Ο Μυστικός Κήπος
- The Secret Garden
- 2020
- Μ. Βρετανία
- Αγγλικά
- Δραματική, Εποχής, Οικογενειακή, Φαντασίας
- 22 Οκτωβρίου 2020
Η μικρή Μαίρη Λένοξ, Εγγλέζα μεγαλωμένη στην Ινδία, χάνει τους γονείς της από χολέρα. Επιστρέφει στην Αγγλία για να μείνει στην έπαυλη του θείου της, ο οποίος είναι πολύ απόμακρος μετά τον θάνατο της συζύγου του. Η Μαίρη περιφέρεται στην έπαυλη, κι ανακαλύπτει έναν μυστικό κήπο, κλειδωμένο κι εγκαταλειμμένο. Με τη συντροφιά του γιου της υπηρέτριας, θα γνωρίσει τη μαγεία του κήπου, και θα ανακαλύψει κι άλλα μυστικά που κρύβονταν στο πελώριο σπίτι.
Σκηνοθεσία:
Marc Munden
Κύριοι Ρόλοι:
Dixie Egerickx … Mary Lennox
Colin Firth … λόρδος Archibald Craven
Julie Walters … Κα Medlock
Edan Hayhurst … Colin Craven
Amir Wilson … Dickon
Isis Davis … Martha
Maeve Dermody … Alice
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Jack Thorne
Παραγωγή: Rosie Alison, David Heyman
Μουσική: Dario Marianelli
Φωτογραφία: Lol Crawley
Μοντάζ: Luke Dunkley
Σκηνικά: Grant Montgomery
Κοστούμια: Michele Clapton
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: The Secret Garden
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Μυστικός Κήπος
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- The Secret Garden (1949)
- Ο Μυστικός Κήπος (1993)
Σεναριακή Πηγή
- Μυθιστόρημα: The Secret Garden της Frances Hodgson Burnett.
Παραλειπόμενα
- Το κλασικό μυθιστόρημα του 1911 βρέθηκε άμεσα στον κινηματογράφο, σε μια βωβή εκδοχή το 1919 από τον Gustav von Seyffertitz. Η δεύτερη εκδοχή άνηκε στην MGM το 1949, σε σκηνοθεσία Fred M. Wilcox, με τους Margaret O’Brien και Dean Stockwell. Η τρίτη ήταν το 1993 από την Agnieszka Holland, στα στούντιο του Francis Ford Coppola. Ενδιάμεσα έχει βρεθεί αρκετές φορές στις μικρές οθόνες, μέχρι και σε μάνγκα, αλλά και από το 1991 διασκευάζεται και ως θεατρικό.
- Ο Marc Munden είχε να κάνει ταινία στο σινεμά από το 2007 (Το Σημάδι του Κάιν).
- Τα γυρίσματα έγιναν το 2018.
- Και στα ελληνικά, με τις φωνές των: Δανάη Τσούμου (Μαίρη), Γιάννης Κοιλάκος (Κόλιν), Βασίλης Μήλιος (Άρτσιμπαλντ Κρέιβεν), Λίλα Μουτσοπούλου (Κα Μέντλοκ), Βαγγέλης Ευαγγέλου, Βασίλης Παπαστάθης, Χρύσα Διαμαντοπούλου. Μετάφραση: Έλλη Τουρλή. Σκηνοθετική επιμέλεια: Χρύσα Διαμαντοπούλου.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου: 22/8/2020
Επιβάλλεται πριν από οτιδήποτε άλλο να υπογραμμίσουμε πως εδώ έχουμε μια ασυνήθιστα ταιριαστή στην παιδική ψυχοσύνθεση ταινία, πιο πάνω από τον μέσο όρο όσων μας έρχονται με ακριβές περγαμηνές. Παρότι όμως δεν αποκλείει ποτέ τον ενήλικα θεατή από τη θέαση, υποπίπτει σε κάποια σφάλματα που λογικά ο Marc Munden έκανε λόγω υπέρμετρου δημιουργικού ενθουσιασμού.
Το φιλμ κερδίζει πόντους εκεί που το αντίστοιχο της Agnieszka Holland έχανε, ακόμα κι αν είχε παρόμοιους προσανατολισμούς. Αυτό αφορά τη συζυγία ουσίας με οπτικής πανδαισίας. Ο Munden μπορεί να μην αφήνει ούτε σκηνή να μένει αδιάφορη για το μάτι, προσπαθεί φιλότιμα να μένει κι εντός νοήματος του βιβλίου. Και εκεί είναι που αγγίζει όμορφα και απαλά το μυαλό ενός παιδιού, ικανό να κατανοήσει την οπτική των νεαρών ηρώων, όπως αυτή παράγεται από όσα οι ενήλικες μπολιάζουν, ηθελημένα ή μη, μέσα του. Το βιβλίο γράφτηκε και σε μια εποχή που ακόμα η κατανόηση του ψυχισμού ενός ανηλίκου όχι απλά δεν διακατέχονταν από μια τρυφερότητα, αλλά συχνά αψηφούσε και τους κανόνες της κοινής λογικής. Έτσι, η ηρωίδα είναι μόνη ενάντια των άλλων και του ίδιου της του εαυτού, στον απώτερο στόχο που λέγεται πνευματική ηρεμία.
Ο σκηνοθέτης προσπαθεί να εναρμονίσει τις εικόνες του με την ψυχολογία των ηρώων, αλλά δεν αποφεύγει την κούραση που θα νιώσει ένας ενήλικος θεατής από τη βατότητα των καταστάσεων (εκεί η Holland είχε περισσότερες απαντήσεις). Δεν αρκεί το οπτικό θέαμα για να ανάψει σε μόνιμη βάση το ενδιαφέρον, όταν η πλοκή θα μπορούσε να καλυφθεί μέσα σε λίγες -συχνά βαρετές- σελίδες. Και αν υπάρχει κάποια κόπωση ως απόρροια μιας θεματολογίας αρκετά εξαντλημένης, καμία από τις εκπλήξεις δεν κάνει τη διαφορά ως και το φινάλε. Είναι μια ιστορία που δεν χρειάζεται στη σημερινή εποχή να έχεις πρότερη επαφή, για να αντιληφθείς όλα της τα βήματα μέχρι και το τελευταίο.
Και απομένει το οπτικό όργιο να ακροβατεί πάνω στη χρηστικότητα του ή μη. Ναι μεν δίνει νόημα στην εκ νέου ανάγνωση του έργου της Frances Hodgson Burnett, αλλά η λεπτομέρεια του κήπου μπορεί να σε πετάξει έξω. Κι αυτό γιατί επιλέγεται ο κήπος να είναι κυριολεκτικά μαγικός, και ακόμα χειρότερα… ψηφιακός. Εδώ είναι που χάνεται μια γενική σεμνότητα που ως τότε κρατούνταν έστω και με βία, ανάγοντας το φιλμ σε μίνι οικογενειακό μπλοκμπάστερ.
Είναι ηλίου φαεινές οι καλές προθέσεις του Munden, και το προσεκτικό διάβασμα της αρχικής του πηγής. Αλλά παρότι γλυτώνει από τον σκόπελο της μη αναγκαίας εκ νέου αναπαραγωγής της, πέφτει πάνω στον ύφαλο της υπερβολής. Μη χάσετε την ευκαιρία να πάρετε τα μικρά σας και να μπείτε σε αυτό τον μαγικό κήπο, έστω κι αν εσείς προσωπικά μπορεί να εξαχθείτε ίδιος από αυτόν μετά τη βόλτα ανάμεσα στις ομορφιές του.
Βαθμολογία: