3 Μέρες του Κόνδορα
- Three Days of the Condor
- 3 Days of the Condor
- 1975
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Θρίλερ, Κατασκοπική, Μυστηρίου, Πολιτική, Πολιτικό Θρίλερ
- 22 Απριλίου 1976
Ο ερευνητής της ΣΙΑ Τζόζεφ Τέρνερ, ανακαλύπτοντας τυχαία κάποιες «ατασθαλίες» μέσα στην υπηρεσία όπου κι εργάζεται, βρίσκεται εκτεθειμένος σε θανάσιμους κινδύνους. Συνεργάτες του δολοφονούνται κατά τη διάρκεια ολιγόλεπτης απουσίας του από τη δουλειά. Ο ίδιος πανικόβλητος, συνειδητοποιώντας την κρισιμότητα της κατάστασης, προβαίνει σε μια σειρά κινήσεων στην προσπάθεια του να αποκαλύψει τη συνωμοσία, πριν τον εντοπίσουν οι διώκτες του. Παράλληλα, πλέκεται και το σύντομο ειδύλλιο μεταξύ του Τζόζεφ και της γοητευτικής Κάθι Χέιλ, η οποία βρίσκεται πλέον κι αυτή σε κίνδυνο.
Σκηνοθεσία:
Sydney Pollack
Κύριοι Ρόλοι:
Robert Redford … Joseph ‘Joe’ Turner
Faye Dunaway … Kathy Hale
Cliff Robertson … Higgins
Max von Sydow … Joubert
John Houseman … Κος Wabash
Addison Powell … Leonard Atwood
Walter McGinn … Sam Barber
Tina Chen … Janice Chong
Michael Kane … S.W. Wicks
Carlin Glynn … Mae Barber
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Lorenzo Semple Jr., David Rayfiel
Παραγωγή: Sydney Pollack, Stanley Schneider
Μουσική: Dave Grusin
Φωτογραφία: Owen Roizman
Μοντάζ: Don Guidice
Σκηνικά: Stephen B. Grimes
Κοστούμια: Joseph G. Aulisi
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Three Days of the Condor
- Ελληνικός Τίτλος: 3 Μέρες του Κόνδορα
- Εναλλακτικός Τίτλος: 3 Days of the Condor
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: 3 Μέρες του Κόνδορος [αυθεντικός]
- Εναλλακτικός Ελλ. Τίτλος: Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: Six Days of the Condor του James Grady.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ μοντάζ.
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου γυναικείου ρόλου (Faye Dunaway) σε δράμα.
Παραλειπόμενα
- Αρχικά, το σχέδιο ήταν στα χέρια του παραγωγού Dino De Laurentiis και ήθελε τον Warren Beatty για πρωταγωνιστή. Υπό αυτό τον σχεδιασμό, ο Peter Yates είχε ήδη υπογράψει για τη σκηνοθεσία. Ήταν η είσοδος στο καστ του Robert Redford που έφερε τον Sydney Pollack στην καρέκλα του σκηνοθέτη, και τον De Laurentiis στη δύσκολη θέση να πληρώσει αποζημίωση στον Yates.
- Ο Richard Helms, πρώην διευθυντής της ΣΙΑ, βοήθησε ως προσωπικός σύμβουλος του Robert Redford για την ερμηνεία του.
- Τελευταία ταινία της Paramount που ξεκινάει με το λόγκο του 1953. Έκτοτε, έχει χρησιμοποιηθεί μονάχα για αισθητικούς, ρετρό λόγους.
- Μοναδική ταινία που έκανε γυρίσματα εντός του World Trade Cente, του γνωστότερου πλέον ως Δίδυμοι Πύργοι.
- Σύμφωνα με το πρώην μέλος της σοβιετικής αντικατασκοπίας, τον Sergei Tretyakov, η KGB εμπνεύστηκε από το μυθοπλαστικό μυστικό γραφείο της ταινίας για να δημιουργήσει ένα και στην πραγματικότητα.
- Το 1997, η ένωση σκηνοθετών της Δανίας μήνυσε ένα τοπικό κανάλι για την περικοπή του φιλμ στο τηλεοπτικό φορμάτ (4:3), καταστρέφοντας την αρχική σκηνοθετική δημιουργία. Ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη μήνυση πάνω σε αυτό, και παρότι το ζήτημα υπήρχε εξαρχής στους παλιάς κοπής τηλεοπτικούς δέκτες. Παρόλα αυτά, το δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν υπήρχε υπόθεση, μια και η μήνυση είχε κατατεθεί για λογαριασμό του Sydney Pollack, κι ενώ ανακαλύφθηκε γρήγορα πως τα δικαιώματα της ταινίας δεν ανήκαν σε αυτόν.
- Η πλοκή του Captain America: Εμφύλιος Πόλεμος (2014) είναι εν μέρει επηρεασμένη από την εν λόγω ταινία.
- Το 2018, ήρθε η τηλεοπτική εκδοχή εν είδει σειράς, το Condor. Ολοκληρώθηκε σε δύο κύκλους, και είχε για πρωταγωνιστές τους Max Irons και William Hurt.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Στην ταινία ακούγεται το τραγούδι I’ve Got You Where I Want You, από τη φωνή του Jim Gilstrap.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 7/8/2018
Η μεγάλη νίκη της μαζικής πολιτικοποίησης και κινητοποίησης στον δυτικό κόσμο τη δεκαετία του 1970, ως απότοκο όσων συνέβησαν στα τέλη της προηγούμενης δεκαετίας (Μάης του ’68, διαδηλώσεις εναντίον του Βιετνάμ κ.α.), είναι ότι εμποτίστηκε στην πλειοψηφία του πληθυσμού η αμφισβήτηση επί του συστήματος, τάση που δεν χαλιναγωγήθηκε ούτε με την απόπειρα νάρκωσης της συλλογικής συνείδησης στα πιο «εξομαλυμένα» ‘80s και ‘90s. Όλο αυτό το ρεύμα αποτυπώθηκε και στον αμερικάνικο κινηματογράφο, με το λεγόμενο συνωμοσιολογικό θρίλερ ως παρακλάδι της κατασκοπικής ταινίας να βρίσκει τον εχθρό μέσα στις δομές του κράτους αντί σε κάποια αντίπαλη χώρα.
Λαμπρό παράδειγμα του είδους για αυτή την περίοδο αποτελεί το “Three Days of the Condor”, σίγουρα μια από τις καλύτερες στιγμές στη φιλμογραφία του σκηνοθέτη του, μελαγχολική υπενθύμιση τού τι σήμαινε κάποτε το σινεμά που απευθυνόταν στις μάζες σε σύγκριση με τις ύστερες δεκαετίες, και ορόσημο για τη μετεξέλιξη του ιδιώματος στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Το σενάριο ειδικά, το οποίο εξυφαίνει έναν πολυσύνθετο, όχι όμως δυσνόητο, ιστό διαπλεκόμενων συμφερόντων κι αντιπαλοτήτων, βρίσκεται σε πλήρη εναρμόνιση με την εποχή του, όπου η φαινομενικά απλή σύγκρουση του ψυχροπολεμικού διπόλου Ανατολής και Δύσης δεν υπήρξε παρά μια βιτρίνα πίσω από την οποία βρισκόταν ένα πολύπλοκο δίκτυο αληθινών και ψεύτικων συμμαχιών, στο οποίο οι τότε «παίκτες» του διεθνούς συστήματος προσπαθούσαν, πολλές φορές φοβισμένα, να κινηθούν προς ικανοποίηση των συμφερόντων τους, σε ένα περιβάλλον που στην πραγματικότητα πάντοτε ήταν γκρίζο.
Ωστόσο, κάποια αδύνατα σημεία υπάρχουν, με κυριότερο το βεβιασμένο -και τελικά και μη απαραίτητο για την ανάπτυξη της πλοκής- ρομάντζο αλά σύνδρομο της Στοκχόλμης μεταξύ Robert Redford και Faye Dunaway, παρόλο που η χημεία ανάμεσα στην τραχιά ευθύτητα κι αποφασιστικότητα του πρώτου και στη συναισθηματική τρωτότητα κι εσωστρέφεια της δεύτερης έχει ενδιαφέρον. Αρκετές σεναριακές ευκολίες που εμφανίζονται συγχωρούνται για χάρη του φινάλε που τοποθετεί τα πράγματα σε μια ρεαλιστική σκοπιά και σύμφωνα με το πνεύμα πεσιμισμού που επικρατούσε τη δεκαετία του 1970 στο σινεμά και ειδικά στις ταινίες που απετέλεσαν το λεγόμενο κύμα του New Hollywood. Στην ποιότητα του αποτελέσματος συμβάλλει φυσικά και ο ίδιος ο Pollack, σκηνοθετώντας με μια φινέτσα και μια αυτοπεποίθηση στους χειρισμούς των κανόνων του μέσου, δίνοντας ευρύχωρο περιθώριο στους ηθοποιούς στα κάδρα του όπως άλλωστε υπαγόρευε η τεχνοτροπία της εποχής, που φέρει καθαρά τη δική του υπογραφή και που θα επαναλαμβανόταν ακόμη και σε εντελώς διαφορετικές σε ύφος δουλειές του, όπως για παράδειγμα το εμπορικά υπερπιτυχημένο «Τούτσι»». Στις δε σκηνές δράσης καταλυτικό ρόλο παίζει το στακάτο (και υποψήφιο για Όσκαρ) μοντάζ που ακολουθεί το φρενήρες των δρώμενων και συντονίζει τοn θεατή με την αλλαγή ρυθμού που επιτελείται εκείνη τη στιγμή δίχως να του προκαλέσει σύγχυση. Ακόμη και μια κάποια «αφέλεια» στην αντισυστημικότητα που διέπει το φιλμ λόγω του ότι αυτό το ρεύμα σκέψης μόλις τότε ξεκινούσε να μπουσουλάει στο mainstream κινηματογράφο και αφορά κυρίως το πώς περιγράφει στις λεπτομέρειές του τον τρόπο λειτουργίας των μυστικών υπηρεσιών και των θεσμών που τις περιτριγυρίζουν, παρόλο που απέχει ακόμη από τη χειρουργικής ακρίβειας αληθοφάνεια μελλοντικών κατασκοπικών θρίλερ όπως το “Tinker, Tailor, Soldier, Spy”, προσθέτει μια παλιομοδίτικη γοητεία στο σύνολο κι ας έχει ξεπεραστεί από τις εξελίξεις.
Όμως, το ανατριχιαστικό με το “Three Days of the Condor” είναι το πως η κεντρική ίντριγκα του σεναρίου κατέληξε να καθρεφτίζει εξελίξεις του πολύ άμεσου μέλλοντος της αμερικάνικης εξωτερικής πολιτικής. Είτε αυτό έγινε τυχαία είτε ύστερα από μια επισταμένη και εις βάθος μελέτη του συγκεκριμένου αντικειμένου εκ μέρους των σεναριογράφων που διασκεύασαν τη νουβέλα που αποτέλεσε την πρωτογενή πηγή της ταινίας που οδήγησε και σε ακριβείς προβλέψεις εκ μέρους τους, αυτό που μένει είναι το ότι επρόκειτο για μια δημιουργία μπροστά από την εποχή της, για αυτό άλλωστε έχει αποκτήσει και την υστεροφημία που έχει.
Βαθμολογία: