
Άγρια Συμμορία
- The Wild Bunch
- 1969
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Ισπανικά, Γερμανικά
- Γουέστερν, Δράσης, Έπος, Εποχής, Περιπέτεια
- 10 Νοεμβρίου 2025
Έτος 1913. Ο Πάικ Μπίσοπ είναι επικεφαλής μιας συμμορίας έξι παρανόμων, που σχεδιάζουν να ληστέψουν τρένο του αμερικανικού στρατού στην πόλη του Σαν Ραφαέλ, στο νότιο Τέξας, στα σύνορα με το Μεξικό. Προτού αντιληφθούν την παγίδα που τους έχουν στήσει, δεν αργούν να έρθουν αντιμέτωποι με μια συμμορία κυνηγών κεφαλών, τον μεξικάνικο στρατό, αλλά και τους αντάρτες της επανάστασης…
Σκηνοθεσία:
Sam Peckinpah
Κύριοι Ρόλοι:
William Holden … Pike Bishop
Robert Ryan … Deke Thornton
Ernest Borgnine … Dutch Engstrom
Edmond O’Brien … Freddie Sykes
Warren Oates … Lyle Gorch
Jaime Sanchez … Angel
Ben Johnson … Tector Gorch
Emilio Fernandez … στρατηγός Mapache
Strother Martin … Coffer
L.Q. Jones … T.C
Albert Dekker … Pat Harrigan
Bo Hopkins … Clarence ‘Crazy’ Lee
Jorge Russek … ταγματάρχης Zamorra
Alfonso Arau … υπολοχαγός Herrera
Dub Taylor … Wainscoat
Chano Urueta … Δον Jose
Elsa Cardenas … Elsa
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Walon Green, Sam Peckinpah
Στόρι: Walon Green, Roy N. Sickner
Παραγωγή: Phil Feldman
Μουσική: Jerry Fielding
Φωτογραφία: Lucien Ballard
Μοντάζ: Lou Lombardo
Σκηνικά: Edward Carrere
Κοστούμια: James R. Silke
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Wild Bunch
- Ελληνικός Τίτλος: Άγρια Συμμορία
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για Όσκαρ διασκευασμένου σεναρίου και μουσικής.
Παραλειπόμενα
- Το όνομα του Sam Peckinpah είχε αποκατασταθεί εμπορικά με την τηλεοπτική σειρά Noon Wine (1966), και η Warner Bros.-Seven Arts τού ανέθεσε να αναλάβει μια περιπέτεια με τίτλο The Diamond Story. Μόλις όμως η 20th Century Fox αγόρασε το σενάριο για τους Δύο Ληστές, το στούντιο αναζήτησε κάτι αντίστοιχο στη διάθεση της και αυτό ήταν το σενάριο για το The Wild Bunch, που είχε αγοραστεί από το 1965. Μια και υπήρχαν κοινά στοιχεία ανάμεσα σε αυτά τα δύο, η Warner θεώρησε ότι θα κέρδιζε με αυτό στα ταμεία το αντίπαλο στούντιο.
- Μέχρι το Φθινόπωρο του 1967, ο Peckinpah είχε κάνει όλες τις διορθώσεις επί του κειμένου, και γύρισε όλη την ταινία στο Μεξικό. Το επικό του ύφος προέκυψε από το πάθος του να επιστρέψει στη μεγάλη οθόνη μετά από τέσσερα χρόνια, και τον είχε επηρεάσει η γραφική βία του Μπόνι και Κλάιντ. Ήταν και η περίοδος που κορυφώνονταν ο πόλεμος του Βιετνάμ, κάνοντας τον να αναζητήσει τη πλέον ρεαλιστική εικόνα της Άγριας Δύσης. Από τις αποτυχημένες απόπειρες που είχε κάνει για το Η Ταξιαρχία των Εκδικητών (1965), έκανε αυτή τη φορά πράξη τις slow-motion σκηνές δράσης (ως επιρροή από τους Επτά Σαμουράι του Akira Kurosawa), τους χαρακτήρες που κινούνται σαν σε κηδεία, και τη χρήση ντόπιων ως κομπάρσων.
- Για τον ρόλο του Πάικ, υποψήφιοι ήταν οι: Richard Boone, Sterling Hayden, Charlton Heston, Burt Lancaster, Lee Marvin, Robert Mitchum, Gregory Peck και James Stewart. Ο Marvin αρχικά είχε δεχτεί, αλλά εγκατέλειψε όταν του πρόσφεραν περισσότερα χρήματα για το Ο Δρόμος της Ευτυχίας (1969).
- Για τον Ντέκε, ο Peckinpah είχε ως πρώτες επιλογές τους Richard Harris και Brian Keith. Στα υπόψιν, ήταν οι Henry Fonda, Glenn Ford, Van Heflin, Ben Johnson και Arthur Kennedy. Εντέλει νικητής ήταν ο Robert Ryan λόγω της ερμηνείας του στο Και οι 12 Ήταν Καθάρματα.
- Charles Bronson, Jim Brown, Alex Cord, Robert Culp, Sammy Davis Jr., Richard Jaeckel, Steve McQueen και George Peppard ήταν στη λίστα για τον Ντατς.
- Ο Robert Blake απέρριψε τον ρόλο του Έιντζελ, μια και ζητούσε περισσότερα χρήματα.
- Ο Albert Dekker έφυγε από τη ζωή λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση των σκηνών του.
- Το φιλμ γυρίστηκε αναμορφικά σε Technicolor και Panavision.
- Όταν μαζεύτηκε το τελικό υλικό, υπήρχαν 101 χιλιάδες μέτρα φιλμ. Μόνο η αρχική σκηνή της ληστείας διαρκούσε 21 λεπτά. Ο Peckinpah τότε δεν προέβη στις κλασικές μεθόδους του μοντάζ, αλλά έκοβε ανά καρέ, μικραίνοντας τη συγκεκριμένη σκηνή στα 5 λεπτά. Με αυτή τη μέθοδο ολοκλήρωσε και το υπόλοιπο μοντάζ, γεννώντας ένα νέου είδους δημιουργικό μοντάζ στον κινηματογράφο. Επανάσταση έφερε και στα ηχητικά εφέ, με τον ήχο των πιστολιών να ακούγεται πιο ρεαλιστικός από ποτέ πριν, αλλά και διαφορετικός για κάθε είδους όπλο.
- Οι περικοπές για να περάσει το φιλμ από τον κώδικα λογοκρισίας συνέπεσαν σε μια εποχή που αυτός επιδέχονταν μεγάλες αλλαγές. Έχοντας πια την ευχέρεια μια ταινία να κυκλοφορήσει ως R καθορίζοντας το ηλικιακό κοινό που μπορούσε να την παρακολουθήσει, μπόρεσαν να κρατηθούν επί της οθόνης σχεδόν όλα όσα ήθελε ο δημιουργός. Σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα μπορούσε να γίνει ανεκτό ένα τέτοιο αιματοκύλισμα.
- Το 1993 η Warner Bros. κατέθεσε το φιλμ για να το επανακυκλοφορήσει στις αίθουσες. Προς έκπληξη τους, το παλιό R έγινε NC-17 (αυστηρώς ακατάλληλο), με το στούντιο να αναβάλει την κυκλοφορία μέχρι αυτό να επανεκτιμηθεί. Στη νέα αυτή εκδοχή υπήρχαν μεν 10 επιπλέον λεπτά διάρκειας, αλλά αυτά δεν αφορούσαν γραφική βία. Η κυκλοφορία αυτή πραγματοποιήθηκε εντέλει το 1995 με τίτλο The Original Director’s Cut (τη χώρα μας το 2001), και επευφημήθηκε από τους κριτικούς ως προς το ότι έδενε καλύτερα την πλοκή.
- Το θεωρούμενο ως ένα από τα καλύτερα γουέστερν όλων των εποχών δεν θα μπορούσε να μην μπει σε διαδικασία ριμέικ. Πρώτος ο David Ayer το 2005 είχε εκδηλώσει τη θέληση να το εκσυγχρονίσει, τοποθετώντας το σε σκηνικό με μεξικανικά καρτέλ, τη ΣΙΑ και ληστείες. Η Warner Bros. με τη σειρά της ανακοίνωσε το ριμέικ το 2011 και όρισε τον Brian Helgeland ως σεναριογράφο. Τον επόμενο όμως χρόνο, ο Tony Scott, που θα το σκηνοθετούσε, αυτοκτόνησε. Το 2013 ήταν η σειρά του Will Smith, που ήθελε να πρωταγωνιστήσει σε μια και πάλι σύγχρονη εκδοχή του. Τελευταίος στη λίστα ήταν ο Mel Gibson ως σκηνοθέτης, με το θέμα όμως να παραμένει ακόμα ορθάνοιχτο.
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 12/10/2025
Αναμφίβολα, η «Άγρια Συμμορία» αποτελεί το «λυκόφως του γουέστερν» και συγχρόνως το magnum-opus του Sam Peckinpah. Πρόκειται για ένα από τα πιο ριζοσπαστικά και στοχαστικά έργα στην ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, μια ταινία που επαναπροσδιορίζει το είδος ως μια βαθιά υπαρξιακή τραγωδία. Στους πυρήνες της δονούνται οι αιώνιες θεματικές της φθοράς, της βίας και της τραγικής αδυναμίας του ανθρώπου να αποδράσει από την ίδια του τη φύση. Κυκλοφόρησε το 1969, σε μια εποχή κοινωνικών συγκρούσεων, του πολέμου στο Βιετνάμ και μιας συλλογικής κρίσης ταυτότητας, καθιστώντας έτσι το δημιούργημα του Peckinpah τον ζωντανό καθρέφτη μιας Αμερικής που παρακολουθεί τη δική της αποσύνθεση.
Η πλοκή εκτυλίσσεται το 1913, στα σύνορα των Ηνωμένων Πολιτειών με το Μεξικό, ένα χρονικό και γεωγραφικό όριο όπου οι τελευταίοι πιστολέρο του 19ου αιώνα ζουν πλέον στην παρακμή τους. Ήδη από τα πρώτα πλάνα, οι ήρωες εισέρχονται αμετάκλητα στο πεδίο του μύθου: η πορεία τους μέσα στην πόλη διακόπτεται από παγώματα της εικόνας που παραπέμπουν σε χαρακτικά, σε σελίδες από ένα βιβλίο ιστορίας. Είναι ήδη μορφές του παρελθόντος, «εν δυνάμει νεκροί». Ο χρόνος τους έχει ολοκληρωθεί.
Ο Pike Bishop (William Holden), ηγέτης μιας γερασμένης συμμορίας επικηρυγμένων, μαζί με το δεξί του χέρι Dutch Engstrom (Ernest Borgnine), τους αδελφούς Lyle και Tector Gorch (Warren Oates, Ben Johnson), τον νεαρό μεξικανό Ángel (Jaime Sánchez) και τον κουρασμένο Freddie Sykes (Εdmond O’Brien) ετοιμάζονται για μια ληστεία στα γραφεία μιας σιδηροδρομικής εταιρείας. Ντυμένοι στρατιώτες, περνούν δίπλα από παιδιά που βασανίζουν σκορπιούς, παγιδευμένους ανάμεσα σε σμήνη κόκκινων μυρμηγκιών, αναπαριστώντας με φυσική ωμότητα τον σαδισμό των ενηλίκων. Ο συμβολισμός είναι οδυνηρά προφανής και προοικονομεί το τέλος: λίγοι επικίνδυνοι θηρευτές, καταδικασμένοι να συντριβούν από ένα πλήθος μικρότερων αλλά πολυπληθέστερων αντιπάλων.
Στην πραγματικότητα, το σχέδιο της ληστείας είναι μια καλοσχεδιασμένη ενέδρα για τη σύλληψή τους. Εμπνευστής της είναι ο απεχθής μεγιστάνας του σιδηροδρόμου, Harrigan (Albert Dekker), ενώ εκτελεστές είναι μερικοί άθλιοι κυνηγοί επικηρυγμένων υπό την ηγεσία του Deke Thornton (Robert Ryan). Ο Thornton ήταν κάποτε μέλος της συμμορίας του Pike, αλλά πιστεύει πως εκείνος τον πρόδωσε με την απροσεξία του που οδήγησε στη σύλληψή του. Τώρα, βλέπει την αποστολή αυτή ως διπλή ευκαιρία: για εκδίκηση και για ελευθερία, έχοντας συμφωνήσει με τον Harrigan πως αν συλλάβει ή σκοτώσει τον Pike και τους άντρες του, θα αποφυλακιστεί. Έχει δώσει τον λόγο του -και ο λόγος του είναι η μόνη εγγύηση ότι δεν θα το σκάσει.
Η ληστεία εκτελείται, αλλά ο Pike αντιλαμβάνεται την παγίδα και δίνει εντολή για άμεση διαφυγή. Τα πράγματα περιπλέκονται καθώς μια παρέλαση της «Ένωσης Εγκράτειας» περνά μπροστά από το σημείο της ληστείας. Οι ληστές χρησιμοποιούν τους διαδηλωτές -κυρίως γυναίκες και παιδιά- ως ασπίδες για τη διαφυγή τους. Όμως οι άντρες του Thornton δεν διστάζουν να πυροβολήσουν μέσα στο πλήθος, σκοτώνοντας αθώους. Ωστόσο, όταν οι ληστές ανοίγουν τους σάκους, αντί για χρυσό βρίσκουν… ροδέλες από σίδηρο. Παρά την απογοήτευση, γελούν με τη μοίρα τους και κατευθύνονται στο Μεξικό, περνώντας από το κατεστραμμένο χωριό του Ángel, ενώ οι κυνηγοί τούς ακολουθούν κατά πόδας. Εκεί κυριαρχεί ο αυτοανακηρυγμένος στρατηγός Mapache (Emilio Fernández), ένας διεφθαρμένος άντρας που υποστηρίζει τον δικτάτορα Victoriano Huerta. Ο Ángel, βλέποντας τον Mapache να επιδεικνύει δημοσίως τη γυναίκα που κάποτε αγαπούσε, την Teresa (Sonia Amelio), αντιδρά βίαια. Για να εξομαλύνουν την κατάσταση, ο Pike και ο Dutch συμφωνούν να κλέψουν ένα αμερικανικό στρατιωτικό τρένο και να παραδώσουν τα όπλα στον Mapache, με αντάλλαγμα χρυσό.
Όταν ο Mapache μαθαίνει ότι ο Ángel βοήθησε τους επαναστάτες, τον βασανίζει δημόσια σέρνοντάς τον δεμένο σε ένα αυτοκίνητο. Η συμμορία, παρότι θα μπορούσε να διαφύγει με τον χρυσό, επιστρέφει για να τον σώσει. Αυτή η πράξη, παράλογη, βαθιά ανθρώπινη και ηρωική, μετατρέπει το τέλος σε μια τραγωδία που φέρνει συγχρόνως τη λύτρωση. Η τελική σφαγή στο Agua Verde -ένα φιλμικό ποίημα θανάτου, βίας και αξιοπρέπειας- κλείνει τον κύκλο: είναι η αναπόφευκτη κατάρρευση ενός τρόπου ζωής.
Με την «Άγρια Συμμορία», ο Peckinpah δεν αποτυπώνει απλώς το τέλος της Άγριας Δύσης, αλλά και το τέλος της ανδρικής μυθολογίας που τη συνόδευε. Οι ήρωές του δεν είναι ευγενείς · είναι κουρασμένοι, βρώμικοι, προδομένοι από τα ίδια τους τα όνειρα. Ο Pike κουβαλά τις ενοχές του παρελθόντος του. Ο Thornton, «ο Ιούδας του Harrigan», είναι παγιδευμένος ανάμεσα στην αίσθηση καθήκοντος και στην πίστη προς τους παλιούς του συντρόφους. Ο καθένας τους αναζητά μια μορφή λύτρωσης, γνωρίζοντας βαθιά μέσα του ότι δεν υπάρχει σωτηρία.
Ο Ángel είναι το ηθικό κέντρο της ταινίας -ο μόνος που αντιστέκεται στη διαφθορά με αγνή πίστη και πάθος. Ο θάνατός του πυροδοτεί τη μοναδική, αυθεντική πράξη αλληλεγγύης της συμμορίας. Αντίθετα, ο σαδιστής Mapache συμβολίζει την εξουσία που έχει χάσει κάθε ανθρώπινη διάσταση: γελά, πίνει, σκοτώνει για ευχαρίστηση. Δίπλα του, ο γερμανός σύμβουλός του, Frederick Mohr (Fernando Wagner), προσωποποιεί τον ψυχρό ευρωπαϊκό ιμπεριαλισμό -το βλέμμα του «πολιτισμένου» που εκμεταλλεύεται τη φτώχεια των ιθαγενών.
Στο πικρό φινάλε, όταν ο Thornton βλέπει το πτώμα του παλιού του συντρόφου Pike, αρνείται να υπηρετήσει ξανά τον Harrigan και ακολουθεί τον γερο- Sykes και τους μεξικανούς επαναστάτες. Είναι μια τελευταία χειρονομία ελευθερίας -η επιστροφή σε μια «εκτός νόμου» πράξη αξιοπρέπειας.
Τι δεν έχει ειπωθεί για την «Άγρια Συμμορία»; Για τους κουρασμένους, αμφίσημους αντιήρωές της, για τη βία που σοκάρει και συγκινεί, για το πώς ενσαρκώνει την τελική εξέγερση των αρχέγονων μορφών απέναντι στο αναπόφευκτο τέλος της «χρυσής εποχής» των πιστολάδων και των συνόρων. Οι παράνομοι αυτοί είναι οι τελευταίοι μιας φθίνουσας γενιάς. Τους ενώνει η αφοσίωση, η τιμή και η αντρική συντροφικότητα -το να δίνουν τον λόγο τους, να πίνουν και να πορνεύονται μαζί. Παρά τη βία τους, υπάρχει κάτι βαθιά ανθρώπινο στον δεσμό τους. Όμως ο κόσμος αλλάζει: αυτοκίνητα, τηλέγραφος, σιδηρόδρομοι, πολυβόλα. Ο Pike και οι άντρες του αντιλαμβάνονται ότι η Αμερική που γνώριζαν έχει τελειώσει -δεν υπάρχει θέση για εκείνους στη νέα εποχή.
Κι όμως, ο αληθινός πλούτος της «Άγριας Συμμορίας» δεν βρίσκεται στη γραφική της βία, αλλά στο γέλιο των ηρώων της απέναντι στον βέβαιο θάνατο -στη ματαιότητα των πράξεών τους που μεταμορφώνεται σε μια μορφή εσωτερικής ειρήνης. Υπερβολικός μηδενισμός; Μελαγχολία χωρίς διέξοδο; Όχι, πρόκειται μάλλον για μία τελευταία στιγμή ευτυχίας -μια επιστροφή στην παιδική αθωότητα μέσα από τη συνείδηση της θνητότητας.
Η ταινία είναι διάσπαρτη με στιγμές ειρήνης και στοχασμού: ο Ángel παίζει κιθάρα στο χωριό, οι άνδρες γελούν και πίνουν, μοιράζονται μια στιγμή προσωρινής γαλήνης. Αυτά τα διαλείμματα αποκαλύπτουν τη βαθύτερη ανθρωπιά που υπάρχει κάτω από τον κυνισμό -μια επιθυμία για απλότητα, αθωότητα, ίσως και για επιστροφή στην παιδική ηλικία. «Όλοι ονειρευόμαστε να ξαναγίνουμε παιδιά -ακόμη κι οι χειρότεροι από εμάς. Ιδίως οι χειρότεροι», λέει ο αρχηγός του μεξικανικού χωριού όπου βρίσκει καταφύγιο η συμμορία. Η φράση αυτή είναι το κλειδί της ταινίας -μια γέφυρα ανάμεσα στην ελληνική τραγωδία και τη νιτσεϊκή φιλοσοφία: η επιστροφή στην αθωότητα όχι ως λύτρωση, αλλά ως μορφή επίγνωσης.
Ο Pike έχει αποτύχει ξανά και ξανά ως ηγέτης · η απερισκεψία του φέρνει τον θάνατο αγαπημένων, σκοτώνει τραυματισμένους συντρόφους αντί να τους βοηθήσει -ανίκανος να πράξει «το σωστό». Η πορεία του τον οδηγεί στη στιγμή της επίγνωσης: το βλέμμα της πόρνης που κρατά το μωρό της γίνεται καθρέφτης του δικού του θανάτου. Τότε η απόφαση έρχεται χωρίς λόγια, μόνο με ένα λιτό «Πάμε». Ο William Holden σ’ εκείνο το κοντινό πλάνο είναι σπαρακτικός · το εγκάρδιο χαμόγελο του Ernest Borgnine δίνει την απόλυτη συγκατάθεση · οι Warren Oates και Ben Johnson ακολουθούν, χωρίς αντίρρηση. Με τα όπλα στα χέρια χαράσσουν την πορεία τους προς τον τελικό αγώνα για τη σωτηρία του συντρόφου τους Ángel: έχοντας μόλις κάνει για τελευταία φορά έρωτα με μεξικάνες πόρνες, περπατούν αγέρωχα ανάμεσα στους απορημένους στρατιώτες, λουσμένοι από τον καυτό ήλιο, αποκτώντας μια τραγική, διονυσιακή διάσταση. Εξαντλημένοι από το βάρος του ίδιου τους του μύθου, βαδίζουν προς το τέλος όχι για να νικήσουν, αλλά για να κάνουν μια μετάβαση μακριά από έναν κόσμο όπου η τιμή και η πίστη έχουν χάσει το νόημά τους.
Αφού εκτελούν τον τύραννο Mapache -αποδίδοντας δικαιοσύνη-, οι άντρες του Pike θα μπορούσαν να σωθούν. Οι στρατιώτες μένουν αποσβολωμένοι, κάποιοι αρχίζουν να παραδίδονται. Κι όμως, ένα βλέμμα ανάμεσά τους αρκεί: αποφασίζουν να βυθιστούν σ’ ένα τελικό λουτρό αίματος. Η σεκάνς της άνισης μάχης είναι ένα από τα πιο μνημειώδη κινηματογραφικά κομμάτια δράσης που έχουν γυριστεί ποτέ. Ο Peckinpah συνδυάζει αργή κίνηση, απότομα κοψίματα, πολλαπλές γωνίες λήψης και καταιγιστικό μοντάζ για να αποδώσει την παράνοια της στιγμής -τη σαγήνη και τη φρίκη της βίας. Με την σκηνοθετική ρώμη ενός Eisenstein, δεν κινηματογραφεί απλώς μια σφαγή · οργανώνει μια τελετουργία διάλυσης, μια οπτική συμφωνία όπου η βία παύει να είναι εργαλείο αφήγησης και μετατρέπεται στο ίδιο το περιεχόμενό της.
Στο κέντρο αυτής της σκηνής βρίσκεται μια φονική μηχανή: η απόλυτη μεταφορά της βιομηχανικής εποχής της βίας. Το μυδράλιο σκορπά τον θάνατο με ρυθμό σχεδόν δαιμονικό, με έναν παλμό που θυμίζει σωματική έκσταση -μια μορφή υπαρξιακού παραληρήματος. Η κάμερα του Peckinpah δεν αναπαριστά τη σφαγή · τη διαστέλλει, τη διαλύει, τη μετατρέπει σε εμπειρία αισθητηριακή και μεταφυσική. Ο θεατής δεν παρακολουθεί απλώς -βυθίζεται. Γίνεται μάρτυρας ενός κόσμου που διαλύεται μέσα στη δική του βαρβαρότητα.
Κι όταν όλα σωπάσουν, απομένει μόνο η οσμή του θανάτου -με τους γύπες να περιμένουν τη σειρά τους. Ο Peckinpah έχει ήδη στερήσει από τον θεατή κάθε ηθική βεβαιότητα · απομένουν η σκόνη, ο καπνός και ο παλμός της αναπνοής -ενός κινηματογράφου που, εκείνη τη στιγμή, αγγίζει τα όρια της καθαρής σωματικότητας. Αρχικά, η ταινία επρόκειτο να τελειώσει μετά τη μάχη, με πλάνα αρπακτικών που ψάχνουν για τροφή. Κι όμως, συνεχίζει -με τα ποιητικά, ελεγειακά πλάνα του Robert Ryan, καθισμένου στον τοίχο, και κυρίως με εκείνα τα ουράνια πορτρέτα των μελών της «Συμμορίας»: ευτυχισμένων για μία και μοναδική φορά, σε μια κινηματογραφική «Βαλχάλα».
Βαθμολογία:
![]()
0 κακή | 1 μέτρια | 2 ενδιαφέρουσα | 3 καλή | 4 πολύ καλή | 5 αριστούργημα

Κριτικός: 




