Ιδεαλίστρια δασκάλα σε δημοτικό σχολείο προκαλεί μια χιονοστιβάδα γεγονότων όταν αποφασίζει να διερευνήσει ποιος κρύβεται πίσω από μια σειρά μικροκλοπών που συμβαίνουν εκεί.

Σκηνοθεσία:

Ilker Catak

Κύριοι Ρόλοι:

Leonie Benesch … Carla Nowak

Leonard Stettnisch … Oskar Kuhn

Eva Lobau … Friederike Kuhn

Michael Klammer … Thomas Liebenwerda

Anne-Kathrin Gummich … Δρ Bettina Bohm

Kathrin Wehlisch … Lore Semnik

Sarah Bauerett … Vanessa Konig

Rafael Stachowiak … Milosz Dudek

Ozgur Karadeniz … Κος Yilmaz

Uygar Tamer … Κα Yilmaz

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Johannes Duncker, Ilker Catak

Παραγωγή: Ingo Fliess

Μουσική: Marvin Miller

Φωτογραφία: Judith Kaufmann

Μοντάζ: Gesa Jager

Σκηνικά: Zazie Knepper

Κοστούμια: Christian Rohrs

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Das Lehrerzimmer
  • Ελληνικός Τίτλος: Στο Γραφείο Καθηγητών
  • Διεθνής Τίτλος: The Teachers’ Lounge

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας (Γερμανία).
  • Βραβείο καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, πρώτου γυναικείου ρόλου (Leonie Benesch), σεναρίου και μοντάζ στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
  • Υποψήφιο για το βραβείο κοινού Lux του ευρωπαϊκού κοινοβουλίου.
  • Υποψήφιο για γυναικεία ερμηνεία (Leonie Benesch) και σενάριο στα Ευρωπαϊκά Βραβεία.

Παραλειπόμενα

  • Ερωτώμενος πάνω στο πώς προέκυψε το στόρι, ο σκηνοθέτης είπε ότι συνάντησε ένα παρεμφερές περιστατικό σε επίσκεψη του σε σχολείο της Κωνσταντινούπολης, μαζί με τον συν-σεναριογράφο. Αυτό πυροδότησε στη μνήμη τους ένα άλλο περιστατικό που είχαν βιώσει εκείνοι στο σχολείο.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 18/10/2023

Παρότι καταπιάνεται με ένα πολύ συγκεκριμένο θέμα που φαινομενικά περιορίζεται μέσα στους τέσσερις τοίχους ενός σχολείου, η ταινία του Ilker Catak ευρύτερα θίγει το ζήτημα της άκαμπτης προσκόλλησης στους κανόνες που χαρακτηρίζει τη γερμανική κοινωνία. Δεν ενδιαφέρεται να βγάλει ηθικό νικητή ή χαμένο σε οποιοδήποτε επίπεδο από τις δύο πλευρές γύρω από αυτήν την προσέγγιση, τους «υπέρ» και τους «κατά», γνωρίζοντας πως κάτι τέτοιο θα ήταν μια αφόρητη απλοποίηση μιας πολύπλοκης συνθήκης, αλλά να τις αναλύσει και να βρει γιατί αμφότερες έχουν οχυρωθεί πίσω από το στρατόπεδο που υποστηρίζουν. Και στη διάρκεια αυτής της διαδρομής εξάγει μερικά πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα σχετικά με καταστάσεις που αφορούν ίσως και την υπόλοιπη Ευρώπη πέραν της Γερμανίας, από το πώς αντιλαμβάνεται ο εκάστοτε μετανάστης τη διαδικασία της ενσωμάτωσής του «μετρώντας» τόσο τον ίδιο όσο και το περιβάλλον του, μέχρι την αμείλικτη ερώτηση «πού τελειώνει η εθιμοτυπία και πού αρχίζει η ανθρωπιά;», που μπορεί να συνδέεται με οτιδήποτε, από την οικονομία μέχρι το κοινό περί δικαίου αίσθημα.

Το ασφυκτικό τετράγωνο κάδρο αποδεικνύεται μια εξαιρετική και ουσιαστική για την αφήγηση επιλογή, εντείνει τον αέρα του επείγοντος που υπάρχει διάχυτος στο μεγαλύτερο μέρος του φιλμ και συνεισφέρει στη δημιουργία μερικών σεκάνς με έντονη δόση σασπένς (χαρακτηριστικό παράδειγμα όσα ακολουθούν μετά την παραβίαση της πόρτας προς το φινάλε). Ο σχολικός μικρόκοσμος που αναπτύσσεται μπροστά στην κάμερα είναι ως επί το πλείστον πειστικός στις λεπτομέρειές του, με καθηγητές και μαθητές που δεν συμπεριφέρονται ωραιοποιημένα ή πάντοτε εντός των ορίων των ρόλων τους. Βέβαια, λόγω του ότι η πλοκή έχει μια πιο κλασική δομή και δεν ακολουθεί μια ημιντοκιμαντεριστική οδό στα χνάρια ενός «Ανάμεσα στους Τοίχους», υπάρχουν σημεία στα οποία η αληθοφάνεια του συνόλου κι εμμέσως και η δύναμη του δράματος δοκιμάζονται από διάφορες απόψεις, με πιο χαρακτηριστική τη σκηνή της μαγνητοφώνησης. Πάντως στο πεδίο που μετράει περισσότερο από όλα, αυτό των νοημάτων, το «Στο Γραφείο Καθηγητών» δεν λέει ψέματα ούτε καθησυχάζει βολικά.

Αν υπάρχει μια προφανής απάντηση στα προβλήματα που τοποθετούνται πάνω στο νοητό τραπέζι που στήνει ο Catak, αυτή βρίσκεται στη βαθύτερη κατανόηση της θέσης του άλλου από όλες τις πλευρές που καταλήγουν να είναι σε αντιπαράθεση, και η τραγωδία πίσω από τα δρώμενα κρύβεται στην απροθυμία οποιουδήποτε μέρους να υποχωρήσει λόγω του διακυβεύματος που σε κάθε περίπτωση είναι η διατήρηση μιας αξιοπρέπειας, είτε σε προσωπικό είτε σε συστημικό επίπεδο. Σε μια πολύ σοφή κίνηση εκ μέρους του σεναρίου, το φινάλε δεν λύνει ουσιαστικά τίποτα, παρά αφήνει έκθετες τις πληγές που έχουν ανοίξει μέσα από τα τραυματικά γεγονότα που έχουν προηγηθεί.

Στον πρωταγωνιστικό ρόλο, η Leonie Benesch αποδίδει με εντυπωσιακή ακρίβεια μια γυναίκα που προσπαθεί να πείσει για το ότι μπορεί να είναι αποτελεσματική σε αυτό που της έχει ανατεθεί, να προσφέρει σε έναν βαθμό που την κάνει να ξεπερνάει την ιδιότητα του παιδιού μεταναστών (από την Ευρώπη έστω) την οποία αντιλαμβάνεται εμμέσως με έναν εσωτερικευμένο ρατσισμό, και γι’ αυτό περπατάει σε ένα λεπτό σχοινί ανάμεσα στην αυτοπεποίθηση και τον φόβο. Θαυμάσια δουλειά έχει γίνει και όσον αφορά τους ανήλικους ερμηνευτές οι οποίοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία δεν εκπέμπουν έναν αέρα προσποιητού, ενισχύοντας έτσι αποφασιστικά τον όλο ρεαλισμό.

Οι καιροί αλλάζουν και μαζί τους όλες οι πτυχές της καθημερινής ζωής. Ο Ilker Catak αποτυπώνει μια νέα πραγματικότητα στο ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα εν γένει με καινούρια θετικά σημεία και διαφορετικές με το παρελθόν παθογένειες, δίνοντας φυσικά έμφαση στις ιδιαιτερότητες της γερμανικής περίπτωσης λόγω της γεωγραφίας της δράσης και φροντίζοντας να μην απομονώσει το βλέμμα του και από το ευρύτερο κοινωνικό σύνολο. Τείνει ενίοτε να χρυσώνει το χάπι, γενικά όμως είναι εύστοχος και αρκετά σύνθετος στην ανάλυσή του, με τη ματιά του να είναι περισσότερο συμπονετική παρά επικριτική για όσους εμπλέκονται.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 13/2/2024

Κάθε σχολείο θα έπρεπε να αποτελεί μια δημοκρατικά οργανωμένη κοινότητα, έναν χώρο γνώσης, εκπαίδευσης και πολιτισμικής ανάπτυξης που θα διασφαλίζει τη συνεργασία, τον αμοιβαίο σεβασμό και την αποδοχή της προσωπικότητας των  μελών της σχολικής κοινότητας, χωρίς εντάσεις και συγκρούσεις. Η νομιμότητα, η εντιμότητα και η ακεραιότητα θα έπρεπε να διέπουν τις ενέργειές όλων, ώστε να διασφαλίζεται κλίμα εμπιστοσύνης. Όμως πόσο ρεαλιστικές και εφικτές είναι οι παραπάνω διακηρύξεις αρχών στις συνθήκες δυστοπίας που ζούμε; Μήπως  αποτελούν απλώς βερμπαλιστικά ευχολόγια;

Ο -γεννημένος το 1984- τουρκικής καταγωγής γερμανός σκηνοθέτης Ilker Çatak, στην εξαίρετη ταινία του «Στο Γραφείο Καθηγητών», παραθέτει μια σειρά από ισχυρά επιχειρήματα και ακριβείς παρατηρήσεις, για να αποδείξει με μαθηματική λογική ότι το σύγχρονο σχολείο δεν αποτελεί πλέον ασφαλή χώρο για κανέναν.

Στο επίκεντρο της ταινίας βρίσκεται η νεοδιόριστη και αφοσιωμένη καθηγήτρια μαθηματικών και αθλητισμού Carla Nowak (μια συνταρακτική ερμηνεία από την Leonie Benesch). Στο Γυμνάσιο που διδάσκει τονίζει στους μαθητές της ότι «όλα χρειάζονται απόδειξη, βήμα προς βήμα». Ωστόσο η ίδια θα παραβιάσει αυτή την οδηγία της, όταν πρέπει να διαχειριστεί ένα πρόβλημα που αρχικά φαίνεται εύκολα επιλύσιμο αλλά που τελικά αποκτά τρομακτικές διαστάσεις. Το πρόβλημα αφορά διάφορες μικροκλοπές στο σχολείο, με τις υποψίες να βαραίνουν σε πρώτη φάση έναν τούρκο μαθητή. Όταν αποδεικνύεται η αθωότητα του, η ιδεαλίστρια αλλά άπειρη Carla αποφασίζει να λειτουργήσει ως αυτόκλητος ντετέκτιβ που με χρήση κρυφής κάμερας προσπαθεί να βρει τον πραγματικό ένοχο. Τα στοιχεία που συλλέγει δημιουργούν σοβαρές ενδείξεις -αλλά όχι και ακλόνητες αποδείξεις- για την κ. Kuhn (Eva Löbau), τη γραμματέα του σχολείου, μητέρα του μαθητή Oscar (Leonard Stettnisch), που ξεχωρίζει για τη μαθηματική ευφυΐα του. Από το σημείο αυτό και μετά χάνεται εντελώς ο έλεγχος της κατάστασης, με εκπαιδευτικούς, μαθητές και γονείς να εμπλέκονται σε έναν κυκεώνα από φήμες, παρεξηγήσεις, παγιδεύσεις και αντιπαραθέσεις που απειλούν να επιφέρουν το απόλυτο χάος…

Το «Γραφείο Καθηγητών» είναι μια ευανάγνωστη και προκλητική ταινία, που επιδεικνύει μια σίγουρη σκηνοθετική διαχείριση του βηματισμού και του τόνου, χωρίς ποτέ να καταφεύγει σε μονολογικές ή κατασκευασμένες συγκρούσεις. Κάθε επιλογή των χαρακτήρων έχει συναισθηματικά λογική, δίνοντας στην ιστορία φυσική ορμή και συμπεραίνοντας πως ακόμη και οι καλύτερες προθέσεις μπορούν να εκτροχιαστούν σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις. Χρησιμοποιώντας ως αφηγηματικό όχημα ένα σχολείο και την έντονη δυναμική μεταξύ εκπαιδευτικών και μαθητών, ο Çatak συνθέτει μια κοινωνιολογική παραβολή που διερευνά τον τρόπο με τον οποίο άνθρωποι με διαφορετικές αφετηρίες και υπόβαθρο αλληλοεπιδρούν μέσα στα κοινωνικά συστήματα. Η αιχμηρή, κλειστοφοβική κάμερα της κινηματογραφίστριας  Judith Kaufman και η ανησυχητική παρτιτούρα εγχόρδων του Marvin Miller μετατρέπουν το περιβάλλον ενός Γυμνασίου όχι σε ζώνη άνεσης και προετοιμασίας των μαθητών για την είσοδο τους στον πραγματικό κόσμο, αλλά σε ένα αυτόνομο σύμπαν με τη δική του δυναμική που αντικατοπτρίζει και ενισχύει τα προβλήματα που θα αντιμετωπίσουν στην ενήλικη ζωή τους.

Οι εκπαιδευτικοί δείχνουν να έχουν χάσει εντελώς τον προσανατολισμό τους, μπερδεμένοι ανάμεσα στις διαφορετικές ιδεολογίες τους και τα πολύ συγκεκριμένα καθήκοντα του λειτουργήματος τους. Η άκαμπτη διευθύντρια προκρίνει την πολιτική μηδενικής ανοχής απέναντι σε κάθε παραβατική συμπεριφορά και την επιβολή της τάξης με κάθε τρόπο. Οι υπόλοιποι καθηγητές, κουρασμένοι, αδιάφοροι, έχουν απεμπολήσει κάθε έννοια συναδελφικής αλληλεγγύης, με τη μόνη τους φροντίδα να είναι η διατήρηση και η διεκπεραίωση της δουλειάς τους. Και η γεμάτη ενσυναίσθηση Carla να παλεύει μόνη της, να ολισθαίνει σε λάθη, να πέφτει αλλά να ξανασηκώνεται, να ωριμάζει ως καλή παιδαγωγός μέσα από τις ήττες της, χωρίς ποτέ να εγκαταλείπει την προσπάθεια να ξανακερδίσει την εκτίμηση του μικρού Oscar, του αγαπημένου της μαθητή.

Οι περισσότεροι μαθητές βρίσκονται σε σύγχυση, παγιδευμένοι σε έναν παράλογο αρνητισμό απέναντι στους πάντες, έτοιμοι να ξιφουλκήσουν στα πλαίσια μιας ψευδεπίγραφης επαναστατικής γυμναστικής, χωρίς αρχές, χωρίς ιδεολογική βάση, χωρίς διαυγή στόχευση. Καθημερινότητά τους είναι οι αντιπαλότητες, η ασύμμετρη βία, οι εκφοβισμοί, ο υφέρπων ρατσισμός και οι εκβιασμοί στους πιο ευάλωτους μαθητές.

Από τη πλευρά τους οι γονείς, με εύλογο κίνητρο το ενδιαφέρον για τα παιδιά τους,  βλέπουν ως «a priori» αντιπάλους τούς εκπαιδευτικούς, αντιπαρατίθενται με αυτούς, καταφεύγουν στη φημολογία και τον διασυρμό τους, καθώς αρνούνται να αναλύσουν και να αντιληφθούν την πολυπλοκότητα και συνθετότητα των ζητημάτων που προκύπτουν στο πλαίσιο της λειτουργίας ενός σχολείου. Η γεμάτη αντιφάσεις αλληλεπίδραση των προαναφερθέντων παραγόντων της σχολικής κοινότητας καταλήγει σε πεδίο άσκησης εξουσίας και αλλεπάλληλων συγκρούσεων.

Το φιλμ του Çatak έχει ένα ανοιχτό σε ερμηνείες φινάλε, με την τελική σεκάνς να  είναι εμφανώς χωρισμένη σε δύο μέρη, με δύο αντιθετικά διαφορετικές καταλήξεις. Είναι μια σπάνια περίπτωση «διπλού» τέλους, που προσδίδει αλληγορικό νόημα για τον καθημερινό ρατσισμό, τον ταξικισμό, τον εκφοβισμό και τις δομές εξουσίας. Δείχνει ένα σύστημα που με την παραμικρή αναστάτωση μπορεί να αποσταθεροποιείται με ανησυχητική ευκολία και να οδηγείται σε περαιτέρω στάδια κλιμάκωσης.

Στο χαμηλότονο, καθηλωτικό και οξύ «Γραφείο Καθηγητών», ο Çatak έχει την τόλμη να αναγνωρίσει την πλάνη της θεώρησης των σχολείων ως «ασφαλών χώρων», σε έναν ζοφερό κόσμο που τα έχει μετατρέψει σε ιδεολογικές εμπόλεμες ζώνες. Το φιλμ δεν μας αφήνει πολλούς λόγους να είμαστε αισιόδοξοι, καθώς ενώ στην αρχή η Carla ξεκινούσε το μάθημα της με ένα εύθυμο τραγούδι καλωσορίσματος, στο τέλος της ταινίας θα προτρέψει τα ίδια παιδιά να εκτονώσουν την απόγνωση, την απογοήτευση και την οργή τους με μια εκκωφαντική αρχέγονη κραυγή.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

12 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *