Ένας ερημίτης καθηγητής αγγλικών που πάσχει από σοβαρή παχυσαρκία, προσπαθεί να συνδεθεί ξανά με την αποξενωμένη κόρη του, σε μία τελευταία απόπειρα να εξιλεωθεί.
Σκηνοθεσία:
Darren Aronofsky
Κύριοι Ρόλοι:
Brendan Fraser … Charlie
Sadie Sink … Ellie
Hong Chau … Liz
Ty Simpkins … Thomas
Samantha Morton … Mary
Sathya Sridharan … Dan
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Samuel D. Hunter
Παραγωγή: Darren Aronofsky, Jeremy Dawson, Ari Handel
Μουσική: Rob Simonsen
Φωτογραφία: Matthew Libatique
Μοντάζ: Andrew Weisblum
Σκηνικά: Mark Friedberg, Robert Pyzocha
Κοστούμια: Danny Glicker
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Whale
- Ελληνικός Τίτλος: Η Φάλαινα
Σεναριακή Πηγή
- Θεατρικό: The Whale του Samuel D. Hunter.
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Brendan Fraser) και μακιγιάζ/κομμώσεων. Υποψήφιο για δεύτερο γυναικείο ρόλο (Hong Chau).
- Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα πρώτου αντρικού ρόλου (Brendan Fraser) σε δράμα.
- Υποψήφιο για Bafta πρώτου αντρικού ρόλου (Brendan Fraser), δεύτερου γυναικείου ρόλου (Hong Chau), σεναρίου και μακιγιάζ/κομμώσεων.
- Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βενετίας.
Παραλειπόμενα
- Επιστροφή για τον Darren Aronofsky στη μεγάλη οθόνη μετά από μια πενταετία, και το Μητέρα. Μαζί, είναι και η πρώτη του γυρισμένη ψηφιακά ταινία.
- Ο Aronofsky δήλωσε πως τη συγκεκριμένη διασκευή προσπαθούσε να την κάνει επί μία δεκαετία (το θεατρικό είναι του 2012). Αυτό που τον μπλόκαρε ήταν η επιλογή του ηθοποιού που θα ενσάρκωνε τον 270 κιλών Τσάρλι. Τότε έτυχε να δει στο YouTube το ανεξάρτητο φιλμ Journey to the End of the Night του 2016. Εκεί ήταν που του έγινε το “κλικ” για τον Fraser.
- Πριν η A24 ανακοινώσει το 2021 την απόκτηση των δικαιωμάτων του θεατρικού και τον Aronofsky στη σκηνοθετική καρέκλα, το σχέδιο είχε πρώτα περάσει από τον Tom Ford (με τον James Corden για τον πρώτο ρόλο) και τον George Clooney. Ο πρώτος επικαλέστηκε δημιουργικές διαφορές, ενώ ο δεύτερος πολύ γρήγορα άλλαξε γνώμη.
- Πριν βγει στο πλατό, ο Brendan Fraser περνούσε καθημερινά 4 ώρες στην καρέκλα του προσθετικού μακιγιάζ. Αυτά που τοποθετούνταν πάνω του ζύγιζαν 136 κιλά! Χρειάστηκε όμως να περάσει και ειδική εκπαίδευση με χορογράφο, ώστε να αντιληφθεί το πώς κινείται ένα άτομο τέτοιου βάρους.
- Η προβολή του είναι σε κάδρο 1.33:1 (4:3).
- Την πρεμιέρα στο φεστιβάλ Βενετίας ακολούθησε όρθιο χειροκρότημα επί 6 λεπτά. Σε αυτό το σημείο η κάμερα έπιασε τον Fraser να κλαίει από συγκίνηση.
- Κριτική ασκήθηκε πάνω στο γεγονός ότι δεν αναζητήθηκε κάποιος υπέρβαρος ηθοποιός, αλλά προτιμήθηκε αντί αυτού το προσθετικό μακιγιάζ.
Κριτικός: Ορέστης Μαλτέζος
Έκδοση Κειμένου: 7/1/2023
Κινηματογραφική διασκευή ενός θεατρικού έργου; Η μεγάλη επιστροφή ενός πάλαι ποτέ πρωταγωνιστή; Ψυχογραφικό δράμα οσκαρικών διαστάσεων; Στο σύνολό της, η “Φάλαινα” συμφιλιώνει άξια όλα τα παραπάνω, αλλά κατορθώνει σαν κύριο χαρακτηριστικό της να πρόκειται για μια ταινία του Ντάρεν Αρονόφσκι, ικανή να καθορίσει την καριέρα όλων των εμπλεκόμενων σε αυτήν.
Είναι δύσκολο να παραμείνει κανείς αδιάφορος μπροστά στο οδυνηρό σωματικό και συναισθηματικό δράμα που εκτυλίσσεται επί της οθόνης, κυρίως χάρη στον τρόπο που του δίνει ζωή η χαρακτηριστική οπτική του Αρονόφσκι. Οι απροκάλυπτες θρησκευτικές ανησυχίες που ομογενοποιούν τη φιλμογραφία του ασχέτως είδους, εκμεταλλεύονται κάθε μικροσκοπική λεπτομέρεια του σεναρίου μετατρέποντας σε υπαρξιακή παραβολή μια ιστορία, η γλυκύτητα της οποίας από άλλα χέρια θα έπρεπε σχεδόν εξ ορισμού να δώσει ένα δακρύβρεχτο μελόδραμα.
Σε αντιπαράθεση με τον “Παλαιστή”, πέρα από τα καλλιτεχνικά ύψη που φτάνει ο Αρονόφσκι με τη “Φάλαινα” 14 χρόνια μετά, είναι και η ταινία με την οποία έχει τις περισσότερες διασυνδέσεις, αφού και σε αυτή την περίπτωση έχουμε έναν πρωταγωνιστή σε μια δίνη αυτοκαταστροφής και με φαινομενικά αξεπέραστες δυσκολίες σχέσης με τους γύρω του, στα πλαίσια μιας εμμονικά αυτοκαταστροφικής επιδίωξης ενός προσωπικού πάθους. Αντίστοιχα εδώ ο σκηνοθέτης παραμερίζει τους οπτικούς εντυπωσιασμούς, αλλά θέτει τον εαυτό του στην υπηρεσία μιας ιστορίας που δεν αποκηρύσσει ποτέ τη θεατρική της δομή. Το τετράγωνο κάδρο είναι ένα τεχνικό και εκφραστικό μέσο για να εγκλωβίσει ακόμα περισσότερο τον πρωταγωνιστή στους τοίχους του σπιτιού του και να μας αναγκάσει να παρατηρήσουμε το επιβλητικό σώμα του, σε τέλεια αντίθεση με τη γλυκιά και ευαίσθητη ψυχή του.
Ισάξια εύσημα όμως δικαιούται το σενάριο του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ, καθώς το όραμα πίσω από τη γραφή της “Φάλαινας” σίγουρα δεν είναι ούτε εύκολο ούτε παρήγορο. Ο υπέρβαρος Τσάρλι σέρνεται κυριολεκτικά μπροστά στα μάτια μας, σε μια αργή αγωνία που δεν τον αποσπά από τις επαναλαμβανόμενες απόπειρες συμφιλίωσης με την κόρη του και από τη μνήμη ενός τραγικά τελειωμένου έρωτα, που αποτελούν το έναυσμα για την καταστροφική κατάσταση της υγείας του. Όπως σε μια φαντασιακή κηδεία με τον νεκρό ακόμα ζωντανό, άνθρωποι εναλλάσσονται στο στενό διαμέρισμα του πρωταγωνιστή, βοηθώντας μας να ανασυνθέσουμε μια ζοφερή ανθρώπινη ζωή που αποτελείται από ξαφνικές απώλειες, διαλυμένα όνειρα και μια συνεχή θλίψη.
Πιστός στην ψυχολογική εμμονή του πρωταγωνιστή για εξιλέωση, ο Αρονόφσκι δεν κάνει τίποτα για να γλυκάνει την ατμόσφαιρα, ακόμα και στις κωμικές προσπάθειες μεταστροφής που επιχειρεί ο νεαρός ιεραπόστολος Τόμας. Η δουλειά που κάνει με τις εικόνες του συνοδεύεται από έναν κατακλυσμό λέξεων, ασυνήθιστο για τον σκηνοθέτη αλλά αποτελεσματικό για την ιστορία, αφού η λέξη είναι το μόνο στήριγμα του πρωταγωνιστή με τον κόσμο και η μόνη ελπίδα σωτηρίας του.
Σαφέστατα το πρώτο πράγμα στο οποίο επικεντρώνεσαι ως θεατής είναι το σώμα του Μπρένταν Φρέιζερ, θαμμένο κάτω από υπέρογκα προσθετικά, εν τούτοις είναι το ένα πράγμα το οποίο ο Αρονόφσκι μάς επιτάσσει να αγνοήσουμε, φέρνοντας μπροστά την ψυχή που κρύβεται πίσω από αυτό. Η παχυσαρκία εδώ δεν εμφανίζεται σαν πάθηση αλλά σαν σύμπτωμα, η αυτοτιμωρία που έχει επιβάλλει ο Τσάρλι στον εαυτό του, τον οποίο ο Αρονόφσκι προσεγγίζει με εξαιρετική γλυκύτητα, μεταμορφώνοντας το ντροπαλό και χαμένο πρόσωπο του Φρέιζερ στην προσωποποίηση της καλοσύνης και της αγάπης για τον πλησίον, τη στιγμή που τον φέρνει ταυτόχρονα αντιμέτωπο με τον πόνο που, ηθελημένα ή άθελα, δίκαια ή άδικα, έχει προκαλέσει στους αγαπημένους του. Τίποτα δεν είναι απλό στις διαπροσωπικές σχέσεις της «Φάλαινας» και κάθε χαρακτήρας εισχωρεί στην ιστορία με το δικό του βάρος ευθυνών αλλά και το δικαίωμα στη ζωή και τις επιλογές του.
Παρότι το υπόλοιπο καστ ανταποκρίνεται επάξια στους διαλόγους που καλείται να ερμηνεύσει, δεν κατορθώνει ποτέ να σπάσει τη θεατρικότητα και να δώσει πραγματική ζωή στους χαρακτήρες που ενσαρκώνει. Η έφηβη Έλι της Σάντι Σινκ είναι ένα αγανακτισμένο παιδί που μου είναι αδιανόητο να φανταστώ πώς δρα στην καθημερινότητά της όταν δεν βράζει από μίσος για τον αηδιαστικό κόσμο και για τον πατέρα της. Ο φανατικός ιεραπόστολος Τόμας του Τάι Σίμπκινς φαίνεται παρομοίως επινοημένος ώστε να καταργείται η ύπαρξή του τη στιγμή που αποχωρεί από το σπίτι του Τσάρλι, παρά τις αποκαλύψεις γύρω και από τους δύο χαρακτήρες που παρέχουν μια σημαντική εμβάθυνση και κατανόηση για τις πράξεις τους. Ακόμα και η συγκλονιστική Σαμάνθα Μόρτον που ηλεκτρίζει τη μία της σκηνή ως η πικρή αλκοολική πρώην σύζυγος του Τσάρλι, σβήνει απότομα μόλις χάνεται από την οθόνη.
Μόνο η Λιζ της Χονγκ Τσάου εισχωρεί στην οθόνη κουβαλώντας μαζί της όλον της τον κόσμο, με τον ίδιο τρόπο που αποτελεί για τον Τσάρλι τη μοναδική πρακτική επαφή με τη ζωή «εκεί έξω». Αληθινή μέχρι το κόκαλο, με κάθε κοφτή και αποφασιστική χειρονομία της να εξωτερικεύει μια αέναη πάλη ανάμεσα στο καθήκον της να σεβαστεί τις επιθυμίες του φίλου της και στην επιθυμία της να τον κρατήσει στη ζωή. Διόλου τυχαία μία από τις πιο συγκινητικές στιγμές της “Φάλαινας”, περισσότερο κι από το υπερβατικό και μεταφορικό φινάλε, είναι όταν μετά από ακόμα μια διαφωνία με τον Τσάρλι για την άρνησή του να ζητήσει ιατρική βοήθεια, του δίνει ένα σάντουιτς ως προσφορά ειρήνης, την οποία ακολουθεί μια εξουθενωτική παραίτηση με τη φράση “Δεν ξέρω τι κάνω”.
Όπως ο Μίκι Ρουρκ στον “Παλαιστή”, έτσι και ο Τσάρλι της “Φάλαινας” μάς υπενθυμίζει ότι υπάρχει κάτι χειρότερο από τον θάνατο: το να αφήνεις τον εαυτό σου να σκοτωθεί σιγά-σιγά από ένα φθαρμένο σώμα, αποτέλεσμα των τύψεων για ένα αδιόρθωτο παρελθόν. Και το κάνει μέσω μιας έκρηξης θετικών συναισθημάτων, ικανής να αφήσει βαθιά συγκλονισμένους και τους πιο ψυχρούς θεατές, λέγοντας επίσης πολλά για τον ίδιο τον Αρονόφσκι, όχι πάντα χαϊδεμένο από το κοινό και τους κριτικούς, αλλά διαρκώς πιστό στο προσωπικό και μοναδικό του όραμα για την τέχνη και την αφήγηση.
Βαθμολογία:
5/5 ούτε συζήτηση. Όλες οι ταινίες του Arοnofski είναι αριστουργήματα εκτός από αυτές που πέρναγε μια φάση με το υπερφυσικό.. Αριστιυργήματα είναι το Π, requiem, wrestler και black swan