
Οι Σφυριχτές
- La Gomera
- The Whistlers
- 2019
- Ρουμανία
- Ρουμανικά, Αγγλικά, Ισπανικά
- Αστυνομική, Γκανγκστερική, Θρίλερ, Κωμωδία, Μαύρη Κωμωδία, Νουάρ
- 27 Φεβρουαρίου 2020
Ο Κρίστι, ένας διεφθαρμένος ρουμάνος αστυνομικός που αλλάζει στρατόπεδο ανάλογα με το συμφέρον του, καταφθάνει στη Λα Γκομέρα, στα Κανάρια Νησιά, έχοντας ως αποστολή να βοηθήσει έναν μαφιόζο της περιοχής να αποδράσει από τη φυλακή. Προκειμένου να φέρει σε πέρας την αποστολή του, όμως, πρέπει να μάθει στην εντέλεια τη σφυριχτή (και πάνω απ’ όλα μη αντιληπτή) γλώσσα των ντόπιων, η οποία έχει χρησιμεύσει ως μυστικός κώδικας επικοινωνίας μεταξύ κακοποιών εδώ και πολλές γενιές.
Σκηνοθεσία:
Corneliu Porumboiu
Κύριοι Ρόλοι:
Vlad Ivanov … Cristi
Catrinel Marlon … Gilda
Agusti Villaronga … Paco
Cristobal Pinto … Carlito
Sergiu Costache … Toma
Antonio Buil … Kiko
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Corneliu Porumboiu
Παραγωγή: Patricia Poienaru, Marcela Ursu
Φωτογραφία: Tudor Mircea
Μοντάζ: Roxana Szel
Σκηνικά: Simona Paduretu
Κοστούμια: Dana Paparuz
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: La Gomera
- Ελληνικός Τίτλος: Οι Σφυριχτές
- Διεθνής Τίτλος: The Whistlers
Κύριες Διακρίσεις
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών.
- Βραβείο σεναρίου στο φεστιβάλ της Σεβίλλης.
- Επίσημη πρόταση της Ρουμανίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.
Παραλειπόμενα
- Για τον Corneliu Porumboiu αυτό το φιλμ ήταν ό,τι ακριβότερο έκανε ως εδώ, αφού κόστισε σχεδόν όσο όλες οι προηγούμενες ταινίες του μαζί. Λόγω αυτού, ήταν πολύ δύσκολο να βρει τα αναγκαία χρήματα.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 23/2/2020
Και η Ρουμανία στο παιχνίδι του νεο-νουάρ; Και γιατί όχι; Εντάξει, είναι η αλήθεια πως η στιλιζαρισμένη οπτικά ματιά της αμερικάνικης σχολής πάνω στο είδος μάλλον «γλιστράει» πιο εύκολα στο στομάχι ακόμη κι ενός πιο έμπειρου σινεφίλ, ενώ και ο μεγαλύτερος καμβάς φιλοδοξιών που διαθέτουν συχνά σε σύγκριση με το συγκεκριμένο φιλμ τα καθιστά και πιο γοητευτικά. Ακόμη κι έτσι, οι «Σφυριχτές» συνιστούν μια πολύ ενδιαφέρουσα θέαση, περνώντας από μια ιντριγκαδόρικη μετάλλαξη το κινηματογραφικό είδος στο οποίο ανήκουν.
Εμποτισμένο με ουκ ολίγο μαύρο χιούμορ, άλλες φορές περισσότερο υποδόριο και ειρωνικό και άλλες πιο «ξέφρενο» (προφανές παράδειγμα η σεκάνς με τον σκηνοθέτη), το φιλμ διαθέτει μια πολυσύνθετη πλοκή που απαιτεί την πλήρη προσοχή του θεατή, αλλά το επίκεντρό του στην πραγματικότητα είναι ο πρωταγωνιστικός του (αντι)ήρωας, ένας λούμπεν χαρακτήρας, του οποίου η ηθική του αμφισημία τον καθιστά εύλογα αντιπαθή και μαγνητικό ταυτόχρονα. Εντέλει όμως είναι αυτή η προσήλωση στο συγκεκριμένο πρόσωπο, που μετατρέπει το σύνολο σε μια σπουδή χαρακτήρα, που «μαλακώνει» τον σκληρό κυνισμό και την αποστασιοποίηση της αφήγησης, χαρίζοντας ένα φινάλε που ίσως να φαντάζει κάπως αταίριαστα λυτρωτικό με ό,τι προηγήθηκε. Οι καλύτερες στιγμές της ταινίας βρίσκονται στα σημεία που ο Porumboiu περιπλέκει όλο και περισσότερο τον ιστό που υπάρχει μεταξύ των αλληλοσυγκρουόμενων και αλληλοσυμπληρούμενων συμφερόντων των ηρώων, δημιουργώντας απολαυστικές ισορροπίες τρόμου και βίαια ξεσπάσματα εκεί που πρέπει. Βέβαια, αυτή η πολυπλοκότητα, που εξυπηρετείται και από μια ανάλογα πολύπλευρη αφήγηση που «σπάει» σε πολλά κομμάτια, καταλήγει να λειτουργεί εν μέρει και εις βάρος της ανάπτυξης των ομολογουμένως μπόλικων χαρακτήρων του σεναρίου.
Η σαρκαστική χρήση της κλασικής μουσικής (από Tchaikovsky μέχρι Orff), ερχόμενη υποτίθεται σε βαθιά αντίθεση με την αποκτήνωση του μικρόκοσμου που απεικονίζεται στο σενάριο, ίσως να λειτουργούσε καλύτερα αν δεν γινόταν τόσο υπερεμφατικά. Αλλά και η όποια κωμικότητα που βγαίνει από τα δρώμενα, παρότι αποτυπωμένη με μια ιδιαίτερη, καθαρά ρουμάνικη χροιά, είναι κάπως υπερβολικά στεγνή αρκετές φορές για να την ευχαριστηθεί κάποιος πλήρως. Γενικότερα, το σύνολο πείθει περισσότερο όταν τα πράγματα σοβαρεύουν. Ενδεικτικό των δυνατοτήτων που υπήρχαν εδώ αλλά που δεν αξιοποιούνται πλήρως, κι έτσι το αποτέλεσμα είναι να μένει η όλη προσπάθεια κατά κάποιον τρόπο στα μισά του δρόμου, είναι το πώς εξελίσσεται το κεντρικό ρομάντζο που αποτελεί μια εκ των σημαντικότερων υποπλοκών, το οποίο ξεκινάει πολλά υποσχόμενο, γεμάτο γνήσιο σκοτάδι και σκληράδα, που μοιάζει πραγματικά να βγήκε από pulp μυθιστόρημα, αλλά καταλήγει να ακολουθεί μια προβλέψιμη και ασφαλή διαδρομή.
Όλα αυτά δεν μειώνουν αρκετά επιμέρους θετικά σημεία. Όπως για παράδειγμα το ότι κάπου μέσα στο κεντρικό εύρημα του συνθηματολογικού σφυρίγματος βρίσκεται κι ένα ειρωνικό γενικότερο σχόλιο για το πώς η σημερινή ρουμάνικη κοινωνία διατηρεί τη μνήμη της παράδοσης, όταν υπάρχουν χρησιμοθηρικοί με την κακή έννοια λόγοι (η συντήρηση ως εργαλείο παράβασης του νόμου για ιδίον όφελος-ίσως μια έμμεση αναφορά στην πολιτική κατάσταση της Ρουμανίας την περίοδο κατά και μετά την οικονομική κρίση από την οποία πέρασε, όπου βγήκαν στην επιφάνεια οι διεφθαρμένες πλευρές των νεοσύστατων θεσμικών δομών της στη μετά Ceausescu εποχή;)…
Ερμηνευτικά δεν ξεχωρίζει κανείς (αν και η εξωτερική εμφάνιση της Catrinel Marlon εντυπωσιάζει και ταιριάζει πλήρως στο πλαίσιο μιας femme-fatale), αλλά ίσως κι αυτό να είναι μια εσκεμμένη επιλογή, από την άποψη ότι ο Porumboiu επιθυμεί έτσι να αναδείξει την ανυπαρξία ενός πραγματικού πρωταγωνιστή μέσα στο δίκτυο που περιγράφει. Όλοι είναι υποψήφιοι θύτες και θύματα, όλοι έχουν προσωπικούς λόγους για τον τρόπο δράσης τους, και όταν η εστίαση αναπόφευκτα επικεντρώνεται στον διεφθαρμένο Cristi του Vlad Ivanov, αυτό συμβαίνει για να δημιουργηθεί μια συναισθηματική ραχοκοκαλιά.
Άνισο μεν, αναμφίβολα ιδιαίτερο και με χαρακτήρα δε, το τελικό αποτέλεσμα είναι μια αν μη τι άλλο πρωτότυπη εναλλακτική θεώρηση επάνω στο νεο-νουάρ που παίζει πότε εντός κανόνων, πότε ακολουθώντας άλλη διαδρομή, με μια ευχάριστα ανατρεπτική πορεία.
Βαθμολογία: