Βερίγγειος Πορθμός, εκεί όπου η Ρωσία συναντά την Αλάσκα, σε ένα χωριό φαλαινοθήρων, όπου οι άνδρες καταφεύγουν στο onlinechat με κάμερα. Το παράδειγμά τους ακολουθεί ο Λέσκα, ένας άβγαλτος δεκαπεντάχρονος που ερωτεύεται ένα κορίτσι από το Ντιτρόιτ. Όταν βρίσκει την «αγαπημένη» του να συνομιλεί με κάποιον άλλον, θολωμένος από τη ζήλεια, ο Λέσκα ξεκινά μια αδιανόητη οδύσσεια. Στο συμβολικό σημείο όπου σμίγουν παρελθόν και μέλλον, αυτή η τρυφερή ιστορία ενηλικίωσης απηχεί την ταραχή της νιότης και τον παλμό της πρώτης αγάπης.

Σκηνοθεσία:

Philipp Yuryev

Κύριοι Ρόλοι:

Vladimir Onokhov … Leshka

Kristina Asmus … η κοπέλα από τις ΗΠΑ

Vladimir Lyubimtsev … Kolyan

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Philipp Yuryev

Παραγωγή: Aleksey Uchitel

Μουσική: Krzysztof A. Janczak

Φωτογραφία: Mikhail Khursevich, Yakov Mironichev

Μοντάζ: Alexandr Krylov, Karolina Maciejewska, Philipp Yuryev

Σκηνικά: George Kolotyygin, Artyom Kuzmin

Κοστούμια: Boris Kukolkin

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Kitoboy
  • Ελληνικός Τίτλος: Το Ταξίδι της Φάλαινας
  • Διεθνής Τίτλος: The Whaler Boy

Κύριες Διακρίσεις

  • Βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη για το τμήμα Οριζόντων του φεστιβάλ Βενετίας.
  • Υποψήφιο για ευρωπαϊκή αποκάλυψη στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.

Παραλειπόμενα

  • Κινηματογραφικό ντεμπούτο για τον Philipp Yuryev, μετά από μία ταινία μικρού μήκους το 2013.
  • Ντεμπούτο και για τον πρωταγωνιστή Vladimir Onokhov.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 21/1/2021

Παρόλο που πρόκειται για ένα μεγάλου μήκους ντεμπούτο που περιέχει αρκετά από τα λάθη που θα περίμενε κανείς από μια δημιουργία με αυτή την ιδιότητα (σεναριακό «λίπος», ενθουσιασμός που παρασύρει το σύνολο σε επιπόλαιη δραματουργία ενίοτε), το «Ταξίδι της Φάλαινας» αποτελεί τελικά ένα κερδισμένο σε καλλιτεχνικό επίπεδο στοίχημα.

Αυτό συμβαίνει για μια ποικιλία λόγων, αλλά κυρίως επειδή ο Philipp Yuryev προσπαθεί, τις περισσότερες φορές επιτυχημένα, να ξεφύγει από τις συχνά ασφυκτικά στενές προδιαγραφές ενός φεστιβαλικής κοπής φιλμ που πατάει πάνω στις «βάρκες» του δράματος ενηλικίωσης και της ηθογραφίας. Παίρνει τολμηρές αποφάσεις όσον αφορά το σκηνοθετικό του ύφος (χαρούμενη ποπ μουσική, φωτογραφία με ένα «ονειρικό» θόλωμα που κάνει αντίθεση με την ντοκιμαντεριστικού τύπου καταγραφή της καθημερινότητας), και ειδικά όσο πλησιάζει το φινάλε του φιλμ προχωράει και σε μια αμφίσημη υπερβατικότητα στην αφήγηση, που ανάλογα με το πώς θα την εκλάβει ο θεατής, ολοκληρώνει τη σεναριακή διαδρομή με μια άκρως αισιόδοξη ή άκρως σκοτεινή νότα. Τρυφερότητα και σκληρότητα, οι κύριες ιδιότητες της εφηβικής ηλικίας την οποία βιώνει ο πρωταγωνιστής, εναλλάσσονται με επιδεξιότητα και μερικές φορές συνδυάζονται στην ίδια σκηνή. Ταυτόχρονα, δεν παραμερίζεται ο κοινωνικός προβληματισμός, είτε αυτός αφορά την κτηνωδία της παράδοσης της φαλαινοθηρίας, είτε τις άκρως φτωχικές συνθήκες διαβίωσης του πληθυσμού της απομονωμένης γεωγραφικά και πολιτισμικά από τον υπόλοιπο εθνικό κορμό της Ρωσίας περιοχής της Τσουκότκα, είτε τη φαυλότητα της βιομηχανίας της πορνογραφίας, τόσο όσον αφορά τις επιχειρηματικές πρακτικές, όσο και το κακώς εννοούμενο στίγμα που αφήνει στην παγκόσμια συλλογική αντίληψη περί σεξουαλικότητας (αν και η εναρκτήρια σκηνή εκπέμπει έναν αέρα ηδονοβλεψίας που είναι σαν να ακυρώνει τη συγκεκριμένη νοηματική). Κι ενώ θίγονται σοβαρά ζητήματα, ποτέ ο τόνος δεν φαντάζει άκομψα διδακτικός.

Ένα μεγάλο ατού που έχει στα χέρια του ο Yuryev και, αυτονόητα, το αξιοποιεί όσο περισσότερο μπορεί με τα καδραρίσματά του και τις κινήσεις της κάμεράς του, είναι οι τοποθεσίες. Είναι τόσο ιδιαίτερα τα τοπία στα οποία διαδραματίζεται η δράση του φιλμ, «εξωγήινα» αλλά και όμορφα με έναν υποβλητικό τρόπο (προς τιμήν του, ο Yuryev δεν πέφτει στην παγίδα να τα αντιμετωπίσει ως εξωτικά με την ευρεία έννοια), που θα μπορούσε να πει κανείς ότι ίσως αποτελούν την ψυχή του, περισσότερο κι από το ίδιο το σενάριο. Μάλλον αυτός ο παράγοντας συμβάλλει καθοριστικά στο να δώσει το «Ταξίδι της Φάλαινας» τελικά την αίσθηση πως είναι περισσότερο «δεμένο» σκηνοθετικά παρά σεναριακά. Πάντως, μια παρόμοια δραματουργική σύλληψη με παρεμφερή αισθητικά γνωρίσματα, πιθανώς θα είχε ακόμη καλύτερη τύχη στα χέρια ενός πιο ώριμου δημιουργικά κινηματογραφιστή. Ο Yuryev, λόγω του νεαρού της ηλικίας του αλλά κι εξαιτίας τού ότι τον έχει εκθαμβώσει η ιδιαιτερότητα του πραγματικού μικρόκοσμου τον οποίον καταγράφει, κάνει το λάθος να μην παίρνει εκεί που πρέπει τις απαραίτητες αποστάσεις από τον πρωταγωνιστικό του ήρωα, με αποτέλεσμα η ματιά του να μην είναι τόσο αναλυτική όσο θα χωρούσε η θεματολογία για χάρη του συναισθήματος.

Γενικά, πάντως, η τελική εικόνα σίγουρα αποτιμάται θετικά. Αποτελεί αξιόλογη αρετή το ότι παρά τη στροφή προς πιο καλλιτεχνίζοντα μονοπάτια που γίνεται στο ύφος από ένα σημείο κι έπειτα, η αυθεντικότητα και ο αυθορμητισμός παραμένουν, δεν ακυρώνονται. Η ομορφιά της κινηματογράφησης σε καμία περίπτωση δεν πετάει στα σκουπίδια την πραγματικότητα της συνθήκης που απεικονίζεται στην οθόνη. Στον ρεαλισμό του συνόλου συνεισφέρουν και οι ερασιτέχνες ηθοποιοί, οι οποίοι εμφυσούν ζωντάνια στο σύνολο με την όμορφα ακατέργαστη ενέργειά τους. Ειδικά ο Vladimir Onokhov στον κεντρικό ρόλο εκπέμπει μια αστείρευτη ζωτικότητα, σε μερικά σημεία, δε, μοιάζει σαν να εκθέτει και κάτι βιωματικό με την ερμηνεία του, το οποίο αντιμετωπίζεται πάντοτε με τον δέοντα σεβασμό από τον σκηνοθέτη και σεναριογράφο. Το κύριο γνώρισμα του φιλμ είναι η γνησιότητα. Παρά τα σφάλματα, είναι αυτή η αφοπλιστική ειλικρίνεια στην καταγραφή που κάνει δύσκολο το να μην εκτιμήσει κανείς το τελικό αποτέλεσμα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

9 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *