Σκωτία, 1900. Σε ένα απομονωμένο νησί 20 μίλια μακριά από τη σκωτσέζικη στεριά, τρεις φαροφύλακες καταφτάνουν για την εξαήμερη βάρδια τους. Καθώς ο Τόμας, ο Τζέιμς και ο Ντόναλντ καταστρώνουν τη συνηθισμένη τους όσο και ήρεμη ρουτίνα, κάτι απρόβλεπτο συμβαίνει, κάτι από αυτά που σου αλλάζει για πάντα τη ζωή: πέφτουν πάνω σε χρυσάφι. Από πού ήρθε και σε ποιον ανήκει; Μια βάρκα εμφανίζεται σε απόσταση, που ίσως έχει την απάντηση στα ερωτήματα τους.

Σκηνοθεσία:

Kristoffer Nyholm

Κύριοι Ρόλοι:

Gerard Butler … James Ducat

Peter Mullan … Thomas Marshall

Connor Swindells … Donald McArthur

Soren Malling … Locke

Olafur Darri Olafsson … Boor

Gary Lewis … Kenny

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Joe Bone, Celyn Jones

Παραγωγή: Gerard Butler, Andy Evans, Maurice Fadida, Sean Marley, Jason Seagraves, Ade Shannon, Alan Siegel

Μουσική: Benjamin Wallfisch

Φωτογραφία: Jorgen Johansson

Μοντάζ: Morten Hojbjerg

Σκηνικά: Jacqueline Abrahams

Κοστούμια: Pam Downe

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Vanishing
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Φαροφύλακας
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Keepers

Παραλειπόμενα

  • Πέρα από τα γεγονότα που παρακολουθούμε στην ταινία, το στόρι βασίζεται σε μια αληθινή και μυστηριώδη περίπτωση εξαφάνισης που δεν λύθηκε ποτέ.
  • Κινηματογραφικό σκηνοθετικό ντεμπούτο για τον Kristoffer Nyholm.
  • Τα γυρίσματα του ενός φάρου που βλέπουμε έγιναν σε τέσσερις διαφορετικούς.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 14/1/2019

Δεν είναι πάντα αρετή για μια ταινία να παραπέμπει σε παλιότερους χρόνους, ούτε καν αν θυμίζει κάποιες καλές στιγμές του κινηματογράφου. Ο πρωτάρης στα μεγάλα πλατό δανός Kristoffer Nyholm τιμά την καταγωγή του και το γεγονός ότι είναι μιας ηλικίας, παρουσιάζοντας μας μια ταινία αγωνίας παλιάς νοοτροπίας και κοπής. Βασικά, ανατρέχουμε από τη δεκαετία του 1970 και πριν για να βρούμε παρόμοιες παραγωγές, επικεντρωμένες όχι τόσο στα γεγονότα, αλλά στον ανθρώπινο παράγοντα. Μα μιλάμε και για εποχές και δείγματα ανθρώπων που ο παράγοντας αυτός σπάνια είχε μια ξεχωριστή υπόσταση, μια και έχουμε μια ανθρωπότητα που δεν είχε παρασυρθεί ακόμα από την πολυπλοκότητα των σύγχρονων καιρών.

Από τη στιγμή που η ταινία αναφέρεται στις αρχές του 20ού αιώνα, δεν μπορούμε παρά να παραδεχτούμε ότι ο Nyholm κάνει σπουδαία δουλειά ως προς τον τρόπο παρουσίασης των πραγμάτων. Οι τρεις ήρωες πράγματι ανήκουν σε μια λογική άλλων χρόνων, πείθουν ότι είναι αυτό που τους θέλει το στόρι, και κυρίως δεν «μυρίζουν» καθόλου «σήμερα», ένα πρόβλημα που γενικά συχνά συναντάμε στο μη καθαυτού δραματικό σινεμά εποχής. Είναι απλοί άνθρωποι, ο καθένας με την ιστορία του και τους προσωπικούς του δαίμονες, αλλά κανένας τους υπεράνθρωπος, τόσο στα χέρια όσο και στον νου. Το υπερβολικά λιτό σκηνικό βοηθάει τα μέγιστα στην απλοποίηση των κινήσεων τους, ενώ και οι νέες παρουσίες που θα μπουν στο προσκήνιο ακολουθούν πιστά την ίδια λογική.

Αλλά αυτό, στα μάτια ενός σύγχρονου θεατή στον οποίο και η ταινία απευθύνεται, δεν μοιάζει κάπως μονοδιάστατο; Φοβάμαι πως ναι. Μπορεί μεν οι χαρακτήρες να αναλύονται όμορφα επί του έργου, αυτό όμως δεν τους κάνει και ξεχωριστούς. Θεμιτή η πραγματικότητα, αλλά όταν μιλάμε για κινηματογράφο και δη ψυχολογικό θρίλερ, θα προτιμούσαμε ήρωες με μοναδική, ίσως κι εξωπραγματική διάσταση. Έτσι κι αλλιώς, δεν υπάρχει κάτι εδώ που έχουμε να διδαχτούμε με την όλη απλότητα. Μιλάμε για καταστάσεις που αφορούν λίγους, και ακόμα λιγότεροι πλέον ενδιαφέρονται άμεσα για αυτές. Έτσι, αυτό το «νορμάλ» καταλήγει να γίνεται αφόρητα «θετικό», σε σημείο να μοιάζει με κλασικό εικονογραφημένο.

Την ίδια λογική ακολουθάει και η δράση, όταν μπαίνει για τα καλά στο προσκήνιο. Οι δοκιμασμένοι από τη βιοπάλη ήρωες δεν έχουν τις αντοχές και σπάνε. Δεν είναι πια ούτε ο χρυσός, όσο απίστευτη τύχη κι αν είναι για τα δεδομένα τους, που θα επιφέρει το προαναφερθέν από τον πρόλογο κακό. Κι αυτό ενώ δεν προσβάλει ποτέ τον θεατή, μειώνει δραστικά τη δυναμική της ταινίας, μια και δεν μιλάμε πρωτίστως για δράμα χαρακτήρων. Κι αν αυτό το δράμα συνυπάρχει με την αγωνία, δεν είναι ποτέ πολύπλοκο.

Παρά ταύτα, η ταινία δεν σε προδίδει κιόλας. Μοιάζει κάπως λίγη όταν τελειώνει, αλλά δεν σε ωθεί ποτέ κατά τη διάρκεια να την εγκαταλείψεις. Σου διατηρεί το ενδιαφέρον εν μέρει με μια αγωνία-απορία περί του πώς θα καταλήξει, εν μέρει ως μια κατά περίσταση ντοκιμαντερίστικη ματιά πάνω σε καταστάσεις που ζούνε λίγοι. Ο περιβάλλον χώρος, δε, είναι πανέμορφος, ορθάνοιχτος προς όλους τους ορίζοντες, και την ίδια ώρα αποπνιχτικά κλειστοφοβικός, κάτι που προσδίδει μια επιπλέον έλξη για τον θεατή.

Εντέλει, μιλάμε για μια ταινία που ενώ θα μπορούσε κανείς να κρίνει ως καλή, έχει βγει σε τελείως λάθος εποχή. Επιλέγοντας να στηριχτεί υπερβολικά και στη θριλερική του διάσταση, χάνει την ευκαιρία να βγάλει ζουμί από την απλή ανάλυση μιας άλλης εποχής και νοοτροπίας. Όπως όμως και να έχει, η ταινία παρακολουθείται άνετα, έστω και αν δεν αφήνει εντέλει πολλά να κρατήσεις μαζί σου για μετά τη θέαση.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *