Στη Χρυσή Πόλη βασιλεύει ένα ναρκοληπτικός βασιλιάς που έχει στο πλάι του μια πανέμορφη κόρη. Ο δόλιος βεζίρης έχει βάλει στο μάτι την πριγκίπισσα, με απώτερο σκοπό έναν γάμο που θα του έδινε εξολοκλήρου την εξουσία. Αυτός που θα σαμποτάρει τα σχέδια του μέλει να είναι ένας μουγκός και ντροπαλός τσαγκάρης, που η πριγκίπισσα θα σώσει από την οργή του βεζίρη. Όλα όμως αυτά δεν θα έχουν ιδιαίτερη σημασία αν κάποιος δεν σταματήσει την επικείμενη επίθεση ενός τρομερού στρατού που θέλει να λεηλατήσει την πόλη, έστω και κατά λάθος…

Σκηνοθεσία:

Richard Williams

Κύριοι Ρόλοι:

Vincent Price … ZigZag (φωνή)

Sara Crowe … πριγκίπισσα YumYum (φωνή)

Anthony Quayle … βασιλιάς Nod (φωνή)

Donald Pleasence … Phido (φωνή)

Joan Sims … μάγισσα (φωνή)

Joss Ackland … ληστής (φωνή)

Felix Aylmer … αφηγητής (φωνή)

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Richard Williams, Margaret French

Παραγωγή: Imogen Sutton, Richard Williams

Μουσική: David Burman, David Cullen, Robert Folk, Peter Shade

Μοντάζ: Peter Bond

Σκηνικά: Richard Williams

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Thief and the Cobbler
  • Ελληνικός Τίτλος: Ο Κλέφτης κι ο Τσαγκάρης
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Arabian Knight
  • Εναλλακτικός Τίτλος: The Thief and the Cobbler: A Moment in Time

Παραλειπόμενα

  • Τεχνική: Παραδοσιακό Σχέδιο
  • Όλα ξεκίνησαν το 1964, όταν ο Richard Williams έκανε τα σχέδια για μια σειρά βιβλίων του Idries Shah με θέμα τις φολκλόρ ιστορίες του Χότζα. Τελειώνοντας, αποφάσισε με βάση αυτό να δημιουργήσει μια ταινία, με τον Idries Shah να συμφωνεί με το 50% των κερδών από αυτήν. Το σχέδιο όμως προσχωρούσε απελπιστικά αργά, μια και ο Williams αναλάμβανε όσες πιο πολλές δουλειές μπορούσε από τηλεόραση και σινεμά ώστε να μαζευτούν οι απαραίτητοι οικονομικοί πόροι. Κατάφερε όμως να προσλάβει τον βετεράνο Ken Harris ως επικεφαλής σχεδιαστή και τον Roy Naisbitt για τα ντεκόρ, δίνοντας στη δημοσιότητα ένα δείγμα ινδικών και περσικών σχεδίων. Έχοντας ξεκινήσει ως The Amazing Nasrudin, το 1970 η ταινία πλέον ονομάζονταν The Majestic Fool, κι επιτέλους είχε βρεθεί χρηματοδότης στον ορίζοντα. Με τα χρήματα λοιπόν της British Lion Film Corporation και ένα Όσκαρ μικρούς μήκους καρτούν το 1972 που έφερε στα φώτα της δημοσιότητας τον Williams, ξεκίνησαν να ηχογραφούνται οι φωνές, κι ενώ η ταινία πια είχε τίτλο Nasrudin. Μέχρι να τελειώσει το 1972, υπήρχε έτοιμο τρίωρο υλικό και όλες οι φωνές ήταν ηχογραφημένες. Ο Williams όμως ήρθε σε ρήξη με τον παραγωγό και εν συνεχεία με την οικογένεια Shah, οι οποίοι πήραν πίσω τα δικαιώματα, αλλά τουλάχιστον επέτρεψαν στον Williams να κρατήσει ανέπαφα όσα σχέδια είχε ήδη κάνει.
  • Από το 1973 ξεκίνησε ένας νέος κύκλος, αυτή τη φορά με τίτλο Tin Tack. Αυτό που χρειάζονταν ήταν ένα ολοκαίνουργιο σενάριο, που θα χρησιμοποιούσε τους έτοιμους χαρακτήρες με διαφορετικό τρόπο, και σε αυτό ο στενότερος σύμμαχος ήταν η Margaret French, η σύζυγος τότε του Williams. Έχοντας πλέον κατά νου ένα “γιγάντιο έπος”, ο δημιουργός επέκτεινε τον σχεδιασμό, τον αριθμό χαρακτήρων, αλλά και τις γνώσεις του πάνω στο είδος αυτό ταινίας, σπαταλώντας τα χρόνια λόγω των αυξανόμενων προσδοκιών του. Χαρακτηριστικό σε αυτό ήταν ότι ενώ το 1978 ο πρίγκιπας Faisal Al Saud πρόσφερε την ευκαιρία για χρησμοδότηση, το στούντιο έχασε δύο “deadline” και μαζί τα χρήματα.
  • Τη δεκαετία του 1980 το σχέδιο πέρασε από πολλά μάτια, μεταξύ αυτών και του Jake Eberts, για να φτάσει σε αυτά του Steven Spielberg, που εντυπωσιασμένος πρότεινε να εργαστεί ο Williams στο Ποιος Παγίδεψε τον Ρότζερ Ράμπιτ. Ο δρόμος πλέον για να βρεθεί χρηματοδότηση είχε ανοίξει, και ήταν η Warner Bros. που παρείχε τα κεφάλαια. Αντί όμως αυτό να αποβεί σε καλό, ο Williams τράβηξε την τελειομανία του στα άκρα, με τις αναφορές να μιλούν για σκληρή πειθαρχία στο επιτελείο, και απολύσεις εκατοντάδων ατόμων λόγω “κακής συμπεριφοράς”. Η προθεσμία του 1991 βρήκε την ταινία ημιτελή, και το χάος εντός του στούντιο αποδείχτηκε περίτρανα όταν έγινε η προβολή στους ανθρώπους της Warner Bros. τον Μάιο του 1992, που απέσυραν κάθε υποστήριξη. Σε αυτό το σημείο η Completion Bond Company πήρε τα ηνία και εκδίωξε τον Williams, με τον Jake Eberts να αποχωρεί με τη σειρά του από την παραγωγή.
  • Αφού απορρίφθηκε συμφωνία με την Creative Capers Entertainment στην οποία σύμβουλος θα ήταν ο Terry Gilliam, ανέλαβε ο Fred Calvert με λιγότερα χρήματα να περατώσει το φιλμ. Βοήθεια έδωσε ο Don Bluth, ενώ το κινούμενο σχέδιο δόθηκε με εργολαβία σε εταιρία της Ταϊβάν. Υπό αυτή τη μορφή έγινε η πρώτη διανομή της σε Νότια Αφρική και Αυστραλία ως The Princess and the Cobbler το 1993.
  • Τον Δεκέμβριο του 1994, η Miramax Films αγόρασε τα δικαιώματα για τις ΗΠΑ, κάτι που κανένα άλλο στούντιο ως τότε δεν δέχονταν, με τον Harvey Weinstein όμως να ορίζει νέες περικοπές και πολλές αλλαγές. Αυτή η εκδοχή είχε τίτλο Arabian Knight, και τις νέες φωνές παρείχαν ηθοποιοί όπως ο Matthew Broderick (στον ρόλο του… μουγκού τσαγκάρη), η Jennifer Beals και η Toni Collette. Το δε σενάριο είχε περάσει σε νέα χέρια, αυτά των: Eric Gilliland, Michael Hitchcock και Gary Glasberg.
  • Σε όλες τις διανομές που πέτυχε να πάρει η ταινία μέσα στη δεκαετία του 1990, τα έσοδα ήταν στα 669 χιλιάδες δολάρια. Συνολικά όμως είχαν δαπανηθεί 28 εκατομμύρια δολάρια.
  • Η αληθινή περιπέτεια της δημιουργίας αυτής της -ουσιαστικά ανολοκλήρωτης υπό το αρχικό της όραμα- ταινίας αποτυπώθηκε το 2012 στο ντοκιμαντέρ Persistence of Vision του Kevin Schreck.
  • Το 2023, φοιτητές των τμημάτων Μ.Π.Ε.Σ. και Σ.Α.Χ.Μ. της Σάμου, σε συνεργασία με νέους καλλιτέχνες από όλη την Ελλάδα και το εξωτερικό αλλά και με συλλέκτες από όλο τον κόσμο, παρουσίασαν μια εκδοχή 92 λεπτών πιο κοντά στο αρχικό όραμα του δημιουργού από όσες είχαν ήδη κυκλοφορήσει μέσα στα 1990. Δεν πρόσθεσαν μόνο την πρώτη ελληνική μεταγλώττιση σε αυτό που θα ονομάσουν Tsasakos Cut, αλλά προέβησαν σε HDR ποιότητας επεξεργασία του αρχικού υλικού κατευθείαν από το ορίτζιναλ workprint (και με ελάχιστη διαθέσιμη μουσική από εκεί), στην ουσία δημιουργώντας από το μηδέν την ταινία με γνώμονα πώς λογικά θα την ήθελε ολοκληρωμένη ο Richard Williams. Επιπλέον μια ομάδα από νεαρούς έλληνες ψηφιακούς σχεδιαστές, σε συνεργασία με τη Samantha Adkins του College of Art and Design της Σαβάνα, κατόρθωσαν σε λιγότερο από 2 μήνες να βάψουν και να ολοκληρώσουν 10 σκηνές που στο πρωτότυπο δεν είχαν ολοκληρωθεί με χρώμα, και το φιλμ είχε υποστεί αρκετή ζημιά. Επικεφαλής της πρωτοβουλίας ήταν ο Στάθης Τσασάκος, ενώ ο Νώντας Τσιρέπας ήταν υπεύθυνος για τη μουσική επιμέλεια.
  • Και στα ελληνικά (από το 2023), με τις φωνές των: Βασίλης Κουτζανίδης (βασιλιάς Νοντ), Άγγελος Παπαλός (Ρούφλες/Φάιντο), Στάθης Τσασάκος (Ζιγκζάγκ), Εύη Βρανά (πριγκίπισσα Γιαμ-Γιαμ), Εμμανουέλα Μαρκάκη (ιερή μάγισσα), Ειρήνη Καμά (νταντά), Νώντας Τσιρέπας (μέγας μονόφθαλμος), Κωνσταντίνος Κατσαρός. Σκηνοθετική επιμέλεια: Στάθης Τσασάκος, Νώντας Τσιρέπας. Μετάφραση: Στάθης Τσασάκος.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Υπό την εποπτεία του Fred Calvert, είχαν προστεθεί τέσσερα μιούζικαλ κομμάτια: It’s So Amazing, Am I Feeling Love, She Is More και Bom Bom Bom Beem Bom.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 12/7/2023

Συνοψίζοντας την έκπληξη που αισθάνθηκα παρακολουθώντας κάτι που έμοιαζε μοιραίο να κρυφτεί στην άμμο για αιώνες σαν του πάπυρους της Νεκράς Θάλασσας, ήταν σαν να είδα κάτι αντίστοιχο με το Ντιουν κατά Alejandro Jodorowsky!..

Πρέπει όμως καταρχάς να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Αυτό που είχα την ευκαιρία να παρακολουθήσω δεν ήταν ούτε η «επίσημη» εκδοχή του Fred Calvert ούτε αυτή της Miramax, που αμφότερες μπορεί να κυκλοφόρησαν -με αποτυχία- στις αίθουσες, αλλά πήραν σαν δεδομένο ότι το αρχικό υλικό ήταν μη εμπορεύσιμο. Μια λογική του Χόλιγουντ που φυσικά δεν μας ρίχνει από τα σύννεφα ότι αναπαράγεται εμμονικά. Εδώ λοιπόν έχουμε μια ταινία δύο δημιουργών. Από τη μία ο Richard Williams που έπαιξε και έχασε το στοίχημα μιας ολόκληρης ζωής, μην μπορώντας ποτέ να δώσει το τελικό «cut» του, και από την άλλη ο Στάθης Τσασάκος που συνδύασε το προσωπικό του ταλέντο και το νεανικό του πάθος για να προσπαθήσει να αγγίξει το όραμα του Williams.

Θα το πω όμως το πρόβλημα που διέγνωσα, ώστε να περάσουμε σερί στα θετικά που κάνουν και την ολότητα της ουσίας. Ο ένας δημιουργός ζημιώνει άθελα του τον άλλον, ισοδύναμα με την αμφίδρομη βοήθεια. Ο μεν Williams έχει θέσει όρια μέσω του χύμα υλικού του στον Τσασάκο, που δεν είχε ποτέ την ευκαιρία να χτίσει κάτι από το απόλυτο μηδέν, ενώ ο δεύτερος ούτε κατά λάθος δεν θα μπορούσε να γνωρίζει το πώς ο καναδός σκηνοθέτης θα μόνταρε και θα παρουσίαζε το όραμα ζωής του στην τελική του μορφή. Και οι δυο αποδεικνύουν από σκηνή σε σκηνή ότι δίνουν τον καλύτερο τους εαυτό, αλλά μια συνάντηση μεταξύ τους θα έδινε σίγουρα ένα ανώτερο ακόμα αποτέλεσμα.

Από μικρός έχω μελετήσει την ιστορία του κινούμενου σχεδίου απαρχής κινηματογράφου και ανά τον πλανήτη. Ο Κλέφτης κι ο Τσαγκάρης είναι ακριβώς αυτό που λέει και ο τίτλος του. Έχει «κλέψει» σχεδόν από κάθε τάση του είδους σε παγκόσμιο επίπεδο, αλλά και ως καλός «τσαγκάρης», τα έχει δουλέψει όλα αυτά με τέτοιον τρόπο που το αποτέλεσμα είναι ένα παπούτσι καλύτερο κι απ’ αυτό που είχες αγοράσει. Θα ήταν μάλιστα κουραστικό να τραβήξω το κείμενο απομονώνοντας κάθε επιρροή, κι αυτό θα μείωνε τη συμβολή του Τσασάκου που στον νου του είχε ένα τελικό προϊόν πλημμυρισμένο από σινεφιλική ποιότητα και μεράκι, που δύσκολα μπορείς πια να εντοπίσεις με την επικράτηση του ψηφιακού σχεδίου.

Κάθε σκηνή και μία έμπνευση, κάθε σκηνή και μια επίδειξη τεχνοτροπίας, κάθε σκηνικό και χαρακτήρας μια έκρηξη χάρτινου έπους. Σε αυτό προσθέτουμε ένα διαχρονικό χιούμορ, την επιμονή στην απανταχού παρούσα μουσική επένδυση που ταξιδεύει κάθε εικόνα, αλλά και ιδέες μεγαλείου με αιχμή την επιμονή στις αλυσιδωτές δράσεις-αντιδράσεις (όπως στην τελική «μάχη»). Φυσικά και έχουμε μια σχηματική πλοκή, αλλά δοσμένη με επιμέλεια ωσάν ένα παραμύθι άλλων χρόνων και νοοτροπιών, ένα αφήγημα που δεν χρειάζεται νοηματική αντιστοιχία πέρα από τα αυτονόητα για να σε μαγέψει. Κι όμως είναι τόσο επίκαιρο επιμέρους θεματικά όσο ο Άρχοντας των Δαχτυλιών ή το Μετρόπολις.

Εννοείται ότι πρέπει να σταθούμε και στη δουλειά που έγινε στη μεταγλώττιση, πόσο μάλλον που η ορίτζιναλ «κάηκε» μέσα στα πολλά έτη επεξεργασίας της. Και εδώ έχουμε μια δουλειά που συμβαδίζει με τη θέληση του Τσασάκου στο να μην παρουσιάσει ένα σύγχρονο πιασάρικο προϊόν, χωρίς όμως να χάνει επαφή με τη γλώσσα τού σήμερα και την ελευθερία στον λόγο που θα επέβαλαν τόσο κωμικοί διάλογοι. Μακάρι αυτό να μην ήταν κάτι σαν μια άψογη εργασία που σου εξασφαλίζει μόνο έναν έπαινο στη σχολή, αλλά να δούμε αυτή τη δικιά μας ελληνική ομάδα θαυματοποιών να συνεχίζει να δραστηριοποιείται σε έναν τομέα του κινηματογράφου που αδημονεί να βρει τον χώρο του στο σινεμά μας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

10 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *