Απογοητευμένος από τη διεύθυνση της καθολικής εκκλησίας, ο καρδινάλιος Μπεργκόλιο αιτείται από τον πάπα Βενέδικτο να αποσυρθεί, το 2012. Αντί αυτού, αντιμέτωπος με σκάνδαλο και εσωτερικές αμφιβολίες, ο ενδοσκοπικός πάπας καλεί τον σκληρότερο επικριτή του, αλλά και διάδοχο στη Ρώμη, ώστε να του αποκαλύψει ένα μυστικό που θα συντάρασσε τα θεμέλια της παπικής εκκλησίας. Πίσω από τα τείχη του Βατικανού, μια μάχη ανάμεσα στην παράδοση και την πρόοδο, την ενοχή και τη συγχώρεση επιτελείται, καθώς αυτοί οι τόσο διαφορετικοί άντρες έρχονται αντιμέτωποι με το παρελθόν τους, με απώτερο στόχο να βρουν κοινό έδαφος, και να χτίσουν το μέλλον δισεκατομμυρίων πιστών ανά τον πλανήτη.

Σκηνοθεσία:

Fernando Meirelles

Κύριοι Ρόλοι:

Jonathan Pryce … καρδινάλιος Jorge Mario Bergoglio

Anthony Hopkins … πάπας Benedict

Juan Minujin … Jorge Mario Bergoglio (νεαρός)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Anthony McCarten

Παραγωγή: Tracey Seaward

Μουσική: Bryce Dessner

Φωτογραφία: Cesar Charlone

Μοντάζ: Fernando Stutz

Σκηνικά: Mark Tildesley

Κοστούμια: Luca Canfora

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Two Popes
  • Ελληνικός Τίτλος: Οι Δύο Πάπες

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ πρώτου αντρικού ρόλου (Jonathan Pryce), δεύτερου αντρικού ρόλου (Anthony Hopkins) και διασκευασμένου σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (δράμα), πρώτου αντρικού ρόλου (Jonathan Pryce) σε δράμα, δεύτερου αντρικού ρόλου (Anthony Hopkins) και σεναρίου.
  • Υποψήφιο για Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας, πρώτου αντρικού ρόλου (Jonathan Pryce), δεύτερου αντρικού ρόλου (Anthony Hopkins), σεναρίου και κάστινγκ.

Παραλειπόμενα

  • Μια παραγωγή του Netflix, με μερική διανομή στις αίθουσες και κατευθείαν στη συνδρομητική του πλατφόρμα.
  • Για την ταινία αναδημιουργήθηκε το εσωτερικό της Καπέλα Σιστίνα σε κανονικό μέγεθος εντός των στούντιο της Cinecitta (οι τοίχοι διακομίσθηκαν με αυτοκόλλητα). Για την πλατεία του Αγίου Πέτρου επιστρατεύτηκε η ψηφιακή τεχνολογία.
  • Ο Jonathan Pryce σχολίασε την ομοιότητα του με τον αληθινό πάπα Φρανσίσκο (επί της ταινίας, ακόμα καρδινάλιο Jorge Mario Bergoglio, πριν πάρει το χρίσμα), λέγοντας ότι την ημέρα που ανακηρύχτηκε ο πάπας ως επικεφαλής της καθολικής εκκλησίας, το ίντερνετ ήταν γεμάτο φωτογραφίες αυτού αλλά και δικές του. Ακόμα και ο γιος του τον ρωτούσε αν ήταν στην πραγματικότητα ο πάπας!
  • Παρότι αρκετό υλικό είναι παρμένο από δημοσιευμένους διαλόγους και ομιλίες, τα περισσότερα από όσα βλέπουμε είναι μυθοπλαστικά.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 11/12/2019

Πολλά μπορούν να ειπωθούν εδώ για το πώς το όλο εγχείρημα μοιάζει να έχει πάρει δολίως εργολαβία να αποκαταστήσει την εικόνα του καθολικισμού απέναντι στους πιστούς που τον απαρτίζουν. Καταλαβαίνει κανείς πόσο απαραίτητη στρατηγικά υπήρξε από συγκεκριμένους κύκλους μια τέτοια κίνηση, μετά και από τα απανωτά πλήγματα που προκλήθηκαν εναντίον του θεσμού, εξαιτίας της αποκάλυψης των κατά συρροή σεξουαλικών κακοποιήσεων από μέρος των λειτουργών του. Ο ίδιος ο Anthony McCarten, πάντως, που εδώ διασκευάζει σεναριακά ένα θεατρικό έργο του, ισχυρίζεται πως δεν ασκεί πλέον τα θρησκευτικά του καθήκοντα, όντας αναθρεμμένος ως καθολικός, εν αντιθέσει με τον Fernando Meirelles του διαμετρήματος της «Πόλης του Θεού» που δεν έχει αποκηρύξει αυτήν του την ταυτότητα, και που είχε να κάτσει πίσω από την κάμερα εδώ και οκτώ χρόνια. Με όλα αυτά τα δεδομένα, το αποτέλεσμα θα έπρεπε να είναι καταδικασμένο ηθικά και καλλιτεχνικά από τα αποδυτήρια. Και όμως, λειτουργεί…

Οι λόγοι για αυτό είναι πολλοί. Πρωτίστως, το γεγονός πως το κείμενο, ορθώς, εστιάζει κυρίως στον ρόλο του θρησκευτικού αρχηγού ως διαμορφωτή συνείδησης και πολιτικής σκέψης, πέρα από τα στεγανά του δόγματός του, στο πώς μπορεί να ασκήσει θετική ή αρνητική επιρροή στην ευρέως εννοούμενη κοινωνία των πολιτών και να κινήσει εμμέσως το εκκρεμές της ιστορίας προς μια συγκεκριμένη κατεύθυνση. Έτσι, το σύνολο ξεφεύγει σε σημαντικό βαθμό από τα στενά όρια της εσωτερικής κατανάλωσης και της αυλοκολακείας του Βατικανού.

Επιπλέον, ακόμη κι αν η ματιά του σεναρίου απέχει πολύ από το να είναι καυστική λόγω του ότι είναι φιλοκαθολική, υπάρχει μια έστω στοιχειώδης εμβάθυνση στις πιο σκοτεινές πλευρές των δύο αληθινών προσωπικοτήτων, με έναν τόνο εσκεμμένα εξομολογητικό. Ειδικά μάλιστα όταν εξερευνούνται αυτές του εν ενεργεία πάπα μέσω εκτεταμένων φλας-μπακ (που σπάνε και τη θεατρικότητα που επικρατεί μέχρι αυτό το σημείο λόγω πρωτογενούς υλικού), το φιλμ αποκτά μια δυναμικότητα που δεν εμφανίζεται στον ίδιο βαθμό όταν ο φακός περιορίζεται στο να απεικονίσει τη φιλική σχέση που αναπτύσσεται σταδιακά μεταξύ των δύο ανδρών. Πάντως, με το όνομα που κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη, θα περίμενε κάποιος μια πιο συγκροτημένη ματιά στην κινηματογράφηση, η οποία αμφιταλαντεύεται μεταξύ ντοκιμαντεριστικού ύφους και στιλιζαρίσματος, γέρνοντας μεν περισσότερο προς το πρώτο, χωρίς όμως να το ασπάζεται ποτέ πλήρως. Όταν παρουσιάζεται χιούμορ είναι μεν καλοδεχούμενο, η ανάμειξή του με το δραματικό στοιχείο όμως θα έπρεπε να γίνει πιο αρμονικά, έτσι ώστε όταν υπάρχει η εναλλαγή από τη σοβαρότητα στην ελαφρότητα και τούμπαλιν, να μη φαίνεται ότι η ταινία «αγκομαχά» για να διατηρήσει μια ισορροπία. Όσον αφορά το διαλεκτικό πινγκ πονγκ που διαδραματίζεται μεταξύ των πρωταγωνιστών, είναι τόσο απολαυστικό και καλογραμμένο που σχεδόν στηρίζει από μόνο του την όλη προσπάθεια.

Φυσικά, ο Meirelles έχει την τύχη να δουλεύει με δυο ερμηνευτές όχι μονάχα αποδεδειγμένα υψηλών δυνατοτήτων, αλλά και που φαίνεται να έχουν αφοσιωθεί ουσιαστικά σε αυτό που τους ανατίθεται εδώ. Η ξιφομαχία μεταξύ της καθόλου γλυκερά δοσμένης ευγενούς καλοσύνης του Jonathan Pryce και της εγκρατούς αυστηρότητας του Anthony Hopkins παράγει σπινθήρες. Και παρόλο που είναι η χημεία μεταξύ τους που κλέβει την παράσταση, οι δυο βετεράνοι ηθοποιοί συνθέτουν πορτρέτα που μπορούν με άνεση να σταθούν και μόνα τους, δίχως την εξάρτηση από το έτερό τους ήμισυ.

Οι ενστάσεις για το πονηρό των δημιουργικών προθέσεων που βρίσκονται εδώ παραμένουν, αλλά υπάρχουν αρκετές αρετές για να τις κάμψουν μερικώς, όπως και μια αδιαμφισβήτητη πρόθεση να απευθυνθεί το όλο πακέτο σε ένα κοινό πολύ ευρύτερο από τις τάξεις του καθολικισμού, βάζοντας ως πρώτο στοιχείο στην εξίσωση αυτό του ανθρωπισμού. Λειτουργώντας τόσο ως ένα σύγχρονο καπρικό παραμύθι όσο και ως ένα εναλλακτικό buddy-movie, οι «Δύο Πάπες» αποτελούν ξεκάθαρα σινεμά κοινού που ταυτόχρονα δεν κάνει ποιοτικές εκπτώσεις για να μεγαλώσει την πίτα των θεατών στην οποία απευθύνεται.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

11 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *