαβε να παίξει για λογαριασμό κάθε μεγάλου στούντιο του Χόλιγουντ.
  • Στην εποχή της, η ταινία δεν έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό, που εν μέσω πολέμου δεν καταλάβαινε το πώς μπορούσε να κάνει πλάκα με τους τρομακτικούς εχθρούς. Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του Jack Benny, ο ίδιος του ο πατέρας αποχώρησε από την προβολή, μην αντέχοντας να βλέπει τον γιο του με τη στολή ενός ναζί. Χρειάστηκε να του εξηγήσει, και έπειτα ο πατέρας του την είδε ολόκληρη 46 φορές.
  • Ούτε η κριτική μπόρεσε στην εποχή της να δει το αστείο, κάτι που άλλαξε μακράν με τα χρόνια, με την ταινία να θεωρείται κλασική.
  • Το 1943 διασκευάστηκε για το ραδιόφωνο με τους William Powell και Diana Lewis, ενώ το 1983 είχαμε το ριμέικ με τον Mel Brooks και την Anne Bancroft. Το 1988 ανέβηκε στο γερμανικό θέατρο, ενώ σειρά είχε το αμερικανικό το 2008 και το ουγγρικό το 2011.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 17/8/2020

Αγνοώ αν ήταν προϊόν προσωπικής ευθύνης ή ανάγκης, αλλά είναι ένας Γερμανός που πετυχαίνει μαζί με τον Chaplin το πλέον καθοριστικό καλλιτεχνικό χτύπημα επί του ναζισμού καταμεσής του πιο απάνθρωπου πολέμου του σύγχρονου πολιτισμού. Και δεν είναι τυχαίο που τόσο εδώ όσο και στον Τελευταίο Δικτάτορα το βασικό όπλο είναι το χιούμορ, αφού όταν το μίσος φέρνει μίσος, το γέλιο φέρνει ζωή.

Παρότι ψυχρά θα μπορούσες να πεις ότι έχουμε μίας ακόμα περίπτωση προπαγάνδας κατά του άξονα (κάτι σαν τραγούδι της Βέμπο), ασχέτως αν στην εποχή του δεν το καλοδέχτηκαν, ο Lubitsch παράγει πρωτίστως καλό κινηματογράφο. Τίποτα δεν είναι πρόχειρα τοποθετημένο, και ποτέ ο σκοπός δεν αγιάζει τα μέσα. Με ένα καστ-στρατιώτες δίχως στολή, και με ένα κείμενο όπου συνυπάρχει το τραγικό με το αστείο, το ενδιαφέρον του κοινού έχει κεντρισθεί από την πρώτη κιόλας σκηνή, και παραμένει ακμαίο μέχρι την τελευταία. Ενδιάμεσα, πολλές είναι οι σκηνές που θα επισήμανες ως κλασικές, σε ένα σύνολο που ασπάζεται τη γρήγορη τεχνική της screwball, και γνωρίζει το πότε είναι πρέπον να γελάσεις και πότε να αντιληφθείς τη νοσηρή πραγματικότητα. Ανταποκρινόμενο επίσης τόσο στους χολιγουντιανούς κανόνες ώστε να τραβήξει την προσοχή, όσο και στον ρόλο του ως προς την ευαισθητοποίηση του Αμερικανού που μόλις είχε μπει στον πόλεμο, παρέχει κομεντί νότες πλάι σε μαύρη κωμωδία.

Πάνω από όλα όμως έχουμε σάτιρα. Ο πόλεμος είχε και τη αστεία του πλευρά, όσο μακάβριο κι αν ακούγεται αυτό, αφού όλα τα ανθρώπινα στραβά είναι από μόνα τους μια τραγελαφική παραφωνία σε έναν πλανήτη που παρέχει εκ της φύσης του όλες τις ευκολίες για μια ειρηνική συνύπαρξη. Λογικό να εκλαμβάνεις έναν ναζιστή δολοφόνο ως ανθρωπόμορφο τέρας, αλλά όταν τον κοιτάς πιο προσεκτικά ως προς τη βλακεία που κουβαλάνε οι θεωρίες του, ξεκαρδίζεσαι και μόνο που του απέδωσες τόσο ογκώδη ιδιότητα. Και μια και αναφερόμαστε σε μια εποχή και περιοχή όπου άνθρωποι καθημερινοί φορτωνόταν όπλα και περνούσαν ωκεανούς για το καλό της ειρήνης, δεν χρειάζονταν να σκιάζουν στην ιδέα ενός απόκοσμου αντιπάλου. Μπορεί λοιπόν επιφανειακά να αντέδρασαν τότε με τον συνδυασμό ναζί και ανεκδότου, αλλά αυτή η εικόνα ασυνείδητα μπορεί να θωράκισε με θάρρος πολλούς από αυτούς που μετά από τρία χρόνια έμπαιναν στο Βερολίνο. Εμείς εδώ στην Ελλάδα πήραμε άμεσα το μήνυμα με τραγούδια όπως το «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του», και χαμένοι δεν βγήκαμε…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

23 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *