Ο αστυνόμος Χάουι, που εργάζεται στη Σκωτία, λαμβάνει ένα ανώνυμο γράμμα από τη νησιωτική κοινότητα του Σαμεράισλ που του ζητά να ερευνήσει την εξαφάνιση ενός μικρού κοριτσιού. Όταν φτάνει στο νησί, ανακαλύπτει μια μυστική, καλά δομημένη νεο-παγανιστική κοινωνία. Εκείνος σοκάρεται από την έντονη ανοιχτή σεξουαλικότητα και την τελετουργική αφοσίωση στους «αρχαίους θεούς». Όσο ξεδιπλώνεται το μυστήριο της εξαφάνισης του κοριτσιού, τόσο εκείνος αρχίζει να υποψιάζεται πως η μικρή μάλλον έπεσε θύμα ανθρωποθυσίας…

Σκηνοθεσία:

Robin Hardy

Κύριοι Ρόλοι:

Edward Woodward … αστυνόμος Neil Howie

Christopher Lee … λόρδος Summerisle

Britt Ekland … Willow MacGregor

Lesley Mackie … Daisy

Diane Cilento … Δις Rose

Ingrid Pitt … η βιβλιοθηκάριος

Lindsay Kemp … Alder MacGreagor

Aubrey Morris … ο νεκροθάφτης

John Hallam … αστυνόμος McTaggert

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Anthony Shaffer

Παραγωγή: Peter Snell

Μουσική: Paul Giovanni

Φωτογραφία: Harry Waxman

Μοντάζ: Eric Boyd-Perkins

Σκηνικά: Seamus Flannery

Κοστούμια: Sue Yelland

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Wicker Man
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Καταραμένο Σκιάχτρο
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Anthony Shaffer’s The Wicker Man

Άμεσοι Σύνδεσμοι

Σεναριακή Πηγή

  • Μυθιστόρημα (έμπνευση): Ritual του David Pinner.

Παραλειπόμενα

  • Δεν ήταν μόνο η πρώτη του σκηνοθετική δουλειά, αλλά η επόμενη ταινία του Robin Hardy ήταν 13 χρόνια αργότερα, και η τρίτη του και έσχατη το 2011 (έφυγε από τη ζωή το 2016) ήταν ένα πνευματικό σίκουελ της εν λόγω ταινίας (με κάμεο εμφάνιση του Christopher Lee).
  • Αρχές των 1970 ο Christopher Lee άρχισε να δυσανασχετεί με την καθιερωμένη εικόνα του μέσω των ταινιών της Hammer Film, και αναζήτησε πιο ενδιαφέροντες ρόλους. Η ιδέα για την ταινία γεννήθηκε μέσα από μια συνάντηση αυτού με τον Anthony Shaffer το 1971, με τον Robin Hardy και την εταιρία British Lion να δείχνουν άμεσο ενδιαφέρον να το φέρουν εις πέρας.
  • Ως κεντρική του πηγή ο Shaffer είχε το μυθιστόρημα Ritual του 1967, στο οποίο όμως λείπει η ανατροπή του φινάλε της ταινίας. Ο συγγραφέας του, David Pinner, είχε εργαστεί ήδη στο να το μετατρέψει σε σενάριο για λογαριασμό του σκηνοθέτη Michael Winner, με τον John Hurt ως κεντρικό υποψήφιο για τον αστυνόμο. Με την εγκατάλειψη του σχεδίου από τον Winner, Shaffer και Lee αγόρασαν τα δικαιώματα από τον συγγραφέα για 15 χιλιάδες λίρες. Παρόλα αυτά, δεν υπάρχει καμία αναφορά στους τίτλους για το βιβλίο.
  • Ο κεντρικός ρόλος έτυχε της άρνησης των Michael York και David Hemmings.
  • Η Diane Cilento είχε έτοιμη να αποσυρθεί από την ηθοποιία, αλλά όταν ο Shaffer την είδε σε θεατρική παράσταση, παρατήρησε ότι ήταν ιδανική για τον ρόλο και την έπεισε να συμμετάσχει.
  • Η παραγωγή συνέπεσε σε μια εποχή οικονομικής κρίσης για τον βρετανικό κινηματογράφο. Η British Lion Films βρέθηκε σε ακραία ανάγκη, και πουλήθηκε στον πλούσιο επιχειρηματία John Bentley. Για να μην κατηγορηθεί εκείνος για “ξέπλυμα”, αναγκάστηκε να βάλει στα γρήγορα μια ταινία  εν κινήσει. Αυτή τύχαινε να είναι η συγκεκριμένη, κι ενώ η πλοκή αναφέρεται σαφώς στην Άνοιξη, τα γυρίσματα ξεκίνησαν πρόωρα μέσα στο Φθινόπωρο. Για αυτό τον λόγο αναγκάστηκαν να προσθέτουν τεχνητή βλάστηση εκεί που δεν υπήρχε.
  • Οι τόποι γυρισμάτων είναι το Ντάφριζ και το Γκάλογουεϊ στη νοτιοδυτική Σκωτία. Η Britt England αναφέρθηκε σε αυτά ως «το πιο σκοτεινό μέρος της Γης» και οι παραγωγοί αναγκάστηκαν να δώσουν εξηγήσεις στους ντόπιους για τα λεγόμενα της.
  • Ο Christopher Lee έπαιξε δωρεάν, αισθανόμενος άγχος -λόγω πολύ χαμηλού προϋπολογισμού- ως προς το να μην πραγματωθεί το φιλμ.
  • Πριν κυκλοφορήσει στη Βρετανία, η ταινία εστάλη στον Roger Corman ώστε να δώσει συμβουλές περί του πώς να προωθηθεί στην αμερικανική αγορά. Εκείνος δεν την αγόρασε, και επιπροσθέτως πρότεινε να κόψουν 13 λεπτά υλικού. Εντέλει την αγόρασε με περικοπές η Warner Bros. και την έβγαλε μόνο σε drive-ins.
  • Η ταινία πέρασε πολλές καταπονήσεις. Το σημερινό υλικό, ακόμα και που τιτλοφορείται ως Director’s Cut, δεν είναι ολοκληρωμένο. Απλά ανέβηκε στα αρχικά 99 λεπτά, μια και είχε σωθεί η κόπια που είχε σταλεί στον Corman. Λείπει ολότελα η ομιλία του λόρδου Σάμερσβιλ περί μήλων. Το αρνητικό και τα κομμένα πλάνα είχαν καταχωνιαστεί στην αποθήκη των Pinewood Studios. Όταν τα στούντιο άλλαξαν χέρια, δόθηκε η διαταγή να καθαρίσει η αποθήκη. Ανάμεσα στα «άχρηστα» ήταν κι αυτό το υλικό. Κυκλοφόρησε και μια φήμη από τον Christopher Lee: είχε δηλώσει πως ο εποπτεύων παραγωγός Michael Deeley αντιπαθούσε τόσο πολύ το έργο, που χρησιμοποίησε την αυθεντική κόπια ως ανάχωμα σε αγώνες μοτοσικλέτας!
  • Η αρχική καταφρόνηση στα ταμεία έδωσε εξαρχής τη θέση της στην κριτική καταξίωση. Το φιλμ με την πάροδο των χρόνων έφτασε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στις κορυφαίες τρόμου αλλά και βρετανικές όλων των εποχών, ενώ κυρίως πήρε μια περίοπτη θέση στην ποπ κουλτούρα και στις λίστες των πιο σημαντικών cult ταινιών που έχουν κυκλοφορήσει ποτέ. Χαρακτηριστικά, βρέθηκε ανάμεσα στις βρετανικές ταινίες που αναφέρθηκαν κατά την τελετή έναρξης των Ολυμπιακών Αγώνων του Λονδίνου το 2012.
  • Το 1989, ο Shaffer ετοίμασε το σενάριο για ένα σίκουελ, με τίτλο The Loathsome Lambton Worm, αλλά ο Hardy δεν έδειξε κανένα ενδιαφέρον να το αναλάβει.
  • Το 2006 παρουσιάστηκε ένα αποτυχημένο χολιγουντιανό ριμέικ με τον Nicolas Cage, ενώ το 2009 μετατράπηκε για πρώτη φορά σε θεατρικό. Στα σχέδια έμεινε μια κόμικ εκδοχή, αλλά κι ένα σίκουελ, με τίτλο The Wrath of the Gods, που σχεδίαζε ο Robin Hardy μέχρι που έφυγε από τη ζωή.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Δεν είναι η Britt Ekland που ακούμε όταν η ηρωίδα τραγουδάει, αλλά η Annie Ross και η Rachel Verney.
  • Η μουσική ήταν τόσο σημαντική στην παραγωγή, που ο Robin Hardy ξάφνιασε τους πάντες καταμεσής των γυρισμάτων, λέγοντας ότι η ταινία ήταν μιούζικαλ.
  • Οι συνθέσεις του Paul Giovanni ερμηνεύτηκαν από την μπάντα Magnet, με το σάουντρακ να συμπεριλαμβάνει 13 φολκλόρ τραγούδια, ερμηνευμένα από το καστ. Πιο γνωστό από όλα τα κομμάτια του σάουντρακ έμεινε το αυθεντικό Willow’s Song, με τη φωνή της Rachel Verney, που μελλοντικά θα ερμηνευτεί από πολλές διαφορετικές μπάντες.

Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 11/7/2023

Ο άγγλος Robin Hardy (1929-2016) είναι το πρότυπο του «σκηνοθέτη της μίας ταινίας». Όμως, όταν αυτή είναι το θρυλικό cult «The Wicker Man» (1973), το οποίο τρομοκράτησε το κοινό χωρίς να δείξει σταγόνα αίματος, η θέση του στην ιστορία του βρετανικού κινηματογράφου ήταν κατοχυρωμένη.

Το φιλμ αφηγείται την ιστορία ενός αστυνομικού (Edward Woodward) που επισκέπτεται ένα νησί στα ανοικτά των ακτών της Σκωτίας μετά από αναφορές για την εξαφάνιση ενός κοριτσιού. Κανείς στο νησί δεν φαίνεται να γνωρίζει κάτι σχετικό, αλλά ο Howie είναι πεπεισμένος ότι κάτι παράξενο συμβαίνει. Ο Howie, ένας πουριτανός καθολικός, μένει έκπληκτος από τις ειδωλολατρικές πεποιθήσεις και τα έθιμα των νησιωτών, τα οποία περιλαμβάνουν σεξουαλικά όργια στα προαύλια εκκλησιών, χορό γυμνών γύρω από φωτιές και τη διδασκαλία στο σχολείο της φαλλικής σημασίας του Maypole. Ο ενάρετος αστυνομικός αρνείται την ερωτική πολιορκία της πανέμορφης Willow (Britt Ekland) επειδή είναι αρραβωνιασμένος και η θρησκεία το ,απαγορεύει το σεξ πριν από τον γάμο. Ακόμα και ο γαιοκτήμονας του νησιού, λόρδος Summerisle (Christopher Lee), δεν βλέπει τίποτα μεμπτό στις παγανιστικές τελετές. Ωστόσο ο Howie θεωρεί ότι το αγνοούμενο κορίτσι κρύβεται κάπου στο νησί και προορίζεται ως ανθρώπινη θυσία για να εξευμενίσει τους θεούς μετά από την αποτυχημένη συγκομιδή της χρονιάς. Όμως η αλήθεια που αναζητά είναι πιο τρομερή από ό,τι μπορεί να φανταστεί και αποκαλύπτεται σε μια από τις πιο συνταρακτικές ανατροπές όλων των εποχών.

Το «Καταραμένο Σκιάχτρο» είναι αναμφισβήτητα ένα από τα καλύτερα αγγλικά cult movies της δεκαετίας του 1970, μαζί με το «Κουρδιστό Πορτοκάλι», το «Περφόρμανς» και το «Μετά τα Μεσάνυχτα». Αν και θεωρητικά κατατάσσεται στις ταινίες τρόμου, τέμνει εγκάρσια πολλά είδη, ισορροπώντας ανάμεσα στο αστυνομικό  θρίλερ, τη θρησκευτική αλληγορία, ακόμη και το μιούζικαλ. Άλλωστε η μουσική ήταν πολύ σημαντική για τους Κέλτες, και υπάρχουν στιγμές που η μετάβαση της αφήγησης γίνεται μέσω τραγουδιών και όχι διαλόγου.

Στο σενάριό του, ο Anthony Shaffer (συγγραφέας του θεατρικού θρίλερ «Sleuth», που γυρίστηκε την ίδια χρονιά) ενσωμάτωσε λεπτομέρειες της λατρείας της γονιμότητας, αντλώντας πληροφορίες από πηγές όπως «Ο χρυσός κλώνος» του James Frazer. Καθώς το πάνθεον των θεοτήτων της υπαίθρου αντικαταστάθηκε από τον χριστιανικό Θεό, οι ετήσιες παγανιστικές γιορτές αντικαταστάθηκαν από χριστιανικές (για παράδειγμα, το χειμερινό ηλιοστάσιο έγινε Χριστούγεννα). Ωστόσο ένας πρόγονος του λόρδου Summerisle αποκήρυξε τον Χριστιανισμό και επανέφερε τη λατρεία των «Αρχαίων Θεών» με τις δεισιδαιμονίες και τα τελετουργικά της.

Στον θεματικό ιστό της ταινίας βρίσκεται η σύγκρουση των θρησκευτικών πεποιθήσεων μεταξύ ενός σεμνότυφου καθολικού και ενός ελευθεριάζοντα ειδωλολάτρη. Χριστιανισμός εναντίον παγανισμού. Στην πρώτη τους συνάντηση ο λόρδος Summerisle λέει στον έκπληκτο ντετέκτιβ: «Ο Θεός σας είχε την ευκαιρία του, αλλά την κλώτσησε». Ο ανέραστος αστυνομικός φαίνεται πολύ «λίγος» απέναντι στον ευφυή και καλλιεργημένο κυβερνήτη. Όμως αυτή η άκαμπτη ηθικολογία και η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα του τον φέρνει σε δεινή θέση, καθώς στον ανεστραμμένο ηθικό κώδικα του νησιού, παράβαση θεωρείται η αγνότητα και όχι η ακολασία.

Σε μια σκηνή με προφανή συμβολισμό, ένα μικρό σκαθάρι, δεμένο με κλωστή, περιστρέφεται με την ίδια φορά γύρω από ένα καρφί χειροτερεύοντας συνεχώς τη θέση του. Έτσι και ο μονοκόμματος αστυνομικός δεν έχει αντιληφθεί ότι χειραγωγείται και «δένεται» όλο και πιο πολύ σε ένα τρομακτικό γαϊτανάκι. Όσο προσπαθεί να λύσει το “μυστήριο”, τόσο πιο σφιχτά δεσμεύεται στο δυσοίωνο πεπρωμένο του.

Η σκηνοθεσία του Hardy είναι ακριβής και ισορροπημένη. Αψηφά όλες τις συμβάσεις των ταινιών τρόμου, δεν σχηματοποιεί ευδιάκριτους «καλούς» ή «κακούς» χαρακτήρες, ούτε εισάγει υπερφυσικά στοιχεία. Αποφεύγει την έντονη βία, ενώ  απεικονίζει με λαμπρότητα και φροντίδα τις πρωταρχικές παρορμήσεις της ανθρώπινης ψυχής. Οι σκηνές των παγανιστικών τελετών φαντάζουν σουρεαλιστικές, σαν να έχουν εξαχθεί από ένα παράξενο όνειρο, ενώ όλα τριγύρω μοιάζουν απόλυτα  φυσιολογικά. Η αμοιβαία ώσμωση ανάμεσα στο οικείο και στο αλλόκοτο δημιουργεί ατμόσφαιρα ανησυχητικής απόλαυσης, στην οποία η ρίζα της ανησυχίας δεν μπορεί να εντοπιστεί πριν από το εκπληκτικό φινάλε.

Το μουσικό υπόστρωμα του Paul Giovanni είναι ασυνήθιστο και παραπλανητικό, συμβατό με τις εικόνες: άλλοτε ήρεμο, χαλαρωτικό και σαγηνευτικό, και άλλοτε γκροτέσκο. Ο Woodward είναι απόλυτα πειστικός όπως μετασχηματίζεται  προοδευτικά από εκτελεστικό όργανο μιας ανίσχυρης εξουσίας σε τραγικά παγιδευμένο θήραμα. Εξαίρετος και ο Lee, δείχνει και ακούγεται ανατριχιαστικά μεγαλοπρεπής. Η ατμοσφαιρική φωτογραφία του Harry Waxman δημιουργεί μια σχεδόν απτή αίσθηση του φόβου σε κάθε κάδρο.

Σχεδόν μισό αιώνα μετά τη δημιουργία του, το «Καταραμένο Σκιάχτρο» εξακολουθεί να στέκεται μοναχικό και αγέρωχο. Ανθεκτικό στην κατηγοριοποίηση και στο πέρασμα του χρόνου, μας φέρνει αντιμέτωπους με το μυστηριακό, αταβιστικό παρελθόν μας. Και καθώς οι τεχνολογικές εξελίξεις μάς βυθίζουν όλο και πιο βαθιά σε ένα αβέβαιο μέλλον, στρέφουμε το βλέμμα προς τα πίσω, προς έναν πιο γήινο κόσμο, που εξακολουθεί να υπάρχει αλλά παραμένει έξω από την αντίληψή μας. Όμως μια τέτοια τεχνητή επιστροφή στο “χθες” θα διώξει το υπαρξιακό άγχος του σύγχρονου ανθρώπου ή αποτελεί επικίνδυνη πλάνη;

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

16 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *