Η Μαρία είναι μια νεαρή Αυστριακή που σπουδάζει σε μοναστήρι με σκοπό να γίνει καλόγρια. Η ηγουμένη όμως βλέπει ότι η ζωή της θα ήταν καλύτερη έξω απ’ το μοναστήρι, και κανονίζει να τη στείλει γκουβερνάντα των παιδιών ενός αριστοκράτη χήρου, του πλοίαρχου Φον Τραπ. Η ζεστασιά και η μουσική που φέρνει η Μαρία στο αυστηρό σπίτι του βαρόνου την κάνουν να κερδίσει τις καρδιές των παιδιών, αλλά και του ίδιου. Αλλά τα σύννεφα του πολέμου απλώνονται. Η Γερμανία κατακτά την Αυστρία. Ο Φον Τραπ αρνείται να υπηρετήσει το ναζιστικό καθεστώς, και το μόνο που τους μένει είναι η απόδραση.

Σκηνοθεσία:

Robert Wise

Κύριοι Ρόλοι:

Julie Andrews … Maria

Christopher Plummer … πλοίαρχος Georg von Trapp

Eleanor Parker … βαρόνη Elsa von Schraeder

Richard Haydn … Max Detweiler

Peggy Wood … η ηγουμένη

Charmian Carr … Liesl von Trapp

Nicholas Hammond … Friedrich von Trapp

Heather Menzies-Urich … Louisa von Trapp

Duane Chase … Kurt von Trapp

Angela Cartwright … Brigitta von Trapp

Debbie Turner … Marta von Trapp

Kym Karath … Gretl von Trapp

Daniel Truhitte … Rolfe

Anna Lee … αδελφή Margaretta

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ernest Lehman

Παραγωγή: Robert Wise

Μουσική: Irwin Kostal

Φωτογραφία: Ted D. McCord

Μοντάζ: William Reynolds

Σκηνικά: Boris Leven

Κοστούμια: Dorothy Jeakins

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Sound of Music
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Μελωδία της Ευτυχίας
  • Εναλλακτικός Τίτλος: Rodgers and Hammerstein’s The Sound of Music

Σεναριακή Πηγή

  • ΑπομνημονεύματαThe Story of the Trapp Family Singers της Maria von Trapp.
  • ΘεατρικόThe Sound of Music των Howard Lindsay, Russel Crouse.

Κύριες Διακρίσεις

  • Όσκαρ καλύτερης ταινίας, σκηνοθεσίας, μουσικής, μοντάζ και ήχου. Υποψήφιο για πρώτο γυναικείο ρόλο (Julie Andrews), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Peggy Wood), φωτογραφία, σκηνικά και κοστούμια.
  • Χρυσή Σφαίρα καλύτερης ταινίας (κωμωδία/μιούζικαλ) και πρώτου γυναικείου ρόλου (Julie Andrews) στην ίδια κατηγορία. Υποψήφιο για σκηνοθεσία και δεύτερο γυναικείο ρόλο (Peggy Wood).
  • Υποψήφιο για Bafta βρετανής ηθοποιού (Julie Andrews).

Παραλειπόμενα

  • Βασίζεται στην αληθινή ιστορία της Maria von Trapp, μέσω των απομνημονευμάτων της (έκδοσης 1949), κάτι όμως που δεν αναγράφεται στους τίτλους. Πιο άμεσα βέβαια είναι διασκευή του ομότιτλου θεατρικού μιούζικαλ του 1959.
  • Προηγήθηκε μια γερμανική ταινία με τίτλο Die Trapp-Familie το 1956, με επίκεντρο παραδοσιακά τραγούδια της Αυστρίας. Ήταν μια μεγάλη εγχώρια επιτυχία, και είχε κι ένα σίκουελ το 1958 (Die Trapp-Familie in Amerika). Αυτό οδήγησε την Paramount Pictures να κυνηγήσει τα δικαιώματα για τις ΗΠΑ, έχοντας κατά νου την Audrey Hepburn για Μαρία. Ακολούθησε η θεατρική επιτυχία, και ήταν η Twentieth Century Fox που πήρε εντέλει μέσω του μιούζικαλ τα δικαιώματα με 1,25 εκατομμύρια δολάρια.
  • Υποψήφιοι για τη σκηνοθεσία ήταν οι: Stanley Donen, Vincent J. Donehue, George Roy Hill και Gene Kelly.
  • Η ταινία ξεκίνησε να σχεδιάζεται με σκηνοθέτη τον William Wyler. Όταν η παραγωγή καθυστέρησε, ο Richard D. Zanuck επέστρεψε στην αρχική επιλογή, όπου ήταν ο Robert Wise.
  • Η μόνη επιλογή ως Μαρία για τον σεναριογράφο ήταν η Julie Andrews. Αλλά ο Wise είχε κατά νου και τις Grace Kelly, Shirley Jones. Όταν όμως είδαν υλικό από το ημιτελές Μαίρη Πόπινς, δεν υπήρχε άλλη υποψήφια.
  • Ανάμεσα στους υποψήφιους για τον Φον Τραπ, ήταν και οι: Bing Crosby, Yul Brynner, Sean Connery και Richard Burton.
  • Παρότι έκανε διστακτικά πρεμιέρα σε περιορισμένη διανομή, μέσα σε 4 βδομάδες ήταν ήδη στο νούμερο 1 των ΗΠΑ. Δεν κατέληξε όμως με κέρδη 286,2 εκατομμύρια δολάρια (έναντι κόστους 8,2) απλά να γίνει η εμπορικότερη της χρονιάς, αλλά και μία όλων των εποχών.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Τα τραγούδια προέρχονται από το ομώνυμο θεατρικό, σε μουσική Richard Rodgers και στίχους Oscar Hammerstein II. Μαέστρος ήταν ο Irwin Kostal, που έγραψε και τις ινστρουμένταλ συνθέσεις. Ανάμεσα στα τραγούδια που έγραψαν ιστορία, ήταν και τα: Maria, My Favorite Things, Climb Ev’ry Mountain, The Sound of Music, Do-Re-Mi, Edelweiss και So Long, Farewell.
  • Υπάρχουν στην ταινία και δύο ορίτζιναλ τραγούδια, που αντικατέστησαν κάποια άλλα του θεατρικού. Πρόκειται για το I Have Confidence και το Something Good, στα οποία σύνθεση και στίχοι είναι του Rodgers, μια και το 1960 είχε φύγει από τη ζωή ο Oscar Hammerstein II.

Κριτικός: Σταύρος Γανωτής

Έκδοση Κειμένου: 30/10/2019

Κάποιες ταινίες έχουν δημιουργήσει έναν ιδιαίτερο μύθο, που δεν κοιτάει ούτε κριτικές, ούτε μετα-απόψεις, ούτε χρόνια. Αδιαμφισβήτητα, μία από αυτές τις ταινίες είναι και η συγκεκριμένη, που θα μπορούσε να μην εκληφθεί καν ως ταινία, αλλά ως ένα νοσταλγικό παραμύθι που ανήκει στις παιδικές μας αναμνήσεις.

Όλα λειτουργούν εντός της ταινίας για να αγγίξουν τις πλέον ευαίσθητες χορδές του θεατή. Συχνότατα, μάλιστα, εις βάρος μιας ποιότητας που θα έγραφε και κριτική ιστορία. Όπως και να το κάνεις, όταν μιλάς για την άνοδο του φασισμού, θέλεις κάτι περισσότερο από τη γενναία αλλά αναίμακτη στάση των Φον Τραπ, ακόμα κι αν μιλάμε για mainstream Χόλιγουντ δεκαετίας 1960. Κι αυτό επειδή η ταινία θυσιάζει μια πιο «βαρβάτη» υπόσταση στο να είναι απόλυτα «κατάλληλη για όλους», κι ακόμα κι όταν απευθύνεται στο ενήλικο κοινό (το οποίο και δεν πετάει έξω ποτέ), του απευθύνεται εν μέσω των ανήλικων καρτ-ποστάλ ευαισθησιών του.

Μα ποιο ήταν εντέλει αυτό το μυστικό της τόσο μεγάλης και διαχρονικής επιτυχίας; Βασικά, είχαμε το ίδιο «κοινό μυστικό» με τη Μαίρη Πόπινς: βάλε την Julie Andrews να τραγουδάει παρόμοια μελωδικές νότες. Όσο λοιπόν και να συγκινούν τα περί «αυτοθυσίας» της αυστριακής οικογένειας, όσο όμορφες συνολικά κι αν είναι οι ερμηνείες, όσο γλυκά κι αν είναι τα πρόσωπα τα παιδιών, αλλά κι όσο μαγευτικό κι αν είναι το σκηνικό της επαρχιακής Αυστρίας, είναι αυτή η γυναίκα «πολυεργαλείο» performer που όταν έβρισκε τη συζυγία με τον συνθέτη, είχαμε θαύματα. Ο Robert Wise δεν χρειάζεται να κάνει το παραμικρό, πέρα από το να την ακολουθάει κατά πόδας, και να ντύνει όλα όσα την περιτριγυρίζουν, από εικόνες μέχρι ήχους, ώστε να ταιριάζουν με το παραμυθένιο παρουσιαστικό της. Ό,τι δηλαδή πάσχιζε να κάνει ο Φίνος εδώ με την Αλίκη, αλλά έπεφτε συνέχεια σε δημιουργικό τοίχο…

Πέρα από αυτά, έχουμε ένα σενάριο στρωτό, αλλά όχι μοναδικό. Σε κάποια σημεία βγάζει χαμόγελα, σε κάποια όμως είναι και προϊόν σαπουνόπερας. Γενικά, ως κείμενο δεν εμπεριέχει εκπλήξεις, και δεν είναι εδώ ο λόγος της αθανασίας του φιλμ. Τεχνικά, το έργο είναι καλοστημένο. Χωρίς να ξεφεύγει από τη ρότα του παραδοσιακού Χόλιγουντ και χωρίς να έχει αγγιχθεί από τις πρωτοπορίες της τότε εποχής, δεν έχουμε λάθη, και η όλη ατμόσφαιρα λειτουργεί για όλες τις εποχές, επειδή ακριβώς δεν ρισκάρει για το αντίθετο. Το μόνο αληθινά θετικό εδώ είναι ότι ο Wise ξέρει πού να εστιάσει τα πλάνα του, άλλοτε σε χαρακτήρες-πρόσωπα, κι άλλοτε ανοίγοντας και προσδίδοντας το απαραίτητο επικό στοιχείο που είχε ανάγκη μια τέτοια ταινία.

Ακόμα όμως κι αν ονομάσουμε συντηρητικό έναν τέτοιο κινηματογράφο, πάντα θα μας λείπει. Είναι αυτό το τρυφερό σε συνδυασμό με το μεγαλόπνοο που δίνει ουσία στην ύπαρξη μιας έβδομης τέχνης, ικανής να ζωντανέψει αυτό που λείπει από την πραγματικότητα μας.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

25 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *