Καθηγητής με το Ζόρι
- The Rewrite
- 2014
- ΗΠΑ
- Αγγλικά, Γαλλικά
- Αισθηματική, Κομεντί
- 18 Ιουνίου 2015
Ο Κιθ Μάικλ είναι ένας ξοφλημένος βρετανός σεναριογράφος, που είχε πάρει το Όσκαρ σεναρίου το 1998. Από τότε, πήρε διαζύγιο και ξέμεινε τελείως από λεφτά. Έτσι, αφήνει το Χόλιγουντ και καταλήγει να διδάσκει σενάριο στην άλλη άκρη των ΗΠΑ. Στην τάξη του είναι και μια ανύπαντρη μητέρα, η Χόλι Κάρπεντερ, και ο έρωτας θα του χτυπήσει την πόρτα.
Σκηνοθεσία:
Marc Lawrence
Κύριοι Ρόλοι:
Hugh Grant … Keith Michaels
Marisa Tomei … Holly Carpenter
Bella Heathcote … Karen Gabney
Allison Janney … Mary Weldon
J.K. Simmons … Δρ Hal Lerner
Chris Elliott … Jim Harper
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: Marc Lawrence
Παραγωγή: Liz Glotzer, Martin Shafer
Μουσική: Clyde Lawrence
Φωτογραφία: Jonathan Brown
Μοντάζ: Ken Eluto
Σκηνικά: Ola Maslik
Κοστούμια: Gary Jones
- Κυριότερη Προβολή στην Ελλάδα: Διανομή στις αίθουσες.
- Παγκόσμια Κριτική Αποδοχή (Μ.Ο.): Μέτρια.
Τίτλοι
Αυθεντικός Τίτλος: The Rewrite
Ελληνικός Τίτλος: Καθηγητής με το Ζόρι
Παραλειπόμενα
- Από καμία από τις τέσσερις πρώτες σκηνοθετικές δουλειές του Marc Lawrence, δεν λείπει ο Hugh Grant. Το σερί τους έμελλε να σταματήσει εδώ.
Εξωτερικοί Σύνδεσμοι
Κριτικός: Πάνος Αχτσιόγλου
Έκδοση Κειμένου: 13/6/2015
Τηρουμένων των αναλογιών, και εκτός ελάχιστων και φωτεινών εξαιρέσεων, οι περισσότερες ρομαντικές κομεντί αντιμετωπίζουν με πανομοιότυπο τρόπο παρόμοια θέματα. Ειδικά όταν προσπαθούν να βασιστούν σε πετυχημένες (ή τέλος πάντων όχι αποτυχημένες) αλλά ημιτελείς συνταγές, γρήγορα αντιλαμβάνεσαι ότι αυτό που πρόκειται να δεις επινοείται μέσα από χαρακτηριστικές και τυποποιημένες δομές, που θέλουν τις αμήχανες εισαγωγικές σκηνές της πρώτης πράξης να διαδέχονται άστοχες απόπειρες εμβάθυνσης στον κεντρικό χαρακτήρα, ρηχές κι εντελώς προβλεπόμενες ανατροπές και συνήθως γλυκερά κι εξυπηρετικά φινάλε που εξυμνούν απλές και καθημερινές αξίες, χωρίς καμία διάθεση για ουσιαστικό προβληματισμό, ή έστω για μικρές ματαιώσεις αυτών που έχουν υποσχεθεί κυρίως στους φαν του είδους. Τις περισσότερες φορές, η ίδια η ταινία καταλήγει να μένει στη μνήμη όχι τόσο για την πλοκή είτε για την εικονογράφησή της, όσο για την αντιφατική αίσθηση ότι το κεντρικό της νόημα θα μπορούσε εύκολα να χρησιμοποιηθεί ως νουθεσία για την αποφυγή των λαθών στα οποία υποπίπτει. Ίσως, δηλαδή, το «The Rewrite» να είναι όντως ένα φιλμ που θα έπρεπε να ξαναγραφτεί. Να αναθεωρηθεί από την αρχή έως το τέλος του.
Τον κλασικό πλέον ρόλο του ψαριού έξω από τα νερά του αναλαμβάνει να ενσαρκώσει ο πλέον κατάλληλος -αν και εξαντλητικά επαναλαμβανόμενος- Χιου Γκραντ, υποδυόμενος αυτή τη φορά έναν ξεπεσμένο σεναριογράφο, ο οποίος μετά τη μία και μοναδική επιτυχία που του χάρισε καταξίωση, φήμη και χρήματα, έχει πέσει σε πλήρη πνευματική κι επαγγελματική δυσμένεια. Ύστερα από συνεχόμενες αποτυχημένες προσπάθειες επανεκκίνησης της καριέρας του στο Χόλιγουντ, αποφασίζει να μετακομίσει στη μικρή επαρχιακή πολύ του Μπιχάμπτον της Νέας Υόρκης, με σκοπό να διδάξει δημιουργική γραφή στο τοπικό πανεπιστήμιο. Μέσα από υπερβολικά λογοπαίγνια, τυποποιημένους διαλόγους και ίσως ελάχιστες στιγμές πετυχημένου καυστικού χιούμορ που όμως εξατμίζονται εύκολα, ο άγγλος σταρ υποδύεται με τον γνωστό, χαριτωμένα αδέξιο τρόπο του (που όμως χρησιμοποιείται διαρκώς από τον ίδιο) έναν σαστισμένο, πρώην επιτυχημένο άνδρα που προσπαθεί απελπισμένα να κρατηθεί από τη νιότη που χάνεται. Στο πλευρό του, για τέταρτη φορά, βρίσκεται ο σκηνοθέτης και σεναριογράφος Μαρκ Λόρενς, ο οποίος μετά το αφόρητο «Τα Μάθατε για τους Μόργκαν», προσπαθεί να εξιλεωθεί με ένα ρομάντζο μέσης ηλικίας γύρω από αναμασημένα διδάγματα περί πίστης στον εαυτό σου και υγειών αξιών που εξυψώνουν την απλότητα της επαρχίας.
Ο σκηνοθέτης μοιάζει απλά να ενώνει τις τελείες ενός τετριμμένου σεναρίου γεμάτο στανταρισμένα ψυχολογικά στιγμιότυπα και ετοιμόλογες, πλήρως προσποιητές ατάκες που αγγίζουν τα όρια τηλεοπτικής σειράς. Τα ανατρεπτικά στοιχεία είναι ελάχιστα, έως μηδαμινά και οι σκηνές χάνουν σταδιακά το χιούμορ τους, το οποίο και αντικαθίσταται από μια σοβαροφανή και κατάφωρα ζαχαρωμένη ρομαντική διάθεση. Καθώς η προσήλωση στο φιλμ χαλαρώνει, όλα μοιάζουν πολύ βολικά και προφανή (ο ρόλος της Μαρίζα Τομέι ως της μοναδικής συνομήλικης του Γκραντ μαθήτριας της τάξης του, είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα), με την ταινία να κάνει σταθερά άλλα ανιαρά και πλήρως προβλέψιμα βήματα επιμένοντας πεισματικά στο ηθικοπλαστικό happy-end. Είναι κρίμα, πάντως, γιατί αν επιχειρούσε να σκάψει λίγο βαθύτερα θα μπορούσε να προσεγγίσει με ειλικρίνεια το κοινό της, ιδίως μέσω των νοσταλγικών βλεμμάτων του άγγλου ηθοποιού, που όταν του επιτρέπεται από το σενάριο, αποτυπώνει την προσπάθεια ενός ασταθούς χαρακτήρα στα όρια του αλκοολισμού και της ψυχικής ματαίωσης, να αντιμετωπίσει το γεγονός ότι δεν είναι πια τόσο νέος και δημιουργικός όσο θα ήθελε, αγκαλιάζοντας ταυτόχρονα την ωριμότητά του. Όπως στην ίσως πιο ουσιαστική σκηνή της ταινίας, εκεί που μην έχοντας από πού να πιαστεί φτάνει στο σημείο να βλέπει τη μία και μοναδική βράβευση του (η οποία είναι και η πραγματική βράβευση του Χιου Γκραντ με Χρυσή Σφαίρα για το «Τέσσερις Γάμοι και μία Κηδεία»), με τον Λόρενς έξυπνα να «κανιβαλίζει» τον ευχαριστήριο λόγο του ηθοποιού.
Παρότι η επιλογή του υποστηρικτικού καστ είναι αρκετά εύστοχη (από τον πάντοτε ευπρόσδεκτο Τζ. Κ. Σίμονς και την ίδια την Τομέι, έως τη μικρή εμφάνιση της Άλισον Τζάνεϊ), οι ηθοποιοί αναλώνονται βιαστικά από την εξέλιξη της πλοκής, καταντώντας να ερμηνεύουν αρχέτυπους χαρακτήρες που κανείς δεν θα περίμενε να δει σε ταινίες του είδους. Πολύ γρήγορα, λοιπόν, καταλήγεις στο συμπέρασμα ότι αυτή η ξαναζεσταμένη ρομαντική κομεντί, πάρα το γεγονός ότι δεν ισχυρίζεται ποτέ ότι πρόκειται για κάποια εν τω βάθη σπουδή στις σύγχρονες σχέσεις, δεν κατορθώνει να πετύχει αυτό που επιδιώκει, κορυφώνοντας παράλληλα την υπεραισιοδοξία της και μετατρέποντας τον διάλογο του πρωταγωνιστικού ζευγαριού γύρω από τα κλισέ σε ασυνείδητη αυτοκριτική της.
Βαθμολογία: