Βρισκόμαστε στο 1956. Κατά τη διάρκεια μιας επίσκεψης σε κινηματογράφο του Δυτικού Βερολίνου, ο Τέο και ο Κουρτ, μαθητές λυκείου και φίλοι, παρακολουθούν με κομμένη την ανάσα εικόνες από τα τραγικά γεγονότα που ακολούθησαν μετά την ουγγρική εξέγερση στη Βουδαπέστη. Επιστρέφοντας στη γενέτειρά τους, την πόλη Στάλινσταντ στην Ανατολική Γερμανία, αποφασίζουν αυθόρμητα να κρατήσουν ενός λεπτού σιγή κατά τη διάρκεια ενός μαθήματος, ως ένδειξη αλληλεγγύης προς τα θύματα της εξέγερσης. Η ενέργειά τους αυτή όμως προκαλεί πολύ μεγαλύτερη αναταραχή από την αναμενόμενη. Αρχικά, ο καθηγητής τους προσπαθεί να κατευνάσει τα πνεύματα και να δικαιολογήσει τη συμπεριφορά των μαθητών του ως καπρίτσιο της ηλικίας τους. Οι μαθητές όμως τελικά δεν αργούν να γίνουν αντικείμενα εκμετάλλευσης των πολιτικών μηχανισμών της νεοσύστατης χώρας. Ο υπουργός παιδείας της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας καταδικάζει την κίνηση ως ξεκάθαρα αντεπαναστατική, και απαιτεί να βρεθεί και να κατονομαστεί ο υποκινητής, εκείνος που ηγείται αυτής της στάσης, μέσα σε μία βδομάδα. Οι μαθητές όμως αποφασίζουν να μείνουν ενωμένοι, να μην γίνουν «καρφιά». Αυτή τους η απόφαση θα αλλάξει τη ζωή τους για πάντα.
Σκηνοθεσία:
Lars Kraume
Κύριοι Ρόλοι:
Leonard Scheicher … Theo Lemke
Tom Gramenz … Kurt Wachter
Lena Klenke … Lena
Isaiah Michalski … Paul
Jonas Dassler … Erik Babinsky
Ronald Zehrfeld … Hermann Lemke
Florian Lukas … διευθυντής Schwarz
Jordis Triebel … Κα Kessler
Michael Gwisdek … Edgar
Burghart Klaussner … υπουργός Fritz Lange
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Lars Kraume
Παραγωγή: Miriam Dussel, Susanne Freyer, Kalle Friz, Isabel Hund, Thomas Kufus
Μουσική: Christoph Kaiser, Julian Maas
Φωτογραφία: Jens Harant
Μοντάζ: Barbara Gies
Σκηνικά: Olaf Schiefner
Κοστούμια: Esther Walz
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Das Schweigende Klassenzimmer
- Ελληνικός Τίτλος: Η Σιωπηλή Επανάσταση
- Διεθνής Τίτλος: The Silent Revolution
Σεναριακή Πηγή
- Βιβλίο: Das Schweigende Klassenzimmer. Eine Wahre Geschichte uber Mut, Zusammenhalt und den Kalten Krieg του Dietrich Garstka.
Κύριες Διακρίσεις
- Υποψήφιο για καλύτερη ταινία, σενάριο, φωτογραφία και κοστούμια στα εθνικά βραβεία της Γερμανίας.
Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης
Έκδοση Κειμένου: 30/11/2018
Εδώ συμβαίνει κάτι αξιοπερίεργο, αν και όχι πρωτοφανές: στο «Υπόθεση Φριτς Μπάουερ: Μυστική Ατζέντα» που προηγήθηκε, ο Lars Kraume επέδειξε μια καλή, αλλά με ατέλειες ακόμη, γνώση του μέσου, ωστόσο αυτό που ανέβαζε το τελικό αποτέλεσμα πέραν του απολαυστικού Burghart Klaussner στον πρωταγωνιστικό ρόλο ήταν η καθαρή, ορθώς στρατευμένη πολιτική στάση του. Στη «Σιωπηλή Επανάσταση» ο ίδιος σκηνοθέτης έχει μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση κι έλεγχο στην τεχνική του, όμως σε επίπεδο πολιτικής σκέψης έχει πάει τόσο πίσω που καταλήγει να υπερκαλύπτει τη βελτίωσή του στο προαναφερθέν κομμάτι! Το σφάλμα που διαπράττει δεν έγκειται στο ότι από την αρχή επέλεξε να καλύψει το συγκεκριμένο γεγονός, κάθε άλλο, η καταδίκη κάθε μορφής απολυταρχίας είναι αυτονόητη σε οποιαδήποτε τέχνη, αλλά σε κάποιες διακριτικές μεν, ορατές δε πινελιές που ανάλογα με την οπτική που θα διάλεγε να ακολουθήσει κάποιος θα μπορούσε να τους προσάψει είτε αφέλεια και απερισκεψία στα όρια της ανοησίας είτε εκ του πονηρού έμμεση προπαγάνδα που στρατεύεται με το ιστορικά αναθεωρητικό κύμα περί των συνεργατών των ναζί. Επειδή στην προαναφερθείσα σκηνοθετική του απόπειρα ο Kraume είχε εντυπωσιακά διαφορετική τοποθέτηση σε σχέση με εδώ, και με δεδομένο το ότι σε αμφότερα τα φιλμ έχει γράψει και το σενάριο, προκαλεί τουλάχιστον απορία αυτή η ξαφνική μεταστροφή.
Πέραν αυτού του καθοριστικού για το σύνολο στοιχείου, επικρατεί μια άνιση εικόνα σε γενικές γραμμές. Σαν κατασκευή το φιλμ είναι αρτιότατο αλλά δεν γίνεται να μην προσέξει κανείς την φανερή αναντιστοιχία μεταξύ των δύο μισών του, με το πρώτο να χαρακτηρίζεται από μια ζωηράδα και μια δροσιά που ταιριάζει με τη νιότη των χαρακτήρων και το δεύτερο να φορτσάρει για τον εύκολο συναισθηματισμό και την επιφανειακή συγκίνηση (υπάρχει μέχρι και σκηνή που σχεδόν κοπιάρει τον θρυλικό «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών»). Επιπλέον είναι λίγο ανισομερής ο καταμερισμός μεταξύ πολιτικής καταγγελίας και των προσωπικών ιστοριών των χαρακτήρων, των οποίων η ανάπτυξη μοιάζει να στριμώχνεται κάπως βιαστικά στο δεύτερο μισό αντί τα δύο στοιχεία να αναπτυχθούν αρμονικά καθόλη τη διάρκεια. Ακόμη, αν και όλοι οι ηθοποιοί κρατούν ένα επίπεδο, είναι αρκετά σαφής η διαφορά μεταξύ νεότερων και μεγαλύτερων ηλικιακά, με τον Jonas Dassler μονάχα από την ομάδα των πρώτων να κάνει την ερμηνευτική υπέρβαση. Εκ των δεύτερων υπάρχουν πολλές παρουσίες που «μένουν» στο νου, με προεξέχουσες τη Jordis Triebel, με μια πηγαία αυστηρότητα που ξεχειλίζει από το βλέμμα της, αλλά και τον Burghart Klaussner που ακόμη και για το σύντομο χρονικό διάστημα που εμφανίζεται επί της οθόνης αφήνει ένα ιδιαίτερα ισχυρό στίγμα.
Αν βγει από το κάδρο και η περίεργη, ηθελημένα ή αθέλητα, ιδεολογικά διαδρομή που επιχειρείται από ένα σημείο κι έπειτα, ακόμη κι έτσι η «Σιωπηλή Επανάσταση» είναι μια ρηχή ταινία (αρκεί κανείς να συγκρίνει με τις συγκλονιστικές «Ζωές των Άλλων» για να καταλάβει τη διαφορά προσέγγισης). Ποτέ δεν ξεφεύγει από τη μανιχαϊστική νοοτροπία του διαχωρισμού σε άσπρο και μαύρο, ενώ και σε επίπεδο ψυχολογικής ανάλυσης το σενάριο δουλεύει με κλισέ σχήματα στον σκελετό του και με συμπεράσματα που έχουν ειπωθεί προηγουμένως και μάλιστα με καλύτερο τρόπο. Γενικότερα δίνεται η εντύπωση πως επιχειρείται να γίνει πολιτικό σινεμά για ένα απολίτικο κοινό, τη στιγμή που η συγκεκριμένη τέχνη πρέπει να ξέρει να φέρνει τον θεατή με τα νερά της, όχι το ανάποδο. Σαν αφήγηση κυλάει με άνεση, με ένα ύφος που ταιριάζει περισσότερο στην αμερικάνικη παρά στην ευρωπαϊκή σχολή, αν και αποτελεί περισσότερο κράμα των δύο με υπερίσχυση της πρώτης και όχι πιστή αντιγραφή της. Το δυστύχημα είναι ότι τα αληθινά γεγονότα προσφέρονταν σίγουρα μέχρι και για πραγματικά σπουδαίο σινεμά, ειδικά για τα δεδομένα του νέου γερμανικού κινηματογράφου που δεν διστάζει να κοιτάξει βαθιά στα μάτια την ιστορία της πατρίδας του, αλλά οι χοντροκοπιές στις οποίες υποπίπτουν οι βασικοί συντελεστές εδώ κόβουν τα φτερά της όλης απόπειρας από το να γίνει κάτι περισσότερο από μια καλοφτιαγμένη τηλεταινία.
Βαθμολογία: