Κλωνοποίησαν τον Τάιρον
- They Cloned Tyrone
- 2023
- ΗΠΑ
- Αγγλικά
- Δράσης, Επιστημονικής Φαντασίας, Θρίλερ, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Μυστηρίου, Σάτιρα
Σε μια στερημένη αφροαμερικανική συνοικία, όλοι μοιάζουν άτονοι, πίνουν κάποιο αλκοολούχο αναψυκτικό, μασουλάνε τηγανισμένο κοτόπουλο και τα μαλλιά τους είναι στιλιζαρισμένα με χημικά. Ένας από τους κατοίκους της, ο έμπορος ναρκωτικών Φοντέιν, δολοφονείται από τον αντίπαλο του, Άιζακ, κι όμως το επόμενο πρωί ξυπνάει στο κρεββάτι του χωρίς ούτε μία γρατζουνιά. Μαζί με τη Γιο-Γιο και τον Σλικ Τσαρλς ξεκινούν να διερευνούν το αλλόκοτο γεγονός, για να καταλήξουν ότι κάτω από τη γειτονιά τους υπάρχει ολόκληρο συγκρότημα σηράγγων και εργαστηρίων, όπου καθημερινά διεξάγεται μια απίστευτη και μοχθηρή κυβερνητική συνωμοσία.
Σκηνοθεσία:
Juel Taylor
Κύριοι Ρόλοι:
John Boyega … Fontaine
Teyonah Parris … Yo-Yo
Jamie Foxx … Slick Charles
David Alan Grier … ο ιεροκήρυκας
Kiefer Sutherland … Nixon
J. Alphonse Nicholson … Issac
Tamberla Perry … Biddy
Eric B. Robinson Jr. … Big Moss
Trayce Malachi … JuneBug
Joshua Mikel … DJ Strangelove
James Moses Black … Adr
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Tony Rettenmaier, Juel Taylor
Παραγωγή: Jamie Foxx, Charles D. King, Tony Rettenmaier, Kim Roth, Juel Taylor, Datari Turner
Μουσική: Pierre Charles, Desmond Murray
Φωτογραφία: Ken Seng
Μοντάζ: Saira Haider
Σκηνικά: Franco-Giacomo Carbone
Κοστούμια: Francine Jamison-Tanchuck
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: They Cloned Tyrone
- Ελληνικός Τίτλος: Κλωνοποίησαν τον Τάιρον
Παραλειπόμενα
- Σκηνοθετικό ντεμπούτο στη μεγάλη οθόνη για τον Juel Taylor, κι ενώ η κύρια ενασχόληση του αφορούσε την ηχοληψία.
- Αρχικός Φοντέιν ήταν ο Brian Tyree Henry, αλλά εντέλει προτιμήθηκε ο John Boyega.
- Το Netflix στήριξε εξαρχής οικονομικά την ανεξάρτητη παραγωγή της MACRO Media. Πριν κάνει είσοδο η ταινία στην πλατφόρμα του, προβλήθηκε σε επιλεγμένες κινηματογραφικές αίθουσες στις ΗΠΑ.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Από το σάουντρακ ξεχώρισε το ορίτζιναλ κομμάτι της PJ με τίτλο Drunk AF. Συμμετέχουν σε άλλα τραγούδια και οι Teddy Walton, Trinidad James και Ski Mask the Slump God, ενώ το Who Cloned Tyrone (1997) ακούγεται σε νέα επεξεργασία αλλά πάντα με τη φωνή του Erykah Badu.
Κριτικός: Ρωμανός Αναστασίου
Έκδοση Κειμένου: 4/8/2023
Ταυτόχρονα με τον παγκόσμιο σάλο του σινεματικού φαινομένου ονόματι Barbenheimer, εμφανίζεται μια ταινία ονόματι “Κλωνοποίησαν τον Ταιρόν”, ομολογουμένως σε εντελώς άλλη box-office κατηγορία. Αναμφίβολα, το αξιοπερίεργο του ονόματος θα απωθήσει και θα προσελκύσει αναλόγως, όπως και η φιλόδοξη μίξη genres: κωμωδία, επιστημονική φαντασία, μυστηρίου. Όλα αυτά, ταυτόχρονα με ένα πρωταγωνιστικό καστ φορτωμένο με πασίγνωστα ονόματα -Τζον Μπογιέγκα, Τζέιμι Φοξ, Τειγιόνα Πάρις-, πρέπει να ζογκλάρει ο πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης και σεναριογράφος Τζούελ Τέιλορ.
Καταρχάς, ο σκηνοθέτης καταφέρνει να δικαιολογήσει την εκρηκτικότητα του τίτλου της ταινίας, απαλλάσσοντάς τον απ’ το να είναι απλώς ο φθηνός λόγος που κανείς θα προτιμήσει να δει αυτή την ταινία από τη διπλανή -στην ίδια πλατφόρμα- με βαρετότερο τίτλο. Το αμάλγαμα των ειδών της ταινίας συνδυάζεται με την αισθητική προσέγγιση ταινιών Blaxploitation του ‘70 (έτσι και ο “παλπ” τίτλος), διατηρώντας όμως το σύγχρονο της εποχής και των χαρακτήρων. Φυσικά αυτό, πέρα από το να λειτουργεί σε συνδυασμό με τα κοινωνικά ζητήματα της ταινίας, δίνει ταυτόχρονα έναν ρυθμό και μια οπτική πινελιά που από τα πρώτα λεπτά γραπώνει το ενδιαφέρον. Ο φωτογράφος της ταινίας Κεν Σενγκ εκμεταλλεύεται τα βαθιά χρώματα και το ξεπλυμένο της “φιλμ” αισθητικής χωρίς να κάνει την ταινία να μοιάζει με βίντεο-κλιπ ή απλώς ένα ακόμη κλείσιμο του ματιού σε οπτική μορφή. Αντιθέτως, χρησιμοποιεί τον φωτισμό και το χρονικά ασαφές της αισθητικής για να χτίσει μια ιδιαίτερη και πηχτή ατμόσφαιρα τόσο ως καμβά αλλά και σημαντικό μέρος της ιστορίας που εκτυλίσσεται. Σημαντικό ρόλο στην ατμόσφαιρα αυτή και το “παλπ” της ταινίας παίζει και η μουσική της επένδυση, με εξαιρετικές επιλογές από μια ευρεία χρονική γκάμα χιπ-χοπ και RnB.
Στην απορρόφηση του θεατή στην ταινία καθοριστική είναι επίσης η δομή της πλοκής και ο διάλογος. Ισορροπώντας έναν κωμικό τόνο ταυτόχρονα με το σασπένς του μυστηρίου, ο Τέιλορ καταφέρνει να δημιουργήσει ένα εύφορο χαλί για τους ηθοποιούς του να χτίσουν τις ερμηνείες των χαρακτήρων τους, και να καταστήσει την παρακολούθηση των αντιδράσεών τους στις σουρεάλ καταστάσεις που τους τοποθετεί διασκεδαστική και αβίαστη. Οι ερμηνείες των τριών πρωταγωνιστικών φιγούρων βρίσκουν πολύ καλή χημεία στη μεταξύ τους δυναμική, ενώ ο Τζέιμι Φοξ για άλλη μία φορά επιβεβαιώνει τις κωμικές του κλίσεις, με τον διάλογο μεταξύ των τριών να πιτσιλάει την ένταση του θρίλερ της πλοκής με δροσερές σταλίδες κωμωδίας.
Είναι φανερό πως το “Κλωνοποίησαν τον Ταιρόν”, στο δέσιμο όλων αυτών των ειδών και στυλ, στοχεύει σε κάτι παραπάνω από μια κενή υπερβολή ανατρεπτικότητας. Τα κοινωνικά θέματα που θίγονται κατά τη διάρκεια της ταινίας άμεσα και έμμεσα, συμβολικά και κυριολεκτικά, περνούν από τη χώνεψη μιας μεταμοντέρνας κατανόησης που παίρνει υπόψιν όχι μόνο τις κοινωνικές πραγματικότητες που θέλει να εξετάσει, αλλά και τα πλαίσια δημοφιλούς κουλτούρας (τηλεόραση, σινεμά, μουσική) που τις πλαισιώνουν και, με έναν πολύ αληθινό τρόπο, τις διαιωνίζουν. Στη μεταμοντέρνα αισθητική συνεισφέρει επίσης η παρουσία βαθιών κρατικών συνωμοσιών και η απεικόνιση της παράνοιας που η κατανόηση και διερεύνησή τους επιφέρει.
Δυστυχώς, το σενάριο πάσχει από κάποιες γνωστές προβληματικές του μεταμοντερνισμού, με τις αναφορές στην ποπ κουλτούρα -ιδιαιτέρως στον διάλογο- να γίνονται σποραδικά κάπως προφανείς και διδακτικές, και το “ανατρεπτικό” της παρουσίασης να καταλήγει, κάποιες φορές, σε εξυπνακισμό και θορυβώδη επιφανειακότητα. Περαιτέρω, το μεταμοντέρνο πρίσμα που φαίνεται να υιοθετεί η διαχείριση του κόνσεπτ και της πλοκής καταρρέει στην πορεία της ταινίας, με τη δομή να παίρνει σταδιακά μια πιο προβλέψιμη, ευθεία προσέγγιση στον συμβολισμό της, με τον ρυθμό και το απρόβλεπτο στοιχείο της ταινίας να πάσχουν από την επιλογή αυτή, καθιστώντας την εμπειρία θέασης ολοένα πιο αργή μέχρι το πέρας της, με το αποκορύφωμα της κλιμάκωσης της ταινίας να μοιάζει, εντέλει, κάπως κουραστικό και αναπόφευκτο.
Παρά τα σεναριακά και ρυθμικά προβλήματα της ταινίας, η δουλειά του Τέιλορ ως πρωτοεμφανιζόμενος σκηνοθέτης είναι εντυπωσιακή, και η πρωτοτυπία της προσέγγισής του, παρότι εμφανίζει σημάδια μεταμοντέρνας συμπτωματολογίας, είναι κάτι που αναμφίβολα αξίζει αναφοράς. Εν ολίγοις, είναι ενθαρρυντικό και ευχάριστο πρωτότυπες, φιλόδοξες ιδέες με εμφανές πάθος και προσωπική εμπλοκή στην παραγωγή τους να χρηματοδοτούνται και να προωθούνται, και είναι ξεκάθαρο πως ο Τέιλορ πέτυχε μια πολύ ενδιαφέρουσα εμφάνιση.
Βαθμολογία: