
Ο Σεισμός
- Skjelvet
- The Quake
- 2018
- Νορβηγία
- Νορβηγικά
- Δραματικό Θρίλερ, Καταστροφής, Περιπέτεια
- 21 Φεβρουαρίου 2019
Το 1904, ένας σεισμός μεγέθους 5,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ συγκλόνισε το Όσλο. Το επίκεντρο του σεισμού ήταν στο “Ρήγμα του Όσλο”, το οποίο εκτείνεται κάτω από την πρωτεύουσα της Νορβηγίας. Σεισμοί μικρότερου μεγέθους εξακολουθούν να συμβαίνουν στην περιοχή ακόμα και σήμερα. Οι γεωλόγοι δεν είναι απολύτως σίγουροι, αλλά υπάρχουν ενδείξεις που υποδεικνύουν ότι ένας εξαιρετικά ισχυρός σεισμός είναι πολύ πιθανό να συμβεί στο κοντινό μέλλον στο Όσλο. Το πότε θα συμβεί αυτό, κανείς δεν μπορεί να το προβλέψει με σιγουριά. Ίσως σε 100 χρόνια, ίσως σε 10 χρόνια, ίσως αύριο, ίσως και σήμερα…
Σκηνοθεσία:
John Andreas Andersen
Κύριοι Ρόλοι:
Kristoffer Joner … Kristian Eikjord
Ane Dahl Torp … Idun Karlsen
Jonas Hoff Oftebro … Sondre Eikjord
Edith Haagenrud-Sande … Julia Eikjord
Kathrine Thorborg Johansen … Marit Lindblom
Κεντρικό Επιτελείο:
Σενάριο: John Kare Raake, Harald Rosenlow-Eeg
Παραγωγή: Are Heidenstrom, Martin Sundland
Μουσική: Johannes Ringen, Johan Soderqvist
Φωτογραφία: John Christian Rosenlund
Μοντάζ: Christian Siebenherz
Σκηνικά: Jorgen Stangebye Larsen
Κοστούμια: Anne Pedersen
Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.
Τίτλοι
- Αυθεντικός Τίτλος: Skjelvet
- Ελληνικός Τίτλος: Ο Σεισμός
- Διεθνής Τίτλος: The Quake
Άμεσοι Σύνδεσμοι
- Το Κύμα (2015)
Παραλειπόμενα
- Δεν είναι μόνο σίκουελ του, αλλά το Κύμα του 2015 ήταν και η παραγωγή που έδωσε το έναυσμα για τη δημιουργία άλλης μίας ταινίας καταστροφής στη Νορβηγία.
- Με μπάτζετ 5,8 εκατομμύρια δολάρια, εισέπραξε διεθνώς 13,8, ένα ποσό ιδιαίτερα υψηλό για νορβηγική ταινία.
Κριτικός: Σταύρος Γανωτής
Έκδοση Κειμένου:18/2/2019
Το πρώτο που γεννιέται σαν συμπέρασμα όταν βλέπει κανείς τον «Σεισμό», είναι πως για να γυρίσουμε στο κλίμα εκείνων των κλασικών ταινιών καταστροφής του παρελθόντος, αλλά και να το φέρουμε αυτό στο ψηφιακό σήμερα, θα πρέπει να αναμίξουμε τις αντίστοιχες ταινίες του Χόλιγουντ με τη νορβηγική λογική. Αυτόνομα, όμως, ούτε η μία ούτε η άλλη πλευρά προσφέρουν κάτι το ολοκληρωμένο, αφού η καθεμία καταφέρνει μονάχα «μισή» απόλαυση.
Η ταινία του John Andreas Andersen αριστεύει στον ψυχολογικό τομέα. Παράλληλα, όμως, είναι αφόρητα κουραστική επενδύοντας τόσο σε αυτόν. Για την ακρίβεια, περνάει μία ολόκληρη ώρα και ως χρησιμότητα θεάματος δεν έχει συμβεί ούτε το παραμικρό. Και μη με παρεξηγήσετε ότι ήθελα «ντε και καλά» θέαμα για να θεωρήσω μια ταινία καλή, αλλά όταν αυτή η ώρα αφορά αποκλειστικά τα ψυχολογικά προβλήματα ενός ανθρώπου, τι άλλο να επιζητώ. Δεν υπάρχει δηλαδή παράλληλα κάποια νοηματική εντός όλου αυτού, ή κάποια δραματουργία που να αξίζει τον κόπο: είναι ορθά-κοφτά μια παρατεταμένη αναμονή, για κάτι κιόλας που γνωρίζουμε ότι έτσι κι αλλιώς θα έρθει. Ο μόνος που είχε κάτι να κερδίσει από αυτήν είναι ο ικανός Kristoffer Joner ως ηθοποιός, αλλά πόσο απολαυστική μπορεί να είναι μια ερμηνεία που ενώ βγάζει ανθρώπινη λογική, είναι ένα σκέτο «κλάμα»…
Κι επιτέλους, μπαίνουμε στο προκείμενο, δηλαδή τον σεισμό. Έχουμε ένα ψηφιακό υπερ-πλάνο που συγκρίνεται με τα αντίστοιχα του Χόλιγουντ, όπου ακολουθείται με μίση ώρα έντονης αγωνίας. Εδώ πρέπει να σταθούμε και να πούμε ότι αυτόνομα αυτό το μισάωρο αξίζει το εισιτήριο του, ακόμα κι αν δεν πληροί ούτε αυτό κάποιες βασικές προϋποθέσεις σπουδαίας παραγωγής. Κι αυτό επειδή επικεντρώνεται αποκλειστικά σε τέσσερις ανθρώπους, έναν όροφο κι ένα ασανσέρ, ενώ μια ολάκερη μεγαλούπολη έχει βρεθεί στα πατώματα. Ε, δεν γίνεται σε ένα τέτοιο μακελειό να μην έχεις ένα κάρο κομπάρσους για να το αναδείξεις. Ειρωνικά, κιόλας, θα μπορούσε όλο αυτό να έχει συμβεί αυτόνομα σε ένα κτήριο που καταρρέει για χίλιους-δύο λόγους πέρα ενός τεράστιου σεισμού, κι ενώ σε αυτό θα τύχαινε να ήταν μέσα μονάχα μία χούφτα άνθρωποι. Το χειρότερο όμως είναι στο απώτερο φινάλε. Όχι μονάχα έκθετο, αλλά μπορεί κανείς να πει ότι είναι κινηματογραφικό έγκλημα να κόβεις τη δράση μαχαίρι, κι απλά να ρίχνεις τίτλους τέλους.
Έλλειψη υψηλού προϋπολογισμού; Μπορεί και ναι. Οι Νορβηγοί αντιπαραθέτουν σε αυτή την έλλειψη χορταστικού θεάματος την ανθρώπινη ψυχολογία, αλλά και σε αυτή δεν έχουν κάτι πιο βαθύ να προσθέσουν ώστε να αποκτήσει μια ουσιαστική ποιότητα. Κατώτερο από το «Κύμα», παρότι μοιάζουν αρκετά, αυτό το σίκουελ παρέχει ένα δυνατό μισάωρο, παρά τα επιμέρους «παραπτώματα» του, αλλά δεν μπορεί να κρύψει ότι πίσω από τη θέληση των δημιουργών να φτιάξουν μια απάντηση στις αντίστοιχες χολιγουντιανές παραγωγές, δεν υπάρχει ένα σενάριο ικανό για ολοκληρωμένες συγκινήσεις.
Βαθμολογία: