
Η Γυναίκα που Έφυγε
- Domangchin Yeoja
- The Woman Who Ran
- 2020
- Νότια Κορέα
- Κορεατικά
- Δραμεντί, Σινεφίλ
- 07 Οκτωβρίου 2021
Ενώ ο σύζυγος της βρίσκεται σε επαγγελματικό ταξίδι, η Γκαμχί συναντά τρεις φίλες της σε προάστειο της Σεούλ. Οι κουβέντες ανάμεσα τους είναι φιλικές, αλλά η κάθε μία έχει τελείως διαφορετική ατζέντα από την άλλη, τόσο επί της επιφάνειας των πραγμάτων, όσο και υπογείως αυτής.
Σκηνοθεσία:
Sang-soo Hong
Κύριοι Ρόλοι:
Min-hee Kim … Gam-hee
Seon-mi Song … Su-young
Young-hwa Seo … Young-soon
Sae-Byuk Kim … Woo-jin
Eun-mi Lee … Young-ji
Hae-hyo Kwon … Κος Jung
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Sang-soo Hong
Παραγωγή: Sang-soo Hong
Μουσική: Sang-soo Hong
Φωτογραφία: Su-min Kim
Μοντάζ: Sang-soo Hong
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Domangchin Yeoja
- Ελληνικός Τίτλος: Η Γυναίκα που Έφυγε
- Διεθνής Τίτλος: The Woman Who Ran
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα Βερολίνου. Βραβείο σκηνοθεσίας.
- Ειδική μνεία στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 30/9/2021
Το σινεμά του Hong Sang-soo είναι αναμφίβολα ιδιοσυγκρασιακό, για αυτό και ικανό να διχάσει ένα όχι και τόσο προετοιμασμένο κοινό. Κατά αρκετούς, οφείλει πολλά στον Rohmer και στο πώς προσέγγιζε ο ίδιος, με απολύτως προσγειωμένο τρόπο και φυσικότητα, τον κινηματογραφικό διάλογο. Είναι σινεμά που παρατηρεί πάρα πολύ προσεκτικά συμπεριφορές, ακόμη και φαινομενικά μικρές κι ασήμαντες χειρονομίες, προκειμένου να βγάλει συμπεράσματα για καταστάσεις και χαρακτήρες. Για αυτό και όσοι είναι οπαδοί μιας πιο άμεσης «γραμμής» και πιο πληθωρικών κινηματογραφικών συγκινήσεων, ενδέχεται να απορρίψουν το ύφος του ως στεγνό, ή ακόμη και ανούσιο. Όσοι πάλι εκτιμούν τη λεπτότητα και τη νοοτροπία τού «το λιγότερο είναι περισσότερο» στην έβδομη τέχνη, με τον θεατή να κινητοποιείται έτσι από τον δημιουργό για να εντοπίσει συναισθηματικές διακυμάνσεις, νοήματα και μοτίβα, θα ανταμειφθούν με μια πολύ ενδιαφέρουσα εμπειρία.
Χωρισμένη ουσιαστικά σε τρία μέρη (τα οποία είναι δομημένα με παρόμοιο τρόπο), έχοντας στο επίκεντρο πέραν της πρωταγωνίστριας και τρεις άλλες ηρωίδες που βρίσκονται στην αρχή, στα μισά ή στο τέλος μιας ερωτικής σχέσης, η «Γυναίκα που Έφυγε» είναι μια σπουδή επάνω στην κοινωνική αυθυπαρξία, ειπωμένη από μια ξεκάθαρα φεμινιστική σκοπιά. Η πλοκή στηρίζεται ως επί το πλείστον σε συνομιλίες μεταξύ γυναικών, με την αντρική παρουσία να τοποθετείται στρατηγικά μέσα στο φιλμ, συνήθως για να υποδηλώσει μια καταπίεση ή έναν ναρκισσισμό εκ μέρους της, η οποία βρίσκεται σε αντιδιαστολή με τις συμπεριφορές των ηρωίδων που παρελαύνουν μπροστά από τον φακό και χαρακτηρίζονται από αλληλεγγύη και κατανόηση. Η σκηνοθετική τεχνική που ακολουθείται είναι υπομονετική και μεθοδική, με λήψεις που κρατούν αρκετά λεπτά, δίνοντας έναν σημαντικό βαθμό ελευθερίας καθώς και τον απαραίτητο χώρο και χρόνο στους ηθοποιούς να «αναπνεύσουν» και να αναπτυχθούν επικοινωνιακά κατά τη διάρκειά τους. Το κείμενο δεν φοβάται να αφιερώσει χρόνο σε συνομιλίες που δίνουν την εντύπωση του στάσιμου στους οπαδούς περισσότερο παραδοσιακών δραματουργικών δομών, όπου η πλοκή προχωρά ακόμη και μέσα από μια κουβέντα. Στην πραγματικότητα, ακριβώς μέσα από αυτές τις αλληλεπιδράσεις φανερώνονται κρίσιμες πληροφορίες, που συνεισφέρουν σε μια σκιαγράφηση ηρώων σε βάθος, η οποία γίνεται με τρόπο όχι προφανώς ορατό. Αυτό το στοιχείο κάνει σαφές το ότι ο Hong Sang-soo, πέραν από το πεδίο της γυναικείας οπτικής γωνίας, θέλει να μιλήσει και για την ουσία της ανθρώπινης επαφής μέσω της συζήτησης, για όσα λέγονται και δεν λέγονται κατά τη διάρκειά της, αλλά και για όλα εκείνα τα άτυπα τελετουργικά που τη συνοδεύουν κι ενίοτε αλλάζουν τη σημασία της.
Ίσως το στοιχείο που χρειαζόταν μια πιο κομψή διαχείριση είναι οι συμβολισμοί, οι οποίοι φαντάζουν κάπως βαρυφορτωμένα προφανείς από ένα σημείο κι έπειτα (ο κόκορας που παρενοχλεί τις κότες, τα φαλλικά βουνά που οριοθετούν τον χώρο στον οποίο κινούνται οι χαρακτήρες). Επίσης, η κατακλείδα μοιάζει να αφήνει κάποια στοιχεία μετέωρα: η τελική σκηνή είναι σαν να υπονοεί μια εσωτερική λύτρωση για την κεντρική ηρωίδα, δεν καθίσταται όμως πολύ σαφές ποια είναι η μεταβολή που συμβαίνει μέσα της για να φτάσει στο συγκεκριμένο σημείο. Ακόμη και με αυτές τις ενστάσεις όμως προκύπτει κάτι ουσιωδώς σινεφίλ, που αγγίζει αποχρώσεις που πολλές φορές δεν καταφέρει να πιάσει ούτε ο αποκαλούμενος φεστιβαλικός κινηματογράφος του σήμερα.
Όλοι οι ερμηνευτές αφήνουν κι από ένα ξεχωριστό στίγμα στο σύνολο, όμως τα βλέμματα σαφώς τα τραβάει η ευγενική, ήρεμη ενέργεια της Kim Min-hee, που ειδικά από την «Υπηρέτρια» και ύστερα έχει επιδείξει μια συνέπεια στην ποιότητα της δουλειάς της που -όχι αδίκως- την κατατάσσει ανάμεσα στα σπουδαιότερα ονόματα του κλάδου της στη χώρα της. Το ύφος του φιλμ και οι συχνότητες της ερμηνείας της συντονίζονται, παράγοντας μια ήρεμη, καλοσυνάτη αύρα, που καταλήγει να είναι το πλέον καθοριστικό στοιχείο της «Γυναίκας που Έφυγε». Μια δημιουργία με πολύ ισχυρή καλλιτεχνική ταυτότητα, που είναι ανθρώπινη αποφεύγοντας παράλληλα τους εύκολους συναισθηματισμούς, και που αφήνει την επίγευση μιας μικρής «φέτας ζωής».
Βαθμολογία: