
Ο Τρίτος Άνθρωπος
- The Third Man
- 1949
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά, Γερμανικά, Ρωσικά, Γαλλικά
- Δραματικό Θρίλερ, Θρίλερ, Μυστηρίου, Νουάρ
Ο Χόλι Μάρτινς καταφτάνει στη Βιέννη καλεσμένος από έναν φίλο του, τον Χάρι Λάιμ, αλλά μαθαίνει γρήγορα πως ο τελευταίος είναι νεκρός από αυτοκινητιστικό δυστύχημα. Όμως, δεν έχει πειστεί πως όλα είναι κανονικά, και αναζητεί τα αληθινά αίτια του θανάτου του φίλου του.
Σκηνοθεσία:
Carol Reed
Κύριοι Ρόλοι:
Joseph Cotten … Holly Martins
Alida Valli … Anna Schmidt
Orson Welles … Harry Lime
Trevor Howard … ταγματάρχης Calloway
Bernard Lee … αστυνόμος Paine
Paul Horbiger … Karl
Ernst Deutsch … ‘βαρόνος’ Kurtz
Erich Ponto … Δρ Winkel
Siegfried Breuer … Popescu
Wilfrid Hyde-White … Crabbin
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Graham Greene
Παραγωγή: Alexander Korda, Carol Reed, David O. Selznick
Μουσική: Anton Karas
Φωτογραφία: Robert Krasker
Μοντάζ: Oswald Hafenrichter
Σκηνικά: Dario Simoni
Κοστούμια: Ivy Baker
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Third Man
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Τρίτος Άνθρωπος
- Εναλλακτικός Τίτλος: Carol Reed’s Production The Third Man
- Διεθνής Εναλλακτικός Τίτλος: The 3rd Man [ΗΠΑ]
Κύριες Διακρίσεις
- Όσκαρ φωτογραφίας. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και μοντάζ.
- Βραβείο Bafta καλύτερης βρετανικής ταινίας. Υποψήφιο για καλύτερη ταινία από οποιαδήποτε προέλευση.
- Μέγα βραβείο στο φεστιβάλ Κανών.
Παραλειπόμενα
- Υποδειγματικό νουάρ που θεωρείται ως μία από τις σπουδαιότερες ταινίες της έβδομης τέχνης. Το 1999, το Βρετανικό Ινστιτούτο Κινηματογράφου το ανέδειξε ως την καλύτερη βρετανική ταινία που γυρίστηκε ποτέ.
- Για να βοηθηθεί στη συγγραφή του σεναρίου, ο Graham Greene προτίμησε να γράψει πρώτα την ιστορία υπό τη μορφή νουβέλας. Παρότι αρχικά ήθελε αυτή να έχει ιδιωτική χρήση, αποφάσισε και την έκδωσε με τον ίδιο τίτλο με της ταινίας. Ανάμεσα όμως σε αυτή και το τελικό σενάριο υπάρχουν αισθητές διαφορές. Ήταν και το μοναδικό αυθεντικό του σενάριο για το σινεμά.
- Ο σκηνοθέτης αρχικά επέμενε ο James Stewart να παίξει τον Χόλι Μάρτινς.
- Ο Noel Coward ήταν η πρώτη επιλογή του Selznick για τον Χάρι Λάιμ.
- Η τελική σκηνή έφερε σε αντιμαχία τον συγγραφέα με τον σκηνοθέτη και τον παραγωγό David O. Selznick, όπου αντίθετα με τους δύο πρώτους, ήθελε ένα happy-end. Αργότερα όμως δήλωσε πως ο σκηνοθέτης αποδείχτηκε θριαμβευτικά σωστός.
- Ο Orson Welles χρειάστηκε να εργαστεί μόνο μία βδομάδα για την ταινία.
- Όταν ο Martin Scorsese ήταν ακόμα στη σχολή κινηματογράφου και όντας θαυμαστής της ταινίας, έγραψε διατριβή πάνω σε αυτήν. Ο καθηγητής του όμως του έβαλε Β, επισημαίνοντας “ξέχασε το, είναι απλά ένα θρίλερ”…
- Στις ΗΠΑ προβλήθηκε περικομμένο 11 λεπτά, με την αρχική αφήγηση του Carol Reed να αντικαθίσταται από αφήγηση του Joseph Cotten.
- Ο Cotten επανέλαβε τον ρόλο του σε μια ραδιοφωνική εκδοχή το 1951. Και πάλι στο βρετανικό ράδιο, μια πρίκουελ σειρά με τίτλο The Adventures of Harry Lime κράτησε 52 επεισόδια. Από το 1959 ως το 1965 παίζονταν επίσης στην τηλεόραση μια spin-off σειρά με τον ίδιο τίτλο.
- Το 1999, ανακοινώθηκε πως ο John McTiernan θα έκανε ένα ριμέικ του φιλμ, με τους Liam Neeson και Ewan McGregor. Δεν έγινε βέβαια ποτέ, κι ενώ πριν από χρόνια ο διάσημος σεναριογράφος Buck Henry είχε δηλώσει πως “αν κάποιος προσπαθήσει να κάνει ριμέικ τον Τρίτο Άνθρωπο, θα πάρω ένα όπλο να τον σκοτώσω”.
- Το 2015 έγινε ολική αποκατάσταση της αυθεντικής ταινίας.
Μουσικά Παραλειπόμενα
- Η μουσική των τίτλων (The Third Man Theme), του ως τότε άγνωστου συνθέτη Anton Karas, έφτασε ψηλά στα διεθνή τσαρτ και έμεινε κλασική. Είναι παιγμένο σε γερμανική κιθάρα-άρπα (τσίτερ).
- Διαβάστε και: Ακούγοντας τον Τρίτο Άνθρωπο.
Κριτικός: Νίκος Ρέντζος
Έκδοση Κειμένου: 31/10/2014
Όταν είσαι 32 ετών, παρακολουθείς κινηματογράφο και διαβάζεις πράγματα γύρω από αυτόν από τα 15 σου και έχεις στην ταινιοθήκη σου τον Τρίτο Άνθρωπο τα τελευταία 7 χρόνια και αξιώνεσαι να τον δεις ένα μεσημέρι του 2014, νιώθεις ευτυχισμένος. Άργησα 7 χρόνια, σχεδόν είχα ξεχάσει πως είχα το φιλμ στην κατοχή μου, αλλά ένιωσα τόσο γεμάτος ανακαλύπτοντάς το, γιατί ο Τρίτος Άνθρωπος είναι μια μοναδική εμπειρία ακόμα και σήμερα, 65 χρόνια μετά τη δημιουργία του.
Από τη στιγμή που στους τίτλους έναρξης ακούς τη μελωδία του Άντον Κάρας, την οποία παίζει ο ίδιος σε ένα μουσικό όργανο με την ονομασία “τσίτερ”, νιώθεις πολύ παράξενα. Αναρωτιέσαι τι μπορεί να έχει πάει στραβά καθώς η μελωδία δε σε παραπέμπει για κανένα λόγο σε ένα φιλμ νουάρ. Από εδώ αρχίζει ήδη το παιχνίδι του σκηνοθέτη, Κάρολ Ριντ, με τους θεατές. Η απόλυτη αντίθεση της ασπρόμαυρης, βομβαρδισμένης Βιέννης και της μουσικής του Κάρας είναι κάτι που χαρακτηρίζει το φιλμ. Σχεδόν σε καμία στιγμή η μουσική δεν συνοδεύει με συμβατικό τρόπο όσα βλέπουμε. Η κηδεία του Λάιμ, το κυνηγητό στους δρόμους της Βιέννης, τα πρόσωπα, η φτώχεια, οι μαυραγορίτες, το σκοτάδι, οι φόνοι, όλα παρουσιάζονται με τη μελωδία του Κάρας. Ειρωνική διάθεση από τον Ριντ; Προσπάθεια να δείξει ακόμα και με αυτόν τρόπο το μπέρδεμα που επικρατούσε στην χωρισμένη στα τέσσερα τότε Βιέννη; Ίσως, δεν είμαι σίγουρος. Πολλές ερμηνείες μπορείς να δώσεις αλλά και πάλι δεν αλλάζει τίποτα. Στο τέλος καταλαβαίνεις ότι το ιδανικό μουσικό θέμα για τον Τρίτο Άνθρωπο ήταν αυτό του Κάρας.
Η έξοχη φωτογραφία του φιλμ (βραβεύτηκε με Όσκαρ) είναι αυτή που σου προκαλεί αμέσως μετά εντύπωση. Οι δρόμοι της Βιέννης και τα ασπρόμαυρα κάδρα έχουν από μόνα τους ζωή ενώ νιώθεις την υγρασία από τις πέτρες του δρόμου. Ο φωτισμός και τα παιχνίδια με τις σκιές και αυτά τα “στραβά” πλάνα του Ριντ δίνουν ένα μοναδικό στιλ στο φιλμ. Κοντινά πλάνα στους πρωταγωνιστές και ενώ αυτοί γυρίζουν αργά το κεφάλι τους προς την κάμερα, για να πουν την ατάκα τους ή απλώς για να κοιτάξουν με συστολή ή και καχυποψία προς κάποιον από αυτούς που μιλάνε. Έτσι, ο Ριντ δίνει το έναυσμα για να γίνει ο Τρίτος Άνθρωπος ένα δυνατό θρίλερ κι ένα παιχνίδι μυστηρίου για το θεατή, που αρχίζει να αναρωτιέται πλέον ποιος είναι ο “τρίτος άνθρωπος”.
Ο τρίτος άνθρωπος δεν είναι άλλος από τον Όρσον Ουέλς, ο οποίος κρατάει τον ρόλο κλειδί στο φιλμ. Ο Πίτερ Μπογντάνοβιτς σε μια συνέντευξή του, σε ερώτηση που του έγινε για τον Όρσον Ουέλς και τον ρόλο του στον Τρίτο Άνθρωπο, αποκάλεσε το ρόλο του Ουέλς το καλύτερο star part στην ιστορία του κινηματογράφου. Εξηγώντας τι είναι το star part, ο Μπογκντάνοβιτς είπε πως όταν αναφέρεις από την αρχή ενός φιλμ ή ενός θεατρικού συνεχώς ένα χαρακτήρα, ο οποίος δεν έχει κάνει την εμφάνισή του ακόμα, προετοιμάζοντας έτσι το θεατή για την πιθανή είσοδό του κάποια στιγμή, αυτό κάνει αυτομάτως το χαρακτήρα αυτό, τον star του φιλμ. Δεν ξέρω κατά πόσο ο όρος star part χρησιμοποιείται, πάντως σίγουρα ο ρόλος του Ουέλς στο φιλμ είναι ακριβώς αυτό. Όλοι μιλάνε γι αυτόν και όταν κάνει την είσοδό του, γράφει κινηματογραφική ιστορία. Η γάτα, τα παπούτσια, η σκιά στο πρόσωπο και ο φωτισμός που αποκαλύπτει τελικά το όχι και τόσο αθώο πρόσωπο που υποδύεται ο Ουέλς. Εξαιρετική σκηνή!
Ουέλς και Κότεν θα μοιραστούν την (ακόμα μία) κλασική σκηνή στη ρόδα του Λούνα Παρκ, με τον Ουέλς να έχει έναν από τους πιο κλασικούς μονολόγους του παγκόσμιου κινηματογράφου και τον Κότεν να στέκει ισάξια δίπλα του με λιγότερα λόγια αλλά με υποκριτικό εκτόπισμα τεράστιο. Τεράστιο και το εκτόπισμα του Τρέβορ Χάουαρντ, ο οποίος ερμηνεύει τον Ταγματάρχη Κάλογουεϊ και δίνει μια εξαιρετικά στιβαρή ερμηνεία ενώ η παρουσία της Alida Vali, η “επόμενη Γκάρμπο” τότε, γεμίζει τα κάδρα μελαγχολία.
Το τέλος του Τρίτου Ανθρώπου είναι απίστευτα λυρικό, σαν μια ανεκπλήρωτη ιστορία αγάπης ανάμεσα στον Κότεν και τη Βάλι, με ένα μακρύ σε διάρκεια πλάνο. Ο Κότεν περιμένει στα αριστερά της οθόνης τη Βάλι, η οποία περπατά το δρομάκι που οδηγεί στην έξοδο του νεκροταφείου που θάφτηκε ο Χάρι Λάιμ. Δέντρα και στις δύο άκρες του δρόμου και η Βάλι στη μέση πλησιάζει, αργά. Προσπερνά τον Κότεν και φεύγει. Αυτός μένει για λίγο εκεί, ανάβει τσιγάρο, πετάει το σπίρτο και τέλος. Αριστουργηματική εικόνα.
Ο Τρίτος Άνθρωπος ανήκει σε αυτές τις ταινίες που πρέπει να δεις. Είναι ένα θρίλερ, μια ταινία μυστηρίου, μια ιστορία αγάπης, ένα σχόλιο για τα δεινά του πολέμου, για την ανθρώπινη φύση, για το καλό και το κακό. Σε μαγεύει οπτικά, σε κερδίζει σεναριακά και με τις ερμηνείες των ιερών τεράτων της μεγάλης οθόνης, δείχνοντας ότι ο καλός κινηματογράφος δεν έχει ηλικία. 65 χρόνια μετά και παραμένει μια μοναδική, ανεπανάληπτη, δυνατή εμπειρία.
Βαθμολογία:
Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης
Έκδοση Κειμένου: 24/3/2024
Ο βρετανός σκηνοθέτης Carol Reed (1906-1976) άσκησε σημαντική επίδραση στο φιλμ νουάρ, με τα ατμοσφαιρικά κάδρα, την αφηγηματική προσέγγιση, την αίσθηση σκότους και ηθικής αμφισημίας που συνεισέφερε στο είδος. Οι ταινίες του συχνά απεικόνιζαν ηθικά πολύπλοκους χαρακτήρες, παγιδευμένους σε ιστούς εγκλήματος και προδοσίας. Το σκηνοθετικό του στυλ έδινε έμφαση στη χρήση σκιών και καινοτόμων γωνιών λήψης, για να δημιουργήσει μια συνεχή αίσθηση ανησυχίας και έντασης. Οι οπτικές του συνθέσεις, συχνά γεμάτες με έντονες αντιθέσεις και δραματικό φωτισμό, πρόσθεσαν βάθος και οπτικό αντίκτυπο στις νουάρ ταινίες του. Εκτός από την εικαστική του ικανότητα, ο Reed ήταν και μάστορας της αφήγησης. Οι ταινίες του ξετυλίγονταν με περίπλοκο τρόπο, χτίζοντας σασπένς και παρέχοντας αναπάντεχες ανατροπές. Διέθετε το ταλέντο να εξερευνά το ψυχολογικό προφίλ των χαρακτήρων του, να εμβαθύνει στις εσωτερικές τους συγκρούσεις και να εξερευνά τις συνέπειες των πράξεών τους.
Για ένα σύντομο χρονικό διάστημα, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, ο Reed θεωρήθηκε ο κορυφαίος βρετανός δημιουργός, καθώς σκηνοθέτησε τρεις διαδοχικές ταινίες που έμοιαζαν να αποκαλύπτουν κάτι πιο βαθύ και σκοτεινό: μια μοιρολατρία, μια αίσθηση των τραγικών ειρωνειών της ζωής. Το «Odd Man Out» (1947) είναι η πρώτη αληθινά προσωπική ταινία του Reed, με επιρροές από τον προπολεμικό ποιητικό ρεαλισμό των Carné και Prévert αλλά και το αμερικανικό νουάρ. Το «The Fallen Idol» (1948), που πηγάζει από το διήγημα του Greene «The Basement Room», μοιάζει σαν ένα έργο δωματίου δίπλα στα δύο μπαρόκ, εξπρεσιονιστικά έργα που έγιναν εκατέρωθεν. Ο «Τρίτος Άνθρωπος» (1949) που ακολούθησε, βασισμένος στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Graham Greene, θεωρείται το αναμφισβήτητο «magnus opus» του Reed, αλλά και η καλύτερη βρετανική ταινία όλων των εποχών.
Μεταπολεμική Βιέννη. Όπως και το Βερολίνο, η μισοκατεστραμμένη αυστριακή πρωτεύουσα ήταν μια διεθνώς κατεχόμενη πόλη χωρισμένη σε τομείς ελεγχόμενους από μια κοινή πολυεθνική δύναμη των νικητών του πολέμου. Η συνεργασία τους ήταν ψυχρά τυπική καθώς ήταν ήδη πολιτικά διαιρεμένοι σε δυο ιδεολογικά εχθρικά μπλοκ: δυτικό και ανατολικό. Ένας ξεπεσμένος και απένταρος συγγραφέας λαϊκών μυθιστορημάτων, ο Holly Martins (Joseph Cotten), καταφτάνει στην πόλη, ύστερα από πρόσκληση του παλιού του φίλου Harry Lime (Orson Welles), που του έχει υποσχεθεί δουλειά. Όμως, την μέρα της άφιξής του πληροφορείται πως ο φίλος του σκοτώθηκε πρόσφατα σε τροχαίο. Και ενώ είναι έτοιμος να γυρίσει στην Αμερική, η βιασύνη του άγγλου αστυνομικού επιθεωρητή Calloway (Trevor Howard) να τον διώξει, αφού πρώτα τον ενημερώνει πως ο νεκρός φίλος του ήταν εγκληματίας, τον ωθεί να ερευνήσει τον θάνατο του Harry. Στην προσπάθειά του, θα γνωρίσει τη σαγηνευτική Anna Schmidt (Alida Valli) -που είχε δεσμό με τον φίλο του- και δύο άλλους άνδρες που ήταν μάρτυρες στο δυστύχημα. Το μυστήριο όμως μεγαλώνει συνεχώς, καθώς φαίνεται ότι στον τόπο του δυστυχήματος υπήρχε και ένας «τρίτος» άνθρωπος…
«Από όλες τις ταινίες που έχω δει, αυτή ενσαρκώνει τη μαγεία τού να πηγαίνεις σινεμά» έγραψε στην κριτική του για την ταινία ο κορυφαίος Roger Ebert. Πράγματι, ο «Τρίτος Άνθρωπος» είναι μία από εκείνες τις ταινίες που έχουν αποθηκευτεί στην οικουμενική συλλογική μνήμη. Αλήθεια, ποιος δεν αναγνωρίζει τις ζοφερές εικόνες μιας αποσαθρωμένης Βιέννης, βουτηγμένες στην αμφίθυμη μουσική του Anton Karas ή τις σκηνές καταδίωξης στους υπονόμους; Η αποπροσανατολιστική κινηματογράφηση του Robert Krasker με τις κεκλιμένες γωνίες λήψης αντανακλά την κατάσταση μιας παρακμιακής, συντετριμμένης και δηλητηριασμένης πόλης. Οι ευρυγώνιοι φακοί και οι αλλόκοτοι φωτισμοί παραμορφώνουν πρόσωπα και τοπία μετατρέποντας την πόλη σε έναν εξπρεσιονιστικό εφιάλτη, εκφράζοντας την παράνοια, τον παραλογισμό και το κλίμα ανασφάλειας και φόβου στη χαραυγή του Ψυχρού Πολέμου.
Η σκηνοθεσία του Carol Reed είναι ατμοσφαιρική, με στιβαρό ρυθμό και σωστές δόσεις σασπένς. Ακροβατεί με επιτυχία ανάμεσα στις ετερογενείς επιρροές της. Επιρροές από το φιλμ νουάρ, υιοθετώντας τους βασικούς κώδικες -τοποθετώντας τους όμως σε ευρωπαϊκό πλαίσιο. Επιρροές και από τον αγγλικό κινηματογράφο, με υπόγεια ειρωνεία και διακριτικό χιούμορ. Αλλά και επιρροές από τον εξπρεσιονισμό, τον σοβιετικό φορμαλισμό, τον νεορεαλισμό ακόμα και από το σινεμά του Welles. Η ταινία γυρίστηκε εξολοκλήρου στα ερείπια μιας δομικά και πολιτικά διαλυμένης Βιέννης, με την πανσπερμία ξένων αμφίβολης ηθικής να την καθιστούν το τέλειο σκηνικό για φιλμ νουάρ. Σπάνια στον κινηματογράφο η δράση είναι τόσο επιδέξια υφασμένη πάνω στους φυσικούς χώρους της ταινίας.
Παράλληλα, το πανούργο σενάριο του Graham Greene σκιαγραφεί ένα κουαρτέτο καλοσχεδιασμένων χαρακτήρων. Ο -θεωρητικά- βασικός χαρακτήρας Holly είναι μια καλοπροαίρετη, συμπαθητική και κάπως αφελής φιγούρα που μπερδεύει τη μυθοπλασία με την πραγματικότητα, βλέποντας παντού δολοπλοκίες και συνωμοσίες, χάνοντας την πραγματική ουσία. Αρχικά υποπτεύεται ότι ο Calloway σπίλωσε τη φήμη του φίλου του, αλλά όταν δει τα αποδεικτικά στοιχεία, στρέφεται στο εντελώς άλλο άκρο.
O χαρακτήρας της Anna υφίσταται την πιο αξιοσημείωτη μεταμόρφωση στη διαδρομή της αφήγησης. Για όσο διάστημα θεωρεί τον Harry νεκρό είναι εύθραυστη, παθητική, μελαγχολική, ανυπεράσπιστη. Ενστικτωδώς αποκαλεί τον Holly ως Harry, απόδειξη της πανταχού παρουσίας του τελευταίου αλλά και προοπτικής ότι τον βλέπει ως πιθανό αντικαταστάτη του. Ωστόσο, όταν μαθαίνει ότι ο Harry ζει, μετατρέπεται σε ενεργό χαρακτήρα, σε μοιραία γυναίκα, στον βαθμό που υποκινεί τη δράση, αρνούμενη να της υπαγορευτεί τι θα πράξει. Η ρομαντική της αφοσίωση στον Harry φαίνεται εμμονική και παράλογη, στα όρια αυτοκαταστροφικής πίστης. Η Anna αποτελεί το ηθικό αντίστροφο του Holly. Η ηθική της στάση εκπορεύεται από το συναίσθημα. Η ηθική στάση του Holly εξαρτάται από το «κοινό περί δικαίου αίσθημα».
Ο Calloway είναι ο άκαμπτος βρετανός στρατιωτικός, ο σκληροτράχηλος παντογνώστης που υπηρετεί το σύστημα δικαίου και τάξης, για να καταπολεμήσει τις δυνάμεις του χάους και της ανομίας. Όσο για τον Harry Lime, όπως ενσαρκώθηκε στην οθόνη από τον Welles, είναι ένας από τους σπουδαίους χαρακτήρες του κινηματογράφου. Κι ενώ το όνομα του αναφέρεται συνεχώς, η πρώτη του εμφάνιση στην οθόνη καθυστερεί εσκεμμένα, για να εντείνει το οπτικό της αποτέλεσμα. Μια δυσοίωνη φιγούρα στέκεται σε μια σκιερή πόρτα, τυλιγμένη σε ένα κάλυμμα σκότους. Το βρεγμένο λιθόστρωτο του δρόμου λάμπει μέσα στη νύχτα, ενώ ένα αδύναμο γατάκι βρίσκεται ανάμεσα στα παπούτσια της φιγούρας. Στην απέναντι πλευρά του δρόμου, μια γυναίκα ανοίγει το παράθυρό της και ανάβει ένα φως αποκαλύπτοντας αναπάντεχα το κρυμμένο πρόσωπο. Καθώς η κάμερα κάνει ζουμ, o «νεκρός» Harry Lime χαμογελά με τη χαρακτηριστική «εύθυμη ραθυμία» του Orson Welles.
Ο Harry είναι ένας ανήθικος κοινωνιοπαθής που βουλιάζει πρόθυμα στον βάλτο του εγκλήματος για να κερδοσκοπίσει. Από έναν τροχό του λούνα παρκ, βλέπει τους ανθρώπους σαν αφηρημένες κουκκίδες, που η ζωή και ο θάνατός τους δεν έχουν καμία σημασία μπροστά στα σχέδιά του. Είναι ένας δαίμονας, ένας γοητευτικός δαίμονας, επαγωγικό παράγωγο των φρικαλεοτήτων του πολέμου, ανελέητη αντήχηση της ναζιστικής απανθρωπιάς. Ο ίδιος ο Welles έγραψε έναν μυθικό μονόλογο-επιτομή ανελέητου κυνισμού, υποστηρίζοντας ότι το χάος και τα δεινά από τον πόλεμο και τη βία είναι απαραίτητα για την πρόοδο της κοινωνίας: «Στην Ιταλία με τους Βοργίες είχαν για 30 χρόνια πόλεμο, τρόμο, δολοφονίες, αιματοχυσία -αλλά δημιούργησαν τον Μιχαήλ Άγγελο, τον Λεονάρντο Ντα Βίντσι και την Αναγέννηση. Στην Ελβετία είχαν αδελφική αγάπη, για 500 χρόνια δημοκρατία, ειρήνη και τι απέδωσε αυτό; -το ρολόι του κούκου!»
Σε μια συνέντευξη του στον Peter Bogdanovich, ο Welles είχε πει: «Στους παλιούς ηθοποιούς του θεάτρου δεν άρεσε ποτέ να παίζουν πριν το τέλος της πρώτης πράξης… Αυτό που έχει σημασία σε ορισμένους ρόλους δεν είναι πόσο πολλούς διαλόγους έχεις. Αυτό που μετράει περισσότερο είναι πόσο μιλούν οι άλλοι χαρακτήρες για σένα». Στον «Τρίτο Άνθρωπο» ο Welles εμφανίζεται πολύ αργά, μετά από 66 λεπτά, αλλά κυριαρχεί σε ολόκληρη την ταινία με την επιβλητικά αόρατη παρουσία του.
Βαθμολογία: