1889. Ο Φρίντριχ Νίτσε γίνεται μάρτυρας του μαστιγώματος ενός αλόγου, ενώ ταξιδεύει στο Τορίνο της Ιταλίας. Κι ενώ προσπαθεί να το προστατεύσει, τελικά καταρρέει στο έδαφος. Σε λιγότερο από έναν μήνα, ο φιλόσοφος θα διαγνωστεί με μια σοβαρή ψυχική ασθένεια που θα τον κρατήσει κλινήρη στο κρεβάτι μέχρι τον θάνατό του. Αλλά τι συνέβη με το άλογο; Επακολουθεί η περιγραφή της δύσκολης ζωής του οδηγού του κάρου, της κόρης του και του αλόγου. Και μας δείχνει πως τρία απλά πράγματα, ένας αγρότης, μια κόρη κι ένα γέρικο και κουρασμένο άλογο, μπορούν να συνθέτουν μια τραγική ιστορία.

Σκηνοθεσία:

Bela Tarr

Agnes Hranitzky (βοηθητική)

Κύριοι Ρόλοι:

Janos Derzsi … ο σταβλίτης

Erika Bok … η κόρη του σταβλίτη

Mihaly Kormos … Bernhard

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Laszlo Krasznahorkai, Bela Tarr

Παραγωγή: Martin Hagemann, Juliette Lepoutre, Marie-Pierre Macia, Gabor Teni, Ruth Waldburger

Μουσική: Mihaly Vig

Φωτογραφία: Fred Kelemen

Μοντάζ: Agnes Hranitzky

Σκηνικά: Laszlo Rajk

 

  • Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
  • Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

Αυθεντικός Τίτλος: A Torinoi Lo

Ελληνικός Τίτλος: Το Άλογο του Τορίνο

Διεθνής Τίτλος: The Turin Horse

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Βερολίνου. Μεγάλο βραβείο επιτροπής και βραβείο FIPRESCI.
  • Υποψήφιο για σκηνοθεσία, μουσική και φωτογραφία στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.
  • Επίσημη πρόταση της Ουγγαρίας για το ξενόγλωσσο Όσκαρ.

Παραλειπόμενα

  • Όλη η ταινία είναι γυρισμένη σε 30 μονόπλανα.
  • Αφού το είχε αναβάλει και κάποιες άλλες φορές, ο Bela Tarr ανακοίνωσε πως αυτή είναι η τελευταία του ταινία.
  • Η ουγγρική πρεμιέρα καθυστέρησε λόγω κάποιων δηλώσεων του σκηνοθέτη κατά της κυβέρνησης.
  • Η ιστορία ξεκινάει με μια φήμη που υπάρχει πάνω στον θάνατο του Nietzsche, η οποία έγινε γνωστή στον δημιουργό από τον Laszlo Krasznahorkai, κατά τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Από τότε ο Tarr αναρωτήθηκε το τι να συνέβη στο άλογο, και το 1990 είχαν έτοιμο οι δυο τους το στόρι. Το είχε βάλει τότε όμως στην άκρη για να αφοσιωθεί στο Satantango.
  • Το αρχικό πλάνο ήταν να τελειώσει το γύρισμα μέχρι τον Απρίλιο του 2009, ώστε να προλάβει το φεστιβάλ των Κανών εκείνης της χρονιάς. Οι καθυστερήσεις όμως ήταν πολλές, με αποτέλεσμα η ταινία να κάνει εντέλει πρεμιέρα στο Βερολίνο το 2011.

Εξωτερικοί Σύνδεσμοι

Κριτικός: Χάρης Καλογερόπουλος

Έκδοση Κειμένου: 6/4/2011

Ένας αφηγητής μάς λέει, σε μαύρη οθόνη, ότι μια μέρα του 1889, ο Νίτσε βλέπει έναν χωρικό να μαστιγώνει το άλογό του, καθοδόν για το Τορίνο. Ο Νίτσε πέφτει να αγκαλιάσει το άλογο και σωριάζεται κάτω. Από τότε και για τα επόμενα 11 χρόνια μέχρι το θάνατό του, μένει κατάκοιτος και άφωνος. Ο Ούγγρος σκηνοθέτης Bela Tarr δημιουργεί μια φανταστική ιστορία για την ζωή αυτού του χωρικού, χρησιμοποιώντας τον Νίτσε ως ένα κλειδί για την αλληγορία του έργου που αφορά ένα «τέλος του πολιτισμού».

Ο χωρικός ζει με την κόρη του σε ένα αγροτόσπιτο σε χέρσο έδαφος, στη μέση του πουθενά. Στις έξι μέρες που παρακολουθούμε τις ζωές τους, ένας ανελέητος, μανιασμένος άνεμος σφυροκοπά το σπίτι και ξυρίζει τα κλαδιά ελάχιστων γυμνών δέντρων. Τα δεξί χέρι του πατέρα είναι παράλυτο και οι δυο έχουν καταθλιπτικό ύφος, μιλούν ελάχιστα (όλο το σενάριο, μια σελίδα), το γέρικο άλογο αρχίζει να μην υπακούει, να μην τρώει, να μην πίνει νερό, αργοπεθαίνει, ενώ σε λίγες μέρες το πηγάδι στερεύει. Πρέπει να μετακομίσουν αλλά δεν τα καταφέρνουν, την πέμπτη μέρα σκέφτονται μήπως προσπαθήσουν την επόμενη, αλλά το πρωί μοιάζουν να έχουν εγκαταλείψει κάθε θέληση για ζωή. Μοναδικά περιστατικά: τη δεύτερη μέρα έρχεται ένα γνωστός να ζητήσει ένα μπουκάλι ποτό, βγάζοντας και ένα λογύδριο περί του ότι «όλα έχουν εξευτελιστεί, όλα έχουν ξοφλήσει». Και μια άλλη μέρα, μια άμαξα με τσιγγάνους περνά από το πηγάδι και τους ενοχλούν για λίγα λεπτά.

Η ταινία κυλά χωρίς να συμβαίνει τίποτε άλλο από μια ρουτίνα. Να φάνε την πατάτα τους, να ντυθούν, να ξεντυθούν, να ανοίξουν την πόρτα του στάβλου, να κλείσουν την πόρτα του στάβλου, να προσπαθήσουν να ταΐσουν το άλογο, τέτοια. Ο Tarr με τραχιά ασπρόμαυρη φωτογραφία και μια επαναλαμβανόμενη πένθιμη μελωδική γραμμή που μινιμαλιστικά διατρέχει όλο το φιλμ, ψιθυρίζει ένα ρέκβιεμ πάνω σε ένα «τέλος του ανθρώπου», καθαρά ποιητικής τάξης. Δεν σχολιάζει κοινωνικές παραμέτρους, δεν κάνει καμιά πολιτική, απλά τραγουδάει πένθιμα και για 140 λεπτά. Θέλει απλά να παρασύρει τον θεατή σε μια γεύση απελπισίας. Και το κατορθώνει με διπλό τρόπο. Και με την τέχνη του και με την αφηγηματική βραδύτητα που εξοντώνει. Αν το Αρμονίες του Βερκμάιστερ μού φάνηκε κάποιες φορές κουραστικό (ενδιαφέρον ωστόσο), αυτό το βίωσα ως Γολγοθά. Επειδή οι παλιοί είδαμε στα 1960 πολλά τέτοια πειράματα, ίσως δεν έχουμε πια τέτοιες αντοχές. Είναι ένα φιλμ για νεαρούς σινεφίλ, ακόρεστους ακόμη και με αντοχή νεύρων. Πάντως, πιστεύω ότι και σε 80 λεπτά, ο Tarr θα μπορούσε να πει αυτό που ήθελε. Αλλά ο ναρκισσισμός κάποιων σκηνοθετών καμιά φορά…

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

14 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *