Το χρονικό τεσσάρων χρόνων από τη ζωή μιας νεαρής γυναίκας, η οποία καλείται να εξερευνήσει τα περίπλοκα μονοπάτια της ζωής και του έρωτα, ενώ παλεύει για την καριέρα της. Όλα αυτά θα την κάνουν να καταλάβει καλύτερα τον εαυτό της, και θα τη φέρουν αντιμέτωπη με μια πιο ρεαλιστική εικόνα για το ποια πραγματικά είναι.

Σκηνοθεσία:

Joachim Trier

Κύριοι Ρόλοι:

Renate Reinsve … Julie

Anders Danielsen Lie … Aksel

Maria Grazia Di Meo … Sunniva

Herbert Nordrum … Eivind

Hans Olav Brenner … Ole Magnus

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Joachim Trier, Eskil Vogt

Παραγωγή: Andrea Berentsen Ottmar, Thomas Robsahm

Μουσική: Ola Flottum

Φωτογραφία: Kasper Tuxen

Μοντάζ: Olivier Bugge Coutte

Σκηνικά: Roger Rosenberg

Κοστούμια: Ellen Daehli Ystehede

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Verdens Verste Menneske
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο
  • Διεθνής Τίτλος: The Worst Person in the World

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Νορβηγία) και αυθεντικού σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Bafta ξενόγλωσσης ταινίας και πρώτου γυναικείου ρόλου (Renate Reinsve).
  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Βραβείο γυναικείας ερμηνείας (Renate Reinsve).
  • Υποψήφιο για γυναικεία ερμηνεία (Renate Reinsve) και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Καλύτερη ευρωπαϊκή ταινία στα Goya.

Παραλειπόμενα

  • Εδώ κλείνει ο Joachim Trier την Τριλογία του Όσλο, που είχε ανοίξει από το 2006.
  • Η ταινία “τεμαχίζεται” σε πρόλογο, 12 κεφάλαια και επίλογο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 14/4/2022

Βρήκε ο Joachim Trier το ελιξίριο για να εμπνεύσει μακροπρόθεσμα αλλαγές στο είδος της κομεντί εν γένει; Ακόμη κι αν δεν συμβεί αυτό σε βάθος χρόνου, με τη νέα του ταινία παραδίδει μια γεμάτη φρεσκάδα και συναισθηματικό πλούτο ιστορία ετεροχρονισμένης ενηλικίωσης, που αν μιλούσε και την αγγλική θα γινόταν άμεσα φαινόμενο της ποπ κουλτούρας… Το «μεγάλο κόλπο» που επιχειρείται εδώ, και καθώς φαίνεται απέδωσε μιας και το φιλμ κέρδισε θεατές και κριτικούς κι εκτός Γηραιάς Ηπείρου, είναι ένα «πάντρεμα» ευρωπαϊκής γραφής και αμερικανικών ρυθμών. Κάπως έτσι, ο Trier και απόλυτα ολοκληρωμένους χαρακτήρες κατορθώνει να σχηματίσει, και πετυχαίνει μια ροή στην πλοκή τόσο αβίαστη που καθιστά τη θέαση άκρως εθιστική. Και είναι τόσο όμορφος ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώνει σταδιακά την πρωταγωνίστριά του, αποτυπώνοντας το προσωπικό της ταξίδι προς μια αυτοπραγμάτωση, που του συγχωρεί κανείς και τη σχετικά μικρή ποσότητα χιούμορ που κάνει το δραματικό στοιχείο να υπερισχύσει στο τέλος.

Πέρα όμως από το πορτρέτο μιας πολυσύνθετης ηρωίδας, ο «Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο» είναι κι ένα ψηφιδωτό των διαφορετικών γενεών της Δύσης εν γένει, όχι μονάχα της Νορβηγίας. Οι baby-boomers με την αδυναμία τους να αφουγκραστούν τις ευαισθησίες των νεότερων, η Γενιά X με την αυθάδειά της απέναντι στο κατεστημένο αλλά και την απερίσκεπτη περιφρόνησή της επάνω στο κόνσεπτ της πολιτικής ορθότητας, οι millenials με τη μεταβλητότητά τους και τον εθισμό τους στην οθόνη οποιασδήποτε φύσεως: όλοι εκπροσωπούνται και συνθέτουν μια εικόνα πολύχρωμη, που ποτέ δεν έχει επικριτικό χαρακτήρα, προσπαθεί απλώς να αναλύσει. Συνδυαστικά, το κείμενο των Trier και Vogt εξετάζει με ειλικρίνεια και χωρίς να χρυσώνει το χάπι στα συμπεριφορικά μοτίβα των εκάστοτε εραστών στα πλαίσια μιας σχέσης. Το πώς κανείς ψυχολογικά προβάλλει τον εαυτό του και το ταίρι του σε άλλα ζευγάρια, το πώς μεταβάλλονται τα άτομα σταδιακά μέσα από την όλη διαδικασία, το πώς κάτι που εκλαμβάνεται θετικά στην αρχή με τον καιρό «ξεφτίζει», μεταξύ πολλών άλλων. Όλα αυτά τα στοιχεία δίνουν μια ξεχωριστή γεύση στο αποτέλεσμα και το καθιστούν σίγουρα πιο ενδοσκοπικό από τον μέσο όρο του είδους, χωρίς να βλάπτουν παράλληλα τον παράγοντα της διασκέδασης, μέχρι τουλάχιστον να «σοβαρευτεί» το κλίμα στην πορεία.

Σημαντικό είναι και το γεγονός πως σε αντίθεση με το μέσο χολιγουντιανό υπόδειγμα, το φιλμ είναι απόλυτα συμφιλιωμένο με όλες τις ενήλικες διαστάσεις του έρωτα, φιλοτεχνώντας έτσι κι ένα πορτρέτο άκρως ρεαλιστικό γύρω από το θέμα. Αυτή η παράμετρος δεν αφορά μονάχα μια απενοχοποιημένη στάση απέναντι στο σεξ, αλλά και την αποτύπωση των μη «φωτογενών» λεπτομερειών που συχνά παραλείπονται από το μέσο, και κυρίως της ουσιαστικής επικοινωνίας που είναι απαραίτητης μεταξύ δύο αγαπημένων, η οποία μπορεί να είναι αδιέξοδη, υπόγεια ή ακόμη κι επώδυνη. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί πως πρόκειται για ένα από τα ελάχιστα σενάρια των τελευταίων ετών που πραγματικά προσεγγίζει το εν λόγω θέμα ολοκληρωμένα και με φυσικότητα, όπου τα εμπόδια προκύπτουν με έναν τρόπο μη τεχνητό και τα συναισθήματα είναι πολύπλοκα κι ενίοτε ούτε καν ξεκάθαρα.

Το σκηνοθετικό ύφος είναι ακαταμάχητα δυναμικό και συνάμα απόλυτα ταιριαστό με τον τόνο της ιστορίας αλλά και την υπόσταση του κεντρικού χαρακτήρα. Η Julie διέπεται από ένα ελευθεριακό πνεύμα, είναι κατά βάση ενθουσιώδης και παρορμητική, εξίσου έτοιμη να αγαπήσει παθιασμένα κάτι καινούριο με το να αφήσει κάτι που έχει σε μια δεδομένη στιγμή, κάτω όμως από αυτήν την επιφάνεια κρύβει μια εσωστρέφεια, που οδηγεί την ίδια σ’ έναν αέναο αναστοχασμό όχι μόνο κοινωνικής, αλλά και υπαρξιακής φύσεως. Είναι άλλωστε αυτή η διαρκής διαδικασία αναθεώρησης του εαυτού της που την ωθεί και σε σύγκρουση με το περιβάλλον της, μια διαμάχη που τελικά τη μετασχηματίζει. Η κάμερα του Trier μοιάζει να συντονίζεται απόλυτα με τις διακυμάνσεις της ηρωίδας του, εναλλάσσοντας στιγμές σβελτάδας και ξέφρενης ενέργειας με ανάπαυλες περισυλλογής, και αγγίζοντας μέχρι και την υπέρβαση σε δύο ιδιαίτερα εμπνευσμένες σεκάνς (το «πάγωμα» του χρόνου και η σκηνή των παραισθήσεων). Το τελικό αποτέλεσμα ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα σε μια αιθέρια ανεμελιά και, κυρίως στα τελευταία κεφαλαία, σε μια γλυκόπικρη ωριμότητα, που σηματοδοτεί το τέλος ενός ταξιδιού και την αρχή ενός νέου.

Η Renate Reinsve στον πρωταγωνιστικό ρόλο πραγματικά ακτινοβολεί, εκπέμποντας έναν αέρα ερμηνευτικής αυτοπεποίθησης που υπερβαίνει τα στεγανά της κομεντί και φτάνει στο να πλάσει ένα κινηματογραφικό πρόσωπο αληθινά πολυδιάστατο, που δεν χωράει σε ταμπέλες. Στηρίζει απόλυτα μια εξαιρετικά καλογραμμένη ηρωίδα και ανταμείβει με κάθε δευτερόλεπτο παρουσίας της τον θεατή που επενδύει την προσοχή του στη γεμάτη σκαμπανεβάσματα διαδρομή της. Έξοχη υποστήριξη παρέχει κι ο Anders Danielsen Lie, που με την αξία του αποκτά τον τίτλο του δεύτερου πολυτιμότερου παίκτη του καστ, διαγράφοντας με έναν ξεχωριστό τρόπο, χαμηλότονο και συγκινητικό, ένα παράλληλο μονοπάτι προς μια συνειδητοποίηση του εαυτού του, που λειτουργεί σιγοντάροντας τη Reinsve.

Θα μπορούσε να πει κανείς στην τελική πως ο «Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο» είναι -ταυτόχρονα με μια δραμεντί που είναι πολύ πιθανό να ασκήσει σημαντική επιρροή στην κατηγορία της κατά τα επόμενα χρόνια- κι ένα απόσταγμα σοφίας για όλα όσα φέρνουν τα πρώτα «-άντα» στη ζωή του καθενός. Πότε με χιούμορ, πότε με παιχνιδιάρικη διάθεση, πότε με πιο σοβαρό ύφος, πάντα όμως με μια προσέγγιση έντιμη, που ακόμη κι αν κάνει αναγκαίες εκπτώσεις ελέω κινηματογραφικής λογικής, ποτέ δεν αφήνει την επίγευση της κοροϊδίας.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 15/7/2022

Ο γεννημένος στη Δανία αλλά πολιτoγραφημένος Νορβηγός Joachim Trier επιστρέφει στο Όσλο για να ολοκληρώσει μια άτυπη τριλογία μαζί με τα προγενέστερα «Reprise»(2006) και «Όσλο, 31 Αυγούστου» (2011).

Στη νέα του ταινία «Ο Χειρότερος Άνθρωπος στον Κόσμο», ο Trier παρακολουθεί την ιστορία της Τζούλι (Renate Reinsve), μιας σχεδόν τριαντάχρονης, ανήσυχης, ελεύθερης γυναίκας που ζει στο Όσλο και βρίσκεται σε συνεχή αναζήτηση επαγγελματικής και συναισθηματικής σταθερότητας.

Το φιλμ έχει λογοτεχνική δομή με 12 κεφάλαια, έναν πρόλογο και έναν επίλογο, ενώ η φωνή μιας αφηγήτριας συνοψίζει αρχικά τα γεγονότα της Τζούλι, για να επιστρέψει στα κρίσιμα σημεία της ιστορίας σαν ένα τρίτο μάτι που παρατηρεί τα εξελικτικά στάδια της περιπλάνησης της ηρωίδας.

Όμως, τι στα αλήθεια θέλει από τη ζωή της η Τζούλι; Από την ιατρική, περνά στην ψυχολογία, στη φωτογραφία και καταλήγει πωλήτρια σε βιβλιοπωλείο και εν δυνάμει συγγραφέας, ενώ κάθε επιλογή της συνοδεύεται από μια νέα ερωτική σχέση. Ωστόσο, η ζωή της φαίνεται να αλλάζει όταν συναντά τον κατά 14 χρόνια μεγαλύτερο της, Άξελ (έναν εξαιρετικό Anders Danielsen Lie), διάσημο συγγραφέα underground κόμικς. Μετά από μερικές ερωτικές συνευρέσεις τους, ο Άξελ τής ζητά να διακόψουν πριν την ερωτευτεί. Η ειλικρίνεια του τη συγκινεί. Μοιάζουν το τέλειο ζευγάρι: επικοινωνούν διανοητικά, μιλούν πολύ, γελούν πολύ, κάνουν παθιασμένο έρωτα. Η Τζούλι μετακομίζει στο διαμέρισμα του και έρχεται αντιμέτωπη με τον κόσμο του -την οικογένειά του και τον «ναρκισσιστικό κύκλο» των φίλων του- με τη συνεχή παρότρυνση του να κάνουν μαζί παιδιά. Η ανησυχία της νεαρής γυναίκας επανέρχεται.

Νοιώθει μειονεκτικά απέναντι του: αυτός είναι διάσημος, εκείνη ανώνυμη. Στην παρουσίαση ενός νέου βιβλίου του αυτός είναι στο επίκεντρο, αυτή στο περιθώριο. Απογοητευμένη, σηκώνεται και φεύγει. Γυρνώντας στους δρόμους μπαίνει απρόσκλητη σε ένα γαμήλιο πάρτι. Γνωρίζει έναν cool μπαρίστα, τον Έιβιντ (Herbert Nordrum). Φλερτάρουν με έντονο σαρκικό τρόπο, αλλά με τεχνικές που τυπικά δεν συνιστούν απιστία για τους συντρόφους τους. Όταν τον ξανασυναντά τυχαία, ονειρεύεται ότι παγώνει ο χρόνος και διασχίζει τρέχοντας το Όσλο για ένα φιλί και ένα απογευματινό ραντεβού μαζί του. Χωρίζει τον Άξελ (που καταρρέει ψυχολογικά) και συγκατοικεί με τον Έιβιντ. Γρήγορα απομυθοποιεί κι προσβάλλει κι αυτόν. Δεν έχει τη μόρφωση, το κοινωνικό status, την καλλιέργεια του Άξελ. Όταν μάλιστα ξαναβλέπει τον τελευταίο να αντιμετωπίζει με τόλμη και γενναιότητα μια επίθεση που δέχεται σε τηλεοπτική εκπομπή, τον κοιτά με συγκίνηση και λατρεία. Όμως, η Ειμαρμένη έχει άλλα σχέδια…

Ο Trier σκηνοθετεί συνδυάζοντας τη λεπτή σκανδιναβική ειρωνεία με μια ακαταμάχητη ρομαντική έμπνευση. Εναλλάσσει στιλιστικά χαρακτηριστικά διαφορετικής αισθητικής και επιταχύνσεις ή επιβραδύνσεις του αφηγηματικού ρυθμού. Ο τόνος και το ύφος αναμειγνύουν δεξιοτεχνικά το κωμικό με το δραματικό, εκφράζοντας την τρυφερή και την άγρια πλευρά της ζωής.

Ποιος είναι άραγε ο “χειρότερος άνθρωπος’’ του τίτλου; Με προβοκατόρικη διάθεση ο Trier δείχνει στον θεατή την Τζούλι, μόνο και μόνο για να αναιρέσει ο ίδιος αυτή την άποψη. Η Τζούλι είναι μια έξυπνη αλλά ανικανοποίητη γυναίκα, που νοιώθει θεατής της ζωής της και ψάχνει μάταια εξιδανικευμένες καταστάσεις. Οι απρόβλεπτες επιλογές της καταλήγουν να πληγώνουν τους γύρω της. Ανήκει σε μια γενιά που δεν ζει πια «μέσα από υλικά αντικείμενα», απορρίπτει τους κοινωνικούς κανόνες, αναζητά διαρκώς τον εαυτό της και τη θέση της στον κόσμο, και μέσα από τη ρευστότητα των σχέσεων διεκδικεί το δικαίωμα της να αυτοπροσδιορίζεται. Τελικά ο Trier κατορθώνει να κάνει αλησμόνητο και αξιαγάπητο στον θεατή τον “χειρότερο άνθρωπο’’ του  χάρη και στην συγκλονιστικά ειλικρινή ερμηνεία της Renate Reinsve.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *