Ένας μυστηριώδης άνδρας κάθεται κάθε μέρα στο ίδιο τραπέζι ενός μπαρ, όπου δέχεται άγνωστους επισκέπτες. Ο καθένας από αυτούς έχει και μια διαφορετική επιθυμία, την οποία ο ίδιος πρόκειται να εκπληρώσει, με αντάλλαγμα να πραγματοποιήσουν παράξενα καθήκοντα που τους αναθέτει. Μέχρι που είναι διατεθειμένοι να φτάσουν για να πάρουν αυτό που θέλουν;

Σκηνοθεσία:

Paolo Genovese

Κύριοι Ρόλοι:

Valerio Mastandrea … ο μυστηριώδης άντρας

Marco Giallini … Ettore

Alba Rohrwacher … Chiara

Vittoria Puccini … Azzurra

Rocco Papaleo … Odoacre

Silvio Muccino … Alex

Silvia D’Amico … Martina

Vinicio Marchioni … Gigi

Alessandro Borghi … Fulvio

Sabrina Ferilli … Angela

Giulia Lazzarini … Marcella

Κεντρικό Επιτελείο:

Σενάριο: Paolo Genovese, Isabella Aguilar

Παραγωγή: Marco Belardi

Μουσική: Maurizio Filardo

Φωτογραφία: Fabrizio Lucci

Μοντάζ: Consuelo Catucci

Σκηνικά: Chiara Balducci

Κοστούμια: Camilla Giuliani

Διεθνής Κριτική (μ.ο.): Θετική.

Τίτλοι

  • Αυθεντικός Τίτλος: The Place
  • Ελληνικός Τίτλος: Η Συνάντηση

Σεναριακή Πηγή

  • Τηλεοπτική σειρά: The Booth at the End του Christopher Kubasik.

Κύριες Διακρίσεις

  • Υποψήφιο για σκηνοθεσία, πρώτο αντρικό ρόλο (Valerio Mastandrea), δεύτερο γυναικείο ρόλο (Giulia Lazzarini), σενάριο, φωτογραφία και μοντάζ στα David di Donatello.

Παραλειπόμενα

  • Διασκευή από την κεντρική πλοκή της καναδικής τηλεοπτικής μίνι σειράς 10 επεισοδίων The Booth At The End (2011).
  • Γυρίστηκε μέσα σε 13 ημέρες.

Μουσικά Παραλειπόμενα

  • Το βασικό μουσικό θέμα που ακούγεται στους τίτλους τέλους της ταινίας είναι το τραγούδι The Place της Marianne Mirage. Μια δημιουργία σε στίχους της ίδιας, του Marco Guazzone και σε συνεργασία με το συγκρότημα Stag και τον Matteo Curallo.

Κριτικός: Πάρις Μνηματίδης

Έκδοση Κειμένου: 29/9/2018

Η ζωή πάντα τα φέρνει περίεργα, τουλάχιστον σε κάποιες στιγμές της. Έτσι όπως ο Αθερίδης κατηγορήθηκε, όχι αδίκως, για σπιθαμή προς σπιθαμή αντιγραφή στη δουλειά που έκανε στο ριμέικ των «Τέλειων Ξένων» του Paolo Genovese, τώρα και ο δεύτερος βρίσκεται στο εδώλιο του κατηγορουμένου κοπιάροντας την πρώτη σεζόν μιας όχι ιδιαίτερα γνωστής σειράς ονόματι «The Booth at the End» σχεδόν σε όλες της τις υποπλοκές. Αν και γνωστοποιεί το ότι πρόκειται περί διασκευής, γίνεται φανερό πως ο σκηνοθέτης και συνσεναριογράφος ποντάρει στο ότι η πρώτη ύλη δεν είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στο ευρύ κοινό προκειμένου να καρπωθεί εμμέσως τα δικά της δραματουργικά επιτεύγματα. Το κοπιάρισμα ενός ευρήματος σε καμία περίπτωση δεν είναι κατακριτέο, ίσα ίσα που μπορεί να αποκαλέσει μια καλή αφορμή για μια διαφορετική αξιοποίησή του που μπορεί να οδηγήσει και σε μια αναβαθμισμένη εκδοχή του. Εδώ όμως όλα βρίσκονται στρωμένα κι έτοιμα, κάνοντας τη διαδρομή υπερβολικά εύκολη για τον Genovese ο οποίος ουσιαστικά θέτει σε λειτουργία τον αυτόματο πιλότο της δημιουργίας, προσαρμόζοντας απλώς τα γεγονότα στην ιταλική νοοτροπία. Ξεπατικώνοντας έτσι σχεδόν τα πάντα από την πηγή έμπνευσης, η «Συνάντηση» κληρονομεί και τις παθογένειες του πρωτότυπου σίριαλ, οι οποίες «χτυπάνε» τόσο έντονα στην κινηματογραφική εκδοχή τους που αντισταθμίζουν τις θετικές πλευρές του όλου εγχειρήματος.

Η θεατρικής σύλληψης ιδέα που δανείζεται ο σκηνοθέτης του στησίματος σε ένα μοναδικό χώρο, με τη δράση να μένει εκτός φακού και να αφηγείται από τα πρόσωπα που συμμετέχουν σε αυτήν είναι πανέξυπνη και θυμίζει διόλου τυχαία μια άλλη τηλεοπτική σειρά, το «In Treatment», μιας και ο μυστηριώδης ήρωας του Valerio Mastandrea έχει προεκτάσεις που θυμίζουν μέχρι και ψυχαναλυτή. Κρίμα που αυτές οι πλευρές δεν εξερευνούνται όσο θα έπρεπε από το σενάριο, το οποίο πολλές φορές δίνει την εντύπωση πως δεν ξέρει πως να σταθεί απέναντι από τον αινιγματικό πρωταγωνιστή του: είναι όντως μια μεφιστοφελική φιγούρα που αρέσκεται σαδιστικά να παίζει με τις ζωές κοινών ανθρώπων; Είναι ένα αμήχανο πιόνι που εκτελεί αυστηρές εντολές από κάποια δύναμη άνωθεν, ανίκανος να κάνει κάτι για να υπερβεί αυτόν το ρόλο; Είναι ένας κατά βάσει καλός, ίσως μέχρι και σοφός, άνθρωπος που δρα με έναν τρόπο που αρχικά φαίνεται ασυνήθιστος για να φανεί στη συνέχεια ότι είναι στην ουσία του σωτήριος για τα άτομα με τα οποία συναναστρέφεται; Η απάντηση δίδεται τελικά στην ομολογουμένως φαιδρή ανατροπή του φινάλε που λειτουργεί με γνώμονα μονάχα τον φτηνό κι εύκολο εντυπωσιασμό, στο μεταξύ όμως η στάση που τηρείται απέναντι στο χαρακτήρα φλερτάρει κάποιες φορές μέχρι και με το θαυμασμό, κάτι απαράδεκτο δεδομένου του ρόλου του που θυμίζει τις χειρότερες στιγμές της σειράς «Σε Βλέπω».

Γενικά, ενώ υπάρχουν πολλά στοιχεία που είναι μέχρι και προσβλητικά προς τη νοημοσύνη του θεατή, όπως για παράδειγμα οι εξωφρενικές συμπτώσεις που συνδέουν πολλούς από τους χαρακτήρες, το τελικό αποτέλεσμα δεν είναι κακό σε καμία περίπτωση. Η θέαση γίνεται πιο ευχάριστη σε μεγάλο βαθμό χάρη στις καλές ερμηνείες, ενώ και ο Genovese ξέρει πως να στήσει σωστά την κάμερα ώστε να κάνει το φιλμ του οπτικά ελκυστικό ακόμη κι αν έχει τον προαναφερθέντα μεγάλο γεωγραφικό περιορισμό. Ωστόσο κάποιος δεν μπορεί παρά να κάνει συνειρμούς για τις πραγματικά τεράστιες δυνατότητες της βασικής ιδέας, η οποία είναι τόσο απλή κι έξυπνη συνάμα που μπορεί να παρέχει καμβά ακόμη και για ένα αριστούργημα δυνητικά. Το σενάριο επιθυμεί να κολυμπήσει σε σχετικά ασφαλή νερά, δεν βυθίζεται ποτέ στο σκοτάδι που έχει μέσα του το κεντρικό εύρημα, μιας και αφορά το κλασικό ερώτημα «μέχρι που θα έφτανες για να πραγματοποιήσεις μια επιθυμία σου». Χωρίς τόλμη και χωρίς να απαγκιστρώνεται από την ασφάλεια της «φωτοτύπησης» ενός προϋπάρχοντος υλικού, η «Συνάντηση» βυθίζεται σε μια χρυσή μετριότητα από την οποία δραπετεύει μονάχα σποραδικά και για ελάχιστο χρονικό διάστημα.

Βαθμολογία:


Γκαλερι φωτογραφιων

13 φωτογραφίες

Μοιραστειτε ενα σχολιο

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *