Ο ιππότης Αντόνιους Μπλοκ επιστρέφει στην πατρίδα του μετά τις σταυροφορίες. Έχει πολεμήσει για τη χριστιανοσύνη, όμως αμφισβητεί την ύπαρξη του Θεού. Δεν μπορεί να διακρίνει ούτε ένα θεϊκό σημάδι γύρω του. Αντίθετα, αυτό που βλέπει είναι κακουχίες και ανθρώπινος πόνος. Μια θανατηφόρα επιδημία μαστιγώνει τη χώρα, ενώ πολλοί επιδίδονται σε θρησκευτικό φανατισμό ως ύστατη λύση. Ο Θάνατος όμως δεν έχει κανέναν σεβασμό για τη δύναμη της ανθρώπινης θέλησης. Αμφισβητώντας την ύπαρξη θείας δικαιοσύνης, ο Αντόνιους Μπλοκ θα έρθει αντιμέτωπος με τον ίδιο τον Θάνατο. Φορώντας μαύρη κάπα και με κάτασπρο δέρμα, ο Θάνατος θέλει να πάρει τον ιππότη στον Άδη μαζί του, ο Αντόνιους όμως πετυχαίνει έναν συμβιβασμό και προκαλεί τον θάνατο σε μια παρτίδα σκάκι. Όσο διαρκεί το παιχνίδι, ο Αντόνιους θα παραμένει ζωντανός, και αν πετύχει κίνηση ματ, ο θάνατος θα του χαρίσει τη ζωή. Ο ιππότης χρησιμοποιεί αυτό τον πολύτιμο χρόνο για να αποδείξει στον εαυτό του πως ο Θεός στον οποίο εδώ και χρόνια προσεύχεται υπάρχει. Ο θάνατος όμως ακολουθεί τον ήρωα παντού.

Σκηνοθεσία:

Ingmar Bergman

Κύριοι Ρόλοι:

Max von Sydow … Antonius Block

Bengt Ekerot … ο Θάνατος

Gunnar Bjornstrand … Jons

Bibi Andersson … Mia

Inga Landgre … Karin

Ake Fridell … Plog

Gunnel Lindblom … η μουγκή κοπέλα

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Ingmar Bergman

Παραγωγή: Allan Ekelund

Μουσική: Erik Nordgren

Φωτογραφία: Gunnar Fischer

Μοντάζ: Lennart Wallen

Σκηνικά: P.A. Lundgren

Κοστούμια: Manne Lindholm

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Πολύ θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: Det Sjunde Inseglet
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Έβδομη Σφραγίδα
  • Διεθνής Τίτλος: The Seventh Seal

Σεναριακή Πηγή

  • Θεατρικό: Tramalning του Ingmar Bergman.

Κύριες Διακρίσεις

  • Συμμετοχή στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ Κανών. Ειδικό βραβείο επιτροπής.

Παραλειπόμενα

  • Η ταινία πρόσφερε την καταξίωση στον Bergman, και μαζί σκηνές που έχουν επιδεχθεί εκτεταμένης ανάλυσης, ακόμα και παρωδίας. Θεωρείται από τις πλέον κλασικές στιγμές της έβδομης τέχνης.
  • Ο Bergman έγραψε το θεατρικό Tramalning (ξυλογραφία) το 1953, για τους σπουδαστές του θεάτρου του Μάλμε. Δημόσια παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1954 στο ραδιόφωνο, ενώ την επόμενη χρονιά ανέβηκε σε Μάλμε και Στοκχόλμη, υπό τη σκηνοθετική διεύθυνση του Bengt Ekerot (που έμελλε να ερμηνεύσει τον Θάνατο).
  • Ο ίδιος ο δημιουργός δεν εκτιμούσε ιδιαίτερα το έργο του αυτό, θεωρώντας το άνισο, συλλαμβάνοντας το σενάριο καθώς νοσηλεύονταν για στομαχική διαταραχή. Μετά από μια αρχική απόρριψη, το ξαναέγραψε 5 φορές, και αφού βρήκε μέσο να το γυρίσει, έθεσε ως χρονοδιάγραμμα να τελειώσει μέσα σε 35 ημέρες και με μόνο 150 χιλιάδες δολάρια.
  • Η περίφημη σκηνή με το σκάκι είναι μια έμπνευση που ήρθε από μια μεσαιωνική τοιχογραφία που χρονολογούνταν από το 1480. Βρίσκεται στην εκκλησία του Τέμπι, βόρεια της Στοκχόλμης, και ζωγράφος της θεωρείται ο Albertus Pictor.

Κριτικός: Φίλιππος Χατζίκος

Έκδοση Κειμένου: 9/3/2020

Ο Αντόνιους Μπλοκ, ιππότης που υπηρέτησε στις σταυροφορίες επί μία δεκαετία, επιστρέφει στην πατρίδα του, αποκαμωμένος και εξαντλημένος. Συνοδευόμενος από τον ιπποκόμο του Γιονς, συναντά ένα τοπίο μεταποκαλυπτικό, καθώς, κατά την απουσία του στους Άγιους Τόπους, η βουβωνική πανώλη είχε θερίσει την περιοχή και είχε σκορπίσει παντού παραμορφωμένα πτώματα. Αντί, λοιπόν, για την υποδοχή την οποία προσδοκούσε, συναντά τον ίδιο τον -προσωποποιημένο- Θάνατο και αντιλαμβάνεται ότι έχει έρθει να τον προσθέσει στη μακρά συλλογή του.

Δίχως διάθεση εξαπάτησης ή εμπαιγμού του απόκοσμου επισκέπτη, αλλά για να κερδίσει χρόνο προκειμένου να βρει απαντήσεις στη θεϊκή σιωπή που ταλανίζει τη σκέψη του, ακόμα και αν αυτό σημαίνει να προβεί σε μία και μόνη πράξη φορτισμένη με ένα κάποιο νόημα, ο Αντόνιους προκαλεί τον Θάνατο σε μία παρτίδα σκάκι και Αυτός δέχεται. Αν ο ιππότης κερδίσει, αναβάλλεται το τέλος του, ενώ αν ηττηθεί, παραδίδει την ψυχή του στον Θεριστή. Για όσο διαρκεί η πατρίδα, ο Θάνατος υπόσχεται να μην τον πάρει μαζί του για το τελευταίο ταξίδι.

Το σκακιστικό παιχνίδι είναι το πρώτο σύμβολο, η φιλοσοφική οικία εντός της οποίας αναπτύσσονται οι στοχασμοί του Μπέργκμαν. Η πεπλανημένη θεώρηση του ανθρώπου ότι δικαιούται να αψηφά τη θνητότητά του με τα κάθε λογής επιτεύγματά του, είτε αυτά είναι ακραιφνώς λογικά, όπως η επιτυχία στο σκάκι (στρατηγική, σχεδιασμός, ιατρική/επιστημονική πρόοδος που παρατείνει απλά το «μαρτύριο») είτε πνευματικά/συναισθηματικά (μία καλλιτεχνική δημιουργία που θα υπερβεί την ίδια την σύντομη ύπαρξη του καλλιτέχνη). Ωστόσο, ο Άνθρωπος είναι ένα πεπερασμένο ον εντός ενός άπειρου συνόλου, a priori καταδικασμένο να διάγει έναν βίο με εξαντλητική γραμμικότητα και να τελεί σε αδυναμία να αποδεχτεί το αναπόδραστο τέλος του. Πρόκειται για ένα θλιβερό παιχνίδι με προκαθορισμένη έκβαση υπέρ του Θανάτου, το οποίο όμως διαθέτει ακαθόριστη διάρκεια. Αυτό από μόνο του δείχνει τον δρόμο στον εγκλωβισμένο υπαρξιστή Αντόνιους: το νόημα, η απάντηση στην εκκωφαντική σιγή του θεού πρέπει να αναζητηθεί κατά τη διάρκεια της πατρίδας -δηλαδή της ζωής- και όχι στο τέλος της. Η προσμονή για ουράνιες απαντήσεις είναι εξίσου μάταιη με έναν οιονεί νοηματοδοτημένο θάνατο, αφού ο ίδιος ο μπεργκμανικός Θάνατος δηλώνει απερίφραστα: «I have no secrets. I am unkowning».

Μετά το πρώτο μέρος της πατρίδας, ο ιππότης και ο ιπποκόμος εισέρχονται σε μία εκκλησία, όπου συναντούν έναν ζωγράφο της εποχής, ο οποίος φιλοτεχνεί μία τοιχογραφία. Είναι ο χορός τους θανάτου, μία έκφανση της ιδιαίτερα δημοφιλούς στον μεσαίωνα θεματολογίας του memento mori. Κατά τον Μπέργκμαν, ο καλλιτέχνης αυτής της απολίτιστης, αμόρφωτης εποχής, υπάρχει για να θυμίζει στους ανθρώπους το τέλος που τους περιμένει και το οποίο βλέπουν παντού γύρω τους κατά τον αιώνα του Μάυρου Θανάτου. «Ένα κρανίο είναι πιο ενδιαφέρον από ένα γυναικείο σώμα», αναφέρει ο ζωγράφος, καταδεικνύοντας τον πυρήνα της (χριστιανικής) θρησκείας. Ο ιδεώδης υποτακτικός πιστός είναι άνθρωπος θεοφοβούμενος, χειραγωγήσιμος χάριν στο φόβο του για το Επέκεινα, πρόθυμος να απεμπολήσει κάθε χαρά μπροστά στο δέος. Αυτή είναι η θρησκεία που κυβερνούσε στην Ευρώπη του μεσαίωνα, αυτή είναι που γνώρισε έξι αιώνες μετά και ο Μπέργκμαν.

Μπορεί η μεσαιωνική τέχνη να αποτελεί φανερή επιρροή στην όψη της «Έβδομης Σφραγίδας», η σχέση του φιλμ όμως με την εποχή στην οποία διαδραματίζεται είναι σαφώς εντονότερη. Εν έτει 1957, η μυθική μεσαιωνική ιστορία που αφηγείται ο Μπέργκμαν απηχεί την απειλή του πυρηνικού ολέθρου (οι εικόνες καταστροφής από την πανούκλα που συναρτώνται με τους ψυχροπολεμικούς φόβους εξαΰλωσης του κόσμου) που ακολουθούσε τότε έναν παράλογο, πολύνεκρο πόλεμο (οι σταυροφορίες που παίρνουν εδώ τη θέση του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου). Εκμεταλλευόμενος τον αυστηρό ρυθμό και το δέος που περιβάλλει την εποχή στην οποία εκτυλίσσεται το έργο του, ο Σουηδός μιλά για το δικό του παρόν, αυτό που στέκει ένα βήμα από την Αποκάλυψη, λίγες μόνο στιγμές αφότου έχει φανερωθεί το αγριότερο πρόσωπο του ανθρώπινου τέρατος.

Εντός αυτού του πλαισίου λοιπόν, ο Αντόνιους Μπλοκ καλείται να έρθει αντιμέτωπος με την προαιώνια σιωπή του θεού ενώ βρίσκεται στο κατώφλι του Θανάτου. Και ωθείται σε μία σπαρακτική εξομολόγηση, την οποία μάλιστα αδυνατεί να φέρει εις πέρας, αφού έχει αντικρίσει τη φρίκη με τα μάτια του και η ψυχή του έχει πετρώσει. Αδυνατεί να ζητήσει πίστη, δεν του αρκεί πλέον, αφού η πίστη ήταν που τον ώθησε στο μεγαλύτερο σκότος, αυτό του πολέμου εν ονομάτι του θεού. Έχει ανάγκη από απαντήσεις, από στέρεη γνώση, θέλεις να συναντήσει τον θεό βιωματικά και στρέφει το φθονερό του βλέμμα σε ένα αγαλματίδιο του Χριστού, δηλώνοντας ότι θέλει αυτό που Εκείνος διέθετε: μία ευθεία δίοδο επικοινωνίας με τον θεό. Και αν τούτο είναι αδύνατο, επιθυμεί να σκοτώσει τον θεό μέσα του ώστε να απαλλαγεί από το βάρος της σιωπής του. Κι αν θεός δεν υπάρχει ώστε να απαντήσει ή να φονευθεί, οι αδαείς τον πλάθουν από τον φόβο των πολλών, τον Θάνατο, ο οποίος όμως υπάρχει ανεξαρτήτως της έλλειψης θεού, σαν (εδώ ενσαρκωμένο) βιολογικό φαινόμενο της φύσης. Δεν υποχρεούται να φέρει απαντήσεις, ούτε και το επιθυμεί. Η αποστολή του είναι άλλη. Ακόμα και η συμμαχία του με όσους εις το όνομα του φτιάχνουν θρησκείες δεν τον αφορά. Αυτός απλά κουβαλά ψυχές όταν έρθει η στιγμή, είτε αυτές βασανίζονται από την έλλειψη απάντησης εκ μέρους του θεού, είτε όχι. Η μεταφυσική του είναι τελικά η μόνη ασφαλής φυσική μίας ζωής δίχως συνεκτικό ιστό και ενιαίο νόημα.

Ο ιππότης δεν μπορεί να ακούσει τον θεό πουθενά: οι τοπικές δοξασίες των φανατικών χριστιανών του προκαλούν αποτροπιασμό. Ο Θάνατος αρνείται οποιαδήποτε απάντηση. Ακόμα και η απελπισμένη προσπάθειά του να προσδιορίσει τον θεό μέσω του διαβόλου πέφτει στο κενό, όταν στα μάτια της μελλοθάνατης «μάγισσας» που οι ζηλωτές του θεού ετοιμάζονται να παραδώσουν στην πυρά βλέπει μόνο το κενό, τον φόβο πριν το μεγάλο, οριστικό φινάλε. Όπως ομολογεί στον ίδιο στον Θάνατο (χωρίς να το γνωρίζει), είναι παγιδευμένος ανάμεσα στον κλονισμό της πίστης του και στην αδυναμία του να απαλλαγεί οριστικά από τα δεσμά της. Το οδοιπορικό του πλαισιώνεται από τον ιπποκόμο Γιονς, με τον οποίο συγκροτεί ένα αντιθετικό δίπολο. Ο μαστιζόμενος από τα θεολογικά αδιέξοδα ιππότης, ιδεαλιστής και ασκητής από τη μία, ο συνειδητοποιημένα άθεος, κυνικός και ηδονικός ακόλουθός του από την άλλη. Και η διαδρομή τους θα παρέμενε σπαρακτικά γεμάτή από τη σιωπή του θεού, αν οι δύο άνδρες δεν συναντούσαν έναν περιφερόμενο θίασο και ειδικότερα μία τριμελή οικογένεια, χάριν στην οποία ο Αντόνιους Μπλοκ ήρθε τελικά σε επαφή με αυτό που στα ταλαιπωρημένα μάτια του έμοιαζε με θαύμα: την αγάπη.

Δίπλα στον Γιοφ, τη Μία και τον μικρό Μάικλ, λοιπόν, ο ανήσυχος ιππότης θα γνωρίσει (ίσως θα θυμηθεί, καθώς υπονοείται ότι πριν την ανίερη εκστρατεία υπήρξε ευτυχής) τη στιγμιαία θαλπωρή, μία τόσο απλή συνθήκη ικανή να απαντήσει, ακόμα και αν ο ίδιος δεν το αντιλαμβάνεται στην ολότητά του, σε όλα τα υπαρξιακά του άγχη. Και αυτή η ικανότητα έγινε τελικά όντως πράξη ∙ η στιγμή της μετάληψης, η εμβληματική σεκάνς με τις άγριες φράουλες, τους καρπούς του πνεύματος, και το γάλα, το σύμβολο της παιδικής αθωότητας, τίκτει τη λύση στο αδιέξοδό του. Άνθρωποι όπως οι δύο διασκεδαστές και το τέκνο τους, απαλλαγμένοι από τα προαιώνια ερωτήματα στα οποία μόνη ικανοποιητική απάντηση φαντάζει η κατάργησή τους, η μη τοποθέτησή τους στον πνευματικό άξονα, διδάσκουν με την απλότητά τους ότι ο Θεός τον οποίο αναζητά ο Αντόνιους στους ουρανούς, στρέφοντας την απόγνωσή του ψηλά, μπορεί να κατοικεί στον ενδιάμεσο χώρο μίας ανθρώπινης συνάντησης, στο απόγευμα μίας ηλιόλουστης -θαρρεί κανείς πως το φως που λούζει το σταθμευμένο προσωρινώς καραβάνι είναι αγγελικό, σε αντίθεση με το αυστηρό φως που μαστιγώνει τον Μπλοκ κατά την υπόλοιπη πορεία του- μέρας γεμάτης συντροφικότητα και αγνότητα.

Μπορεί αυτός ο Θεός να είναι πολύ μακριά από την παντοδύναμη εικόνα και την εκφοβιστική δύναμη του καθολικού, να μη διαθέτει απαντήσεις σε υπαρξιακά ερωτήματα, να είναι τόσο εύκολα προσπελάσιμος από όποιον δεν τον αναζητά και να ωχριά μπροστά στην απόκοσμη όψη του Θανάτου, όμως σε αντίθεση με τον άλλον που οδήγησε τον ιππότη αντίκρυ στη φρίκη του πολέμου, τούτος ο Θεός τον εμπνέει. Είναι αυτή η στιγμή, η απλοϊκή θεϊκή εμφάνιση που αναζητούσε ο Μπλοκ, που του προσφέρει τη λύση και νοηματοδοτεί την μέχρι τότε άσκοπη παράταση του βίου του. Όχι, το σύμπαν δεν είναι κενό θεού, λέει ο Μπέργκμαν, αλλά ο Θεός κατοικεί στις μικρές στιγμές που συνήθως κανείς αψηφά. Αυτή η μυστηριώδης εξαγνιστική μετάληψη αρκεί για να κάνει τον ιππότη να πάρει την απόφαση που οδηγεί σε εκείνη τη μία νοηματοδοτημένη ενέργεια, τη θυσία.

Ο Γιοφ και η Μία είναι η ελπίδα, δίχως συνείδηση του φορτίου που αυτό κομίζει. Είναι απλοί και παραμένουν τέτοιοι ακόμα και μπροστά στη θέα του Θανάτου επί τω έργω ∙ είναι αγνοί και ελεύθεροι, ο, τι ακριβώς δεν είναι ο Μπλοκ, που παραμένει έρμαιο των αδιεξόδων του. Γνωρίζοντας ότι δεν μπορεί να ακολουθήσει το παράδειγμά τους, εξαπατά τον θάνατο και προτάσσει τον δικό του τέλος για να τους γλυτώσει από τη μοιραία κατάληξη. Παραιτείται από το δικό του παιχνίδι με τον Θάνατο, ηττάται στην απατηλή παρτίδα, προκειμένου να εξασφαλίσει τη σωτηρία της οικογένειας. Και αυτό του παρέχει το δικαίωμα να δηλώσει ευθαρσώς στον Θάνατο ότι η παρτίδα αυτή στην πραγματικότητα είχε δύο νικητές, έναν προδιαγεγραμμένο και έναν πραγματικό, έναν που πήρε αυτό που σίγουρα του ανήκε και έναν που βρήκε αυτό που αναζητούσε στο πιο απίθανο μέρος.

Η «Έβδομη Σφραγίδα» βρίθει συμβόλων, τα οποία εντάσσονται σε μία δωρική, αυστηρή αφήγηση και ένα αισθητικό πλαίσιο που φαντάζει σαν αληθινός μεσαιωνικός πίνακας. Είναι ένα road movie (!) αποκαλυπτικής αύρας και καθηλωτικής ασπρόμαυρης όψης υψηλών αντιθέσεων που καθοδηγεί το θυμικό του θεατή. Παράλληλα, οι στομφώδεις διάλογοι δίνουν στο μπεργκμανικό φιλμ μία αίσθηση επικής ποίησης, μία μεταφυσική αλληγορία με περιεχόμενο θεολογικό και παραμορφωμένα χριστιανικό ∙ ο Αντόνιους Μπλοκ μαζεύει γύρω του ακολούθους σαν άλλος Ιησούς, μόνο που δεν έχει τίποτα να διδάξει διότι έχει ήδη συνθλιβεί ανάμεσα στη σιωπή του θεού, το έλλειμα της πίστης και την ανάγκη για γνώση. Η οικογένεια που φωτίζει το ερεβώδες χάος της νοητικής διαδρομής του ομοιάζει με την Αγία Οικογένεια. Ο Ιππότης και οι ακόλουθοί του απολαμβάνουν τον μυστικό δείπνο τους πριν παραδοθούν στην πάγκοινη μοίρα και, λίγο πριν πέσει η αυλαία στο ταξίδι τους (μία ακόμα αλληγορική σύνθεση που περιγράφει το ταξίδι της ζωής), βιώνουν την έναρξη της αληθινής σιγής, όπως περιγράφεται στο βιβλίο της Αποκάλυψης, την αποσφράγιση της έβδομης σφραγίδας, και τη στιγμή εκεί τα μόνα λόγια που χρήζουν εκφώνησης είναι κι αυτά χριστιανικά: «Τετέλεσται». Κι αν ο Ιππότης λυγίζει τη ύστατη ώρα, όπως άλλωστε και ο Χριστός στον σταυρό («Ηλί, Ηλί, λαμά σαβαχθανί»), και εξακολουθεί να αναζητά τον θεό, ο κυνικός ιπποκόμος είναι εκεί για να του θυμίσει πως, μέσα από τις μύριες όσες αντιξοότητες, τελικά επέτυχε, γιατί ακριβώς η ίδια η ζωή είναι αυτοσκοπός και δεν αναμένει το τέλος της για να βρει νόημα.

Μαζί με τον θεατή, τον εμβληματικό τελευταίο χορό, το παροιμιώδες danse macabre που συνιστά μία από τις πιο ξακουστές εικόνες της μπεργκμανικής φιλμογραφίας, παρατηρεί και ο διασωθείς Γιοφ. Ένας καλλιτέχνης που βλέπει οράματα, βλέπει τον Θάνατο, και αντί να τσακίζεται, εμπνέεται. Αντιπαρέρχεται τον εμπαιγμό της συντρόφου του, κοιτά στοργικά την υπέροχη οικογένειά του, και συνεχίζει να ζει ανάμεσα σε φόβους, μισαλλοδοξίες και εξτρεμισμούς. Και χάρη σε αυτόν δικαιώνεται και ο τεθνεώς ιππότης, που βρήκε τον Θεό στην ανθρώπινη καλοσύνη και στην τόσο σπουδαία ικανότητα του ανθρώπου να αγαπήσει και να αγαπηθεί.

Βαθμολογία:


Κριτικός: Γιώργος Ξανθάκης

Έκδοση Κειμένου: 18/12/2022

14ος αιώνας. Ένας απογοητευμένος ιππότης, ο Antonius Block (Max von Sydow), και ο περιφρονητικός ιπποκόμος του, Jons (Gunnar Bjornstrand), επιστρέφουν από τις Σταυροφορίες σε μια Σουηδία κατεστραμμένη από την πανώλη. Όταν ο Block ξυπνά σε μια βραχώδη παραλία, βρίσκει τον «Θάνατο» (Bengt Ekerot) να τον περιμένει, με τη μορφή ενός ωχρού άντρα με μαύρη μπέρτα. Ο Block, προσπαθώντας να παρατείνει τη ζωή του, προκαλεί τον άκαρδο «Θεριστή» σε μια παρτίδα σκάκι. Αν ο ιππότης κερδίσει, θα συνεχίσει να ζει. Ο «Θάνατος» δέχεται την προσφορά και ξεκινά ανάμεσα τους μια επική μάχη ευφυΐας και τακτικής, που γίνεται ανά διαστήματα. Συνεχίζοντας το ταξίδι της επιστροφής, ο ιππότης και ο ακόλουθος του γνωρίζονται με ένα ζευγάρι ξένοιαστων θεατρίνων με ένα παιδί, τον Jof (Nils Poppe) και τη Mia (Bibi Andersson), έναν σιδερά που τον απάτησε η γυναίκα του, και μια κωφάλαλη κοπέλα που επιλέγουν να τους ακολουθήσουν. Αυτή η ετερόκλητη ομάδα διασχίζει τον κόσμο, αντιμέτωπη με δεισιδαιμονίες, βία, μοχθηρία, σκοταδισμό, ασθένειες. Ωστόσο, ο «Θάνατος» τούς παρακολουθεί στενά…

Χρονικά τοποθετημένη στον Μεσαίωνα, η «Έβδομη Σφραγίδα» ξεκινά με μακάβριες αλλά υποβλητικές εικόνες. Σε έναν βαριά συννεφιασμένο ουρανό αιωρείται απειλητικά πάνω από τη γη ένα κατάμαυρο αρπακτικό πουλί, ενώ ακούγεται μια αιθέρια απόδοση του λατινικού ύμνου «Dies Irae». Η απόκοσμη φωνή ενός αφηγητή διαβάζει ένα απόσπασμα της «Αποκάλυψης του Ιωάννη»: «Και όταν το Αρνί άνοιξε την έβδομη σφραγίδα, επικράτησε σιωπή στον ουρανό για διάστημα μισής ώρας».

Ο Bergman πλάθει εμβληματικούς χαρακτήρες, που ο καθένας αντιπροσωπεύει και μια διαφορετική στάση απέναντι στον θάνατο και στον Θεό. Ο κεντρικός ήρωας, ο ιππότης Block, βασανίζεται από αναπάντητα ερωτήματα: «Είναι τόσο τρομερά αδιανόητο να κατανοήσει κανείς τον Θεό με τις αισθήσεις του; Γιατί κρύβεται σε ένα σύννεφο από μισές υποσχέσεις και αόρατα θαύματα; Γιατί δεν μπορώ να σκοτώσω τον Θεό μέσα μου;». Απαιτεί μια απόδειξη για να συνεχίσει τη ζωή του: «Θέλω γνώση! Όχι πίστη, όχι υποθέσεις, αλλά γνώση. Θέλω ο Θεός να απλώσει το χέρι Του, να ξεσκεπάσει το πρόσωπό Του και να μου μιλήσει». Παρά την απογοήτευση του παραμένει ιδεαλιστής και ρομαντικός στην πεποίθησή του ότι η ζωή πρέπει να έχει έναν συγκεκριμένο νόημα και σκοπό.

Ο Jons αυτοπροσδιορίζεται ως «ευχάριστος νέος, λόγιος, που σκέφτεται και ενεργεί μόνο έντιμα». Είναι πραγματιστής, σαρκαστικός ακόμη και κυνικός· διακρίνει την υποκρισία και την απανθρωπιά  και έχει το σθένος να τις τιμωρεί. Έχει επίγνωση ότι τα υπαρξιακά ερωτήματα του αφέντη του δεν θα βρουν ποτέ απάντηση. Λέει χαρακτηριστικά: «Δεν φοβάμαι τον θάνατο… Αδιαφορώ για τον παράδεισο και την κόλαση». Όσον αφορά τον έρωτα θεωρεί ότι δεν είναι τίποτα άλλο από λαγνεία, εξαπάτηση και ψέματα: «Αν όλα είναι ατελή σε αυτό τον ατελή κόσμο, τότε ο έρωτας είναι ο πιο ατελής στην τέλεια ατέλεια του». Ακόμη και την ύστατη ώρα όταν ο Block ξεσπά σε θρήνο αποζητώντας το έλεος του Θεού, τον εγκαλεί: «Νιώσε τον θρίαμβο ότι κινείσαι ακόμα!», ενώ ο ίδιος με αξιοπρέπεια και θάρρος «σωπαίνει διαμαρτυρόμενος» μπροστά στον Άγγελο της Καταστροφής. Είναι ξεκάθαρο ότι όσο προχωρά η αφήγηση, το ρεύμα συμπάθειας του Bergman (και του θεατή) μετατοπίζεται από τον Block προς τον Jons.

Από τη πλευρά τους, ο Jof και η Mia (Ιωσήφ και Μαρία;) είναι απλοί άνθρωποι, επιπόλαιοι και χαρούμενοι, που απολαμβάνουν τη ζωή στην ονομαστική της αξία, χωρίς να νοιώθουν την ανάγκη να την εξηγήσουν. Αποτελούν την ελπίδα της ανθρωπότητας. Μιλούν για το μέλλον του γλυκύτατου γιου τους, Mikael, και θεωρούν τον Θάνατο σαν μια άδεια θεατρική μάσκα. Οι σκηνές του ευτυχισμένου ζευγαριού με τον σκεπτικιστή Block εναλλάσσουν τη χαρά της ζωής με το άγχος της θνητότητας, δημιουργώντας ένα μοτίβο αντιθέτων που προβάλλεται συμβολικά στα ασπρόμαυρα μέρη της σκακιέρας.

Με τα μελανότερα χρώματα απεικονίζεται ο φονταμενταλιστής κληρικός Raval, ένας λύκος με ένδυμα αγίου, που συστηματικά ληστεύει έκθετα πτώματα. Αποδίδοντας ποιητική δικαιοσύνη, ο Bergman τον αφήνει πληγωμένο από την ίδια τη μάστιγα, από την οποία ο ίδιος αντλούσε τη δύναμή του. Ο Raval φωνάζει για να ξεφύγει από το μοιραίο, αν και υποκριτικά κήρυττε ότι η ανθρωπότητα θα βρει λύτρωση μόνο στη μετά θάνατον ζωή.

Όσον αφορά τους εξαθλιωμένους φτωχούς, έχουν πειστεί από τη θρησκευτική ιεραρχία ότι η επιδημία είναι μια θεϊκή τιμωρία για τις αμαρτίες τους. Έτσι πλήθη ρακένδυτων «αμαρτωλών» περιπλανιούνται στους δρόμους μαστιγώνοντας τους εαυτούς τους και τους άλλους, προσπαθώντας να εξευμενίσουν την οργή του Θεού τους. Στην πραγματικότητα, οι αποτρόπαιες και ανόητες πράξεις τους προκαλούν την περαιτέρω διασπορά της πανώλης, καθώς σκίζουν τις σάρκες τους στους δρόμους.

Η «Έβδομη Σφραγίδα» μπορεί να αναγνωστεί ως μια μετωπική επίθεση κατά της οργανωμένης θρησκείας, υπονοώντας ότι ο αληθινός Θεός δεν βρίσκεται στις ζοφερές λιτανείες των μυστικιστών, στις εκκλησίες ή στα αιματοβαμμένα πεδία μάχης των Σταυροφοριών. Αν υπάρχει, μάλλον θα βρίσκεται στη συγκινητική αθωότητα, τη θερμή τρυφερότητα και την απλότητα του σκοπού της νεαρής οικογένειας των ηθοποιών, που χαίρεται για κάθε πολύτιμη στιγμή της ζωής. Στη λαμπρότερη σκηνή της ταινίας, ο Block ξαπλώνει στην πλαγιά ενός λόφου, πίνει φρέσκο γάλα και τρώει αγριοφράουλες που του προσφέρει εγκάρδια το νεαρό ζευγάρι. Στο λυκόφως απολαμβάνει την ηρεμία και τη διαύγεια της στιγμής, μιλώντας με νοσταλγία για τις όμορφες μέρες που έζησε με τη γυναίκα του, πριν την εγκαταλείψει για να ακολουθήσει τις Σταυροφορίες. Αυτές οι στιγμές, γεμάτες γαλήνη και ελπίδα, περικλείουν την υποβόσκουσα και απροσδόκητη αισιοδοξία του Bergman, που βλέπει στην αγάπη τον μοναδικό σκοπό ενός ανθρώπου για να συνεχίσει να ζει. Στον επίλογο και στο συνταρακτικό όραμα του «Χορού του Θανάτου», ο νικηφόρος «θεριστής» με το δρεπάνι οδηγεί τα θύματα του στην κορυφή ενός λόφου, μακριά από τον ήλιο κι ενώ η βροχή ξεπλένει τ’ αλμυρά τους δάκρυά.

Η «Έβδομη Σφραγίδα» είναι μια αλληγορία για τον άνθρωπο, την αιώνια αναζήτηση τού Θεού, με τον θάνατο να αποτελεί τη μοναδική βεβαιότητα. Υπάρχουν παραλληλισμοί ανάμεσα στις φρικαλεότητες του Μεσαίωνα και την εποχή του Ψυχρού Πολέμου, με την απειλή των πυρηνικών όπλων να αιωρείται πάνω από την ανθρωπότητα ως δαμόκλεια σπάθη. Μπορεί ο Bergman να μη μας διαφωτίζει με βεβαιότητα για το νόημα της ζωής, για την ύπαρξη του Θεού, αλλά τουλάχιστον μας προτρέπει να αναζητήσουμε νόημα σε ό,τι βλέπουμε γύρω μας, προτού ο ωχρός ακόλουθος μας με τη μαύρη μπέρτα μάς κοιτάξει με τα παγερά του μάτια και μας ψιθυρίσει: «Περπάτησα πολύ καιρό δίπλα σου. Είσαι έτοιμος;»

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

17 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *