Τα πράγματα φαντάζουν ομαλά, μέχρι που δύο παιδιά ανακαλύπτουν πως ο παππούς και η γιαγιά είναι μπλεγμένοι σε κάτι σκοτεινό, όταν πηγαίνουν να μείνουν μαζί τους σε μια απόμερη φάρμα της Πενσιλβάνια, αφού η μητέρα τους βρίσκεται σε διακοπές. Τους έχουν προειδοποιήσει να μη βγαίνουν από το δωμάτιο τους μετά 9 και μισή τη νύχτα, αλλά αυτοί θα το κάνουν. Έντρομοι, καλούν μέσω του ίντερνετ τη μητέρα τους για βοήθεια, αλλά το μόνο που συνειδητοποιούν είναι ότι είναι ολομόναχοι έναντι αυτών των φαινομενικά φιλήσυχων γέρων.
Σκηνοθεσία:
M. Night Shyamalan
Κύριοι Ρόλοι:
Olivia DeJonge … Becca Jamison
Ed Oxenbould … Tyler Jamison
Deanna Dunagan … Marja Bella ‘Nana’ Jamison
Peter McRobbie … Frederick Spencer ‘Pop Pop’ Jamison
Kathryn Hahn … Loretta Jamison
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: M. Night Shyamalan
Παραγωγή: Marc Bienstock, Jason Blum, M. Night Shyamalan
Φωτογραφία: Maryse Alberti
Μοντάζ: Luke Ciarrocchi
Σκηνικά: Naaman Marshall
Κοστούμια: Amy Westcott
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Visit
- Ελληνικός Τίτλος: Η Επίσκεψη
Παραλειπόμενα
- Μετά από δύο σερί εμπορικές αποτυχίες, ο M. Night Shyamalan έβαλε από την τσέπη του τα 5 εκατομμύρια δολάρια που χρειάστηκαν για να γίνει αυτή η ταινία.
- Ανήκει στο υποείδος του found-footage, αν και δεν ακολουθάει πιστά όλους τους κανόνες.
- Παρότι ήταν χιλιάδες που πέρασαν από οντισιόν στις ΗΠΑ για τους ρόλους των δύο παιδιών (κάτι που ο Shyamalan αποκάλεσε ως “το απόλυτο σμήνος”), ο σκηνοθέτης επέλεξε δύο άγνωστα παιδιά από την Αυστραλία.
- Έχοντας στα χέρια του ένα πρόχειρο μοντάζ, ο Shyamalan αναζήτησε στούντιο για τη διανομή, αλλά κανένα δεν έδινε το οκ. Ο ίδιος παραδέχτηκε ότι αυτό το μοντάζ αφορούσε περισσότερο μια ταινία τέχνης παρά τρόμου. Ξεκίνησε λοιπόν πάλι από την αρχή, κι αυτή τη φορά τού βγήκε κωμωδία. Εντέλει στην τρίτη προσπάθεια βγήκε το επιθυμητό θρίλερ, με το οποίο προσέγγισε επιτυχημένα τη Universal Pictures, με την Blumhouse Productions να συνυπογράφει την παραγωγή.
- Η πλέον φτηνή στην κατασκευή της ταινία για τον Shyamalan, που απέφερε όμως από τα ταμεία 98,5. Ο σκηνοθέτης είχε κρατήσει μια λίστα με τα στελέχη των στούντιο που είχαν απορρίψει την ταινία του, και το 2018 είχε πει ότι οι περισσότεροι είχαν ήδη χάσει τις δουλειές τους.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Όπως είναι το φυσιολογικό σε μια found-footage ταινία, δεν γράφτηκε κάποια μουσική. Παρόλα αυτά, ο Paul Cantelon υπογράφει το θέμα του επιλόγου.
Κριτικός: Βασίλης Καγιογλίδης
Έκδοση Κειμένου: 13/10/2015
Απέχοντας αρκετά από τη σκηνοθετική λογική των ψυχολογικών θρίλερ που ακολουθούσε για χρόνια αλλά με την αγάπη στο ανατρεπτικό – λυτρωτικό χιτ των φινάλε να παραμένει ακέραια, ο M. Night Shyamalan αναμετράται με ένα σινεμά που γνωρίζει (;) και αποπειράται να ξορκίσει τους κακούς του δαίμονες. Μετά από μια σειρά αποτυχιών, που ξεκινούν με το Lady in the Water και καταλήγουν στο σήμερα, ο Shyamalan χρειαζόταν μία τονωτική καλλιτεχνική ένεση, η οποία έρχεται χωρίς αμφιβολία με το The Visit.
Το The Visit, λοιπόν, χωρίς ισχυρό συναισθηματικό πυρήνα, διαθέτει αρκετά στοιχεία της ιδιοσυγκρασίας του δημιουργού του, που μπλέκονται χαοτικά μεταξύ τους αλλά προσδίδουν μία γοητεία σε αυτό. Είναι ένα φιλμ πολιτικά ορθό, που ακολουθεί σκηνοθετικά την πεπατημένη των ημερών μας και αφουγκράζεται πλήρως τον παλμό ενός νεότερου κοινού το οποίο ο Ινδός δημιουργός συνήθιζε να βάζει σε δεύτερη μοίρα. Αυτό στον αντίποδα, θα μπορούσε να μετατραπεί στο μεγαλύτερο ελάττωμά του, γιατί από τη στιγμή που ξεπερνάει τη σκόπελο της καλλιτεχνικής αναγέννησης και πετυχαίνει να δηλώσει παρών, ρισκάρει να αναμετρηθεί και να ξεχωρίσει απ` οτιδήποτε παρόμοιο κυκλοφορεί σήμερα. Σε εκείνο το σημείο έρχεται να μπει εμφατικά η αφήγηση, η οπτικοποίηση του τρόμου κατά Shyamalan και η σεναριακή κλιμάκωση, με σκοπό να αποκλεισθεί ένα προαναφερόμενου τύπου δημιουργικό ολίσθημα. Ο Shyamalan χειριζόμενος τον τρόμο με μέτρο αν και ορισμένες φορές λίγο πάνω από τις σωστές του διαστάσεις, διασώζει την καλόβολη αλλά συνήθως βραχύβια ψευτοντοκιμαντερίστικη διάθεση, ενώ δεν φανερώνει τα μεγάλα του μυστικά παρά πλησίον του επιλόγου, φροντίζοντας παράλληλα να καλύψει και τυχόν κενά.
Σίγουρα πρόκειται για μια διαφορετική, αναφορικά με το βιογραφικό του δημιουργού της, ταινία. Εμφανώς εμπορική, με άνισες ερμηνείες και με μία έντονη κωμική διάθεση. Θολή ως προς το αν έγινε πομπώδης από επιλογή ή από αμέλεια, έχει μία καθαρή εισπρακτική στόχευση και μία διάθεση να απομυθοποιήσει, έστω και κεκαλυμμένα, το τρίπτυχο The Village, Sixth Sense και Psycho. Είναι παράξενη και χαοτικά συγκρουσιακή, ειδικά στα σημεία που επιχειρεί σοβαρή ενδοσκόπηση με ένα τόνο που ακροβατεί ανάμεσα στο αισθητικά γελοίο και το απολύτως σοβαρό. Παλεύει με το είναι της, αλλά είναι παράδοξα ελκυστική. Ακόμα και αν δεν πρόκειται για τη «μεγάλη» ταινία, προδίδει μία έντονη διάθεση του δημιουργού της προς αυτογνωσία και ως έναν βαθμό σε αυτολογοκρισία.
Βαθμολογία: